You are currently viewing Σοφία Παράσχου: Ο φονιάς

Σοφία Παράσχου: Ο φονιάς

 Ο φονιάς

Το άκουσα που το’ λεγε στη μάνα μου ο πατέρας μου ένα μεσημέρι, την ώρα που τρώγαμε.
-Αύριο φτάνει με το βαπόρι ο φονιάς.
Ο φονιάς! Δεν είχε άλλη λέξη στοιχειώσει τα όνειρα μου σαν και τούτη. Από μικρό παιδί άκουγα να μιλούν οι μεγάλοι για τον Κυριάκο, το γιο της Διαμάντως, που ‘χε κάμει το μεγάλο φονικό στη μέση της πλατείας. Είχε σκοτώσει τον πρωτοξάδερφο του πατέρα μου, το Θοδόση, ένα παλικάρι νιόπαντρο, δυο μέτρα μπόι. Στην αρχή ρωτούσα να μάθω ποια εστάθηκε η αιτία του φονικού.
-Η μαύρη του ψυχή ήταν η αιτία, μου ‘λεγε ο πατέρας μου.
Η μάνα μου σαν να προσπαθούσε να πει κάτι, να φέρει ίσως αντίρρηση, αλλά η άγρια ματιά του πατέρα μου την έκανε να μαζεύεται και να σωπαίνει.
Ύστερα έπαψα να ρωτώ. Ήξερα όμως πως ο φονιάς ήταν στη φυλακή καταδικασμένος δέκα χρόνια. Είχα ακούσει ακόμα πως μόλις έγινε η δίκη και καταδικάστηκε, μήνυσε στη δικηγόρο του πως θέλει να πληρώνει αυτός τα έξοδα του παιδιού που’ χε γεννήσει η χήρα του σκοτωμένου. Γιατί η θεια μου η Γιαννούλα ήταν ΄έγκυος τον καιρό που έγινε το φονικό. Ώσπου να γίνει η δίκη είχε γεννήσει το γιο της. «Θοδόση» το ‘πανε το παδί σαν τον πατέρα του, «Θοδοσάκη» τον φωνάζαμε.
Η θεια μου δεν δέχτηκε τη βοήθεια του φονιά. Με χίλια βάσανα μεγάλωσε τον Θοδοσάκη που ήταν πια κι αυτός τώρα δέκα χρονών παλικαράκι, όμορφο και έξυπνο, παρηγοριά της μάνας του και της γιαγιάς του.
Το βράδυ ξανάκουσα για τον ερχομό του φονιά.  Το λέγανε τα μεγάλα γυμνασιόπαιδα στo μπιλιάρδο και λογαριάζανε μάλιστα σαν τι καζίκι θα του σκαρώνανε, αφού τόλμησε, λέει, να γυρίσει πίσω στο νησί.
Την άλλη μέρα το απόγευμα θα ερχόταν το καράβι. Πήγα στο λιμάνι και στάθηκα σε μια γωνιά να δω κι εγώ το φονιά, που τον φανταζόμουνα σα δαίμονα της κόλασης, με μούρη μαύρη και μοβόρικη.
Τελευταίος κατέβηκε από τη σκάλα του βαποριού. Κατάλαβα πως ήταν αυτός γιατί ένα σούσουρο σηκώθηκε ανάμεσα στους ανθρώπους.
-Ο φονιάς, ο φονιάς!
Ήταν ένα ξανθό και γαλανό παλικάρι, μέχρι τριάντα χρονώ τον έκανα. Απογοητεύτηκα. Δεν ήθελα να ‘ναι έτσι οι φονιάδες. Βγήκε χωρίς να κοιτάξει και χωρίς να μιλήσει σε κανένα. Δεν είχε πράματα, ένα σακούλι μόνο ήταν περασμένο στον ώμο του. Περπάτησε γρήγορα ανάμεσα στον κόσμο και πήρε το μονοπάτι για το βουνό.
Ο φονιάς είχε μια μάνα μόνο κι αυτή κατάκοιτη. Η αδερφή του, παντρεμένη πριν από μερικά χρόνια, είχε πάει στην Αυστραλία. Γι αυτή τη μάνα λέγανε πως γύρισε ο φονιάς, για να της παρασταθεί που ήταν γριά και δεν μπορούσε.
Δεν τον βλέπαμε στους δρόμους. Μένανε μακριά πάνω στο βουνό που’ χανε ένα σταύλο και καμιά πενηνταριά πρόβατα. Τυρί έφτιαχνε ο φονιάς και βούτυρο. Τα πουλούσε στους εμπόρους που πήγαιναν και τον έβρισκαν εκεί στην ερημιά, κοντά στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία.
Μια φορά ξεφόρτωσε το καράβι κάμποσα τσουβάλια τσιμέντο. Ήτανε, άκουσα, παραγγελιά του φονιά γιατί είχε βάλει να χτίσει μια στέρνα κοντά στο σταύλο  του. Αυτή ήταν η ευκαιρία που περιμένανε τα γυμνασιόπαιδα.
-Θα του τα φουντάρουμε τη νύχτα μες στη θάλασσα!
Και το ‘καμαν.  Ήμουνα κι εγώ εκεί και το ‘βλεπα.  Εκεί κοντά τριγύριζε και ο Σοφοκλής ο αλκοολικός, βυθισμένος για μια ακόμα νύχτα στο παραλήρημα του μεθυσιού του. Μας είδε κι άρχισε να φωνάζει.
-Για το Θεό, μη τα ρίχνετε στη θάλασσα τα τσουβάλια του χριστιανού, δεν έφταιξε ο άνθρωπος, ο συχωρεμένος έκαμε το λάθος!
Γύρισα στο σπίτι και βρήκα μοναχή τη μάνα μου.
-Πες μου για το φονικό. Πώς έγινε και γιατί.
Και μου’ πε.
Ο Θοδόσης, λέει, είχε χρόνια έρωτα με την αδερφή του φονιά και της έταζε γάμο.  Σαν του προξένεψαν όμως τη Γιαννούλα, τη μοναχοκόρη του προέδρου, ξέχασε και έρωτες και υποσχέσεις και παράτησε την κοπέλα.
-Και καλά ως εδώ, είπε η μάνα μου. Λέγανε όμως πως και μετά που παντρεύτηκε συνέχιζε να βλέπει την αδερφή του φονιά και να της λέει πως την αγαπά και πως θα χωρίσει τη γυναίκα του και θα την πάρει.
-Γι’ αυτό τον εσκότωσε, λοιπόν;
-Γι’ αυτό. Είπανε πως τον είχε προειδοποιήσει ο φονιάς να αφήσει ήσυχη την αδερφή του, αφού ήτανε ΄πια παντρεμένος και περίμενε και παιδί. Εκείνος δεν τον άκουσε τον Κυριάκο. Ένα λιανό παλικάρι ήτανε τότε ο φονιάς, εικοσιδυό χρονών, ορφανός από πατέρα. Δεν τον εμέτρησε για άντρα ο συχωρεμένος και τον επρόσβαλε με λόγια άσκημα. Τον εσκότωσε όμως αυτός με το τουφέκι, μες στη πλατεία, μπροστά σε όλο τον κόσμο. Ανήμερα της Υπαπαντής ήτανε.
Μου  ‘καμε μεγάλη εντύπωση αυτή η ιστορία. Από εκείνη την ημέρα δεν ξανάπα φονιά τον Κυριάκο, κι ας είχε κάμει φονικό.

Εκείνη την Καθαρή Δευτέρα πήγαμε όπως ήταν το έθιμο να πετάξουμε τους χαρταετούς στο μετόχι του Προφήτη Ηλία. Ήταν ένα πλάτωμα πάνω στο βουνό, σαν οροπέδιο να πεις, με αμπέλια και ελαιώνες που φτάνανε μέχρι την άκρη, εκεί που άρχιζε απότομα ο γκρεμός. Εκεί πηγαίναμε κάθε χρόνο όλα τα παιδιά μαζί με τους γονείς μας. Στρώνανε εκείνοι πάνω σε κουβέρτες τα νηστίσιμα κι αρχίζανε το φαγοπότι κι εμείς αμολάγαμε του αετούς που τους έπαιρνε το αεράκι και τους σήκωνε ψηλά, ως τα σύννεφα. Έτσι και τότε, αμόλα καλούμπα, τράβα καλούμπα, φτιάξε τα ζύγια, μάκρυνε την ουρά, σωστό πανηγύρι. Ο Θοδοσάκης πήγαινε κι ερχόταν κρατώντας κι αυτός τον αετό του. Εγώ του τον είχα φτιάξει.
Δεν πήρα είδηση πως  έφυγε από δίπλα μου. Άκουσα τις φωνές ξαφνικά.
-Γκρεμίστηκε ο Θοδοσάκης!
Τα ουρλιαχτά της μάνας του φτάσανε ως τον κάμπο. Τραβούσε τα μαλλιά της και χτυπιότανε στο χώμα σαν μαχαιρωμένο αρνί που σφαδάζει πριν από το θάνατο.
-Το παιδί μου! Σώστε το παιδί μου!
Κανείς δεν κουνήθηκε. Ήτανε απότομος γκρεμός, δύσκολο να τον κατεβεί άνθρωπος. Τρέξανε μερικοί να φωνάξουνε τους χωροφύλακες και να φέρουν σκοινιά να κατεβούνε.
Μες στο χαλασμό φάνηκε ο Κυριάκος. Είχα καιρό να τον δω, σχεδόν δεν τον γνώρισα έτσι όπως είχε αφήσει τα γένια του μακριά, σαν του παπά Βαγγέλη.  Πλησίασε με αργό βήμα.
-Δώσε’ μου μια κουβέρτα, είπε στη θεια μου.
Πήρε την κουβέρτα κι άρχισε να κατεβαίνει. Κάποιος φώναξε:
-Θα σκοτωθείς!
Εκείνος συνέχισε να κατεβαίνει. Οι πέτρες γλιστρούσαν στο πέρασμά του, μια δυο φορές παραπάτησε κόντεψε να γκρεμιστεί.
Βρήκε ζωντανό το παιδί. Το τύλιξε στην κουβέρτα και το ‘δεσε στην πλάτη του. Σαν έφτασε πάνω, είδαμε πως ήταν βαριά χτυπημένο στο κεφάλι και αιμορραγούσε. Το ‘δωσε στα χέρια της μάνας του.
-Πάρε το παιδί στο γιατρό, Γιαννούλα, και πρόσεχέ το άλλη φορά. Είναι μικρό και άμαθο και δεν καταλαβαίνει πού παραφυλάει το κακό.
Ύστερα έφυγε αθόρυβα, όπως είχε έρθει.

 

 

Βιογραφικό

Η Σοφία Παράσχου – Χατζηδημητρίου γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά της χρόνια στην Κάρπαθο. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και δούλεψε ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Με υποτροφία του ΙΚΥ έκανε μεταπτυχιακές σπουδές. Πήρε δίπλωμα στην ειδίκευση “Διδακτική Γλώσσας-Λογοτεχνία” και ακολούθως εκπόνησε διδακτορική διατριβή στην παιδική λογοτεχνία. Από το 2003 μέχρι το 2013 εργάστηκε ως σχολική σύμβουλος φιλολόγων στον Πειραιά. Επίσης δίδαξε Παιδική Λογοτεχνία στο Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Έχει εκδώσει 30 λογοτεχνικά βιβλία για παιδιά, νέους και ενήλικους.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.