Όλοι οι χωριανοί είναι μαζεμένοι στης ανεψιάς μου το σπίτι. Μόνο εγώ δεν επήγα απόψε να της ευχηθώ να ‘ναι καλορίζικος ο γιος που γέννησε χτες βράδυ. Ήρθε και με βρήκε η αδερφή μου από νωρίς. Μου ’πε πως έπρεπε λέει να περάσω κι εγώ από το σπίτι της λεχώνας, για να μη λέει ο κόσμος πως είμαι μια στριμμένη γεροντοκόρη που, γιατί δεν έχω δικά μου παιδιά, ζηλεύω τα γεννητούρια των άλλων γυναικών. Δεν της έδωσα απηλογιά. Μήτε και με νοιάζει τι λεν οι χωριανοί για μένα. Εγώ σε γεννητούρια γιου, δεν πάω!
Καημό μεγάλο το ‘χε ο πατέρας μας. Μεγάλο κι αγιάτρεφτο.
-Τέσσερις κόρες! Μήτε μια, μήτε δυο. Τέσσερις, ζωή να ’χουνε, μα εγώ ήθελα ένα γιο. Ένα γιο δε μου ’καμες, μωρέ γυναίκα.
Η μάνα μου κούναγε το κεφάλι της ταπεινά.
-Ο θεός τις έστειλε, Κοσμά, δεν τις έκαμα μόνη μου.
Εγώ ήμουν η πιο μικρή. Σαν γεννήθηκα, λέει, ο πατέρας μου έφυγε από το σπίτι κι έκαμε τρεις μέρες να γυρίσει. Πέρασε καιρός να με πάρει στα χέρια του να με παίξει κι εμένα σαν παιδί. Το πρώτο πράμα που θυμάμαι από ’κείνον είναι το βλέμμα του που έπεφτε σκοτεινό πάνω μου, σαν να με κατηγορούσε, γιατί δεν ήμουν το αρσενικό που περίμενε. Απογοητευμένος και με βαριά καρδιά μου ’δωσε το όνομα του πατέρα του, Νικολή τον λέγανε τον πάππου μου κι ήταν χρόνια πεθαμένος.
Έγινα παιδί κλειστό και παράξενο. Δε μ’ άρεσε να βγαίνω έξω να παίζω με τα’ άλλα παιδιά. Ούτε και με τις αδερφές μου τα ’βρισκα. Εκείνες ήταν πιο αλέγρες, πιο καμωματούδες. Εγώ όλο στα πόδια της μάνας μου τριγύριζα και τίποτε άλλο δεν περίμενα παρά πότε να ’ρθει η ώρα να με πάρει μαζί της να ταΐσουμε τις κότες και τα κοκόρια μας. Δεν ξέρω γιατί τ’ αγαπούσα τόσο αυτά τα πουλιά. Μπορεί να ’ταν τα πλουμιστά φτερά τους, μπορεί το γρήγορο βήμα και το κακάρισμά τους , μπορεί πάλι να τα λυπόμουν έτσι που μεγάλωναν στο κλουβί προορισμένα να σφαχτούν σε κάποιο γιορτινό τραπέζι.
Πιο πολύ χάζευα τους πετεινούς. Είχανε τέτοια περηφάνια και καπατσοσύνη στο περπάτημα, που η παιδική φαντασία μου τους έκανε να φαίνονται στα μάτια μου σαν άρχοντες ανάμεσα στους υπηρέτες τους.
Εκείνη την εποχή, ήμουν δεν ήμουν δέκα χρονών, είχαμε ένα κόκορα τόσο μεγαλόσωμο και καμαρωτό, που σαν θέλανε να πούνε για κάποιο μοσχοθρεμμένο λέγανε :
– Σαν τον πετεινό του Κοσμά είναι αυτός !
Εγώ τον είχα μεγαλώσει από μικρό πετειναράκι. Μου τον είχε δώσει η νονά μου μια πασχαλιά κι ήταν ένα μικρό ξεπουπουλιασμένο πουλί που κανείς δεν πίστευε πως θα ζούσε. Εγώ όμως το ‘καμα να ζήσει με τις περιποιήσεις μου και τού χα μιαν αγάπη παθολογική. Με κατακόκκινες φτερούγες και λειρί κι ένα σώμα κίτρινο πιτσιλωτό σαν βασιλική φορεσιά ήταν ο πετεινός μου. Κι εκείνο το πουλί πάλι, θαρρείς και καταλάβαινε την αγάπη μου, με το που έφτανα στο κοτέτσι ανέβαινε στην πιο ψηλή μεριά κι άρχιζε το «κουκουρίκου» του και σταματημό δεν είχε.
Ο πατέρας μου με κορόιδευε.
-Προίκα θα σου τόνε δώσω τον πετεινό, μωρή Νικολίτσα, αφού τον αγαπάς τόσο πολύ, μού ‘ λεγε και χαμογελούσε. Χαιρόμουνα με τούτα τα λόγια του. Και με το γελαστό το βλέμμα χαιρόμουνα.
Εκείνο τον καιρό η μάνα μου γκαστρώθηκε πάλι. Στην αρχή τό ’κρυβε γιατί ντρεπόταν να πει στον κόσμο πως θά ‘χε πάλι γεννητούρια με πρωτοκόρη της παντρειάς. Αντίθετα ο πατέρας μου ήταν όλο χαρά. Τον κούρντιζαν και οι χωριανοί στα καφενεία.
-Αυτός θά’ ναι σίγουρα γιος, Κοσμά !
Αύγουστο, ανήμερα του Χριστού, είχαμε γλέντι στο σπίτι μας όπως κάθε χρόνο, αφού η αυλή μας ήτανε κολλητά με τη μικρή εκκλησούλα. Ήρθαν και τα όργανα κι οι τραγουδιστάδες, ενθουσιασμένοι από την περιποίηση, το άφθονο κρασί και τους μεζέδες, είπαν του πατέρα μου μαντινάδες για το παιδί που περίμενε. Θυμάμαι πως ο πατέρας μου πέταξε στα όργανα όσα λεφτά είχε στις τσέπες του, όταν ο θείος μου ο Χαράλαμπος του τραγούδησε:
-“Στο γείτονά σου το Χριστό την προσευχή μου κάνω
ετούτο το παιδί, Κοσμά, να κατουρά ίσια πάνω”
Μα κι οι θειάδες μου κι οι γειτόνισσες το’ χανε σίγουρο. Λέγανε πως η κοιλιά της μάνας μου ήταν μυτερή, πως φούσκωνε ψηλά, πως η όψη της είχε γαληνέψει, όλα τα σημάδια δείχνανε πως θα ‘τανε γιος. Και δεν λέγανε ψέματα.
Έφτασε η ώρα και την πιάσανε οι πόνοι. Ήρθε η μαμή και γέμισε το σπίτι μας κόσμο. Στην κάμαρη οι γυναίκες να παραστέκονται στην ετοιμόγεννη και στη σάλα ο πατέρας μου με τους φίλους του να πίνουνε στην υγειά του γιου που ερχόταν, επιτέλους. Καθόμουν κι εγώ εκεί δίπλα τους κι άκουγα τα αστεία τους.
Σε μια στιγμή βγαίνει έξω η μαμή.
-Τρεχάτε να φέρετε γιατρό. Το παιδί έρχεται με τα πόδια !
Τι σήμαινε νά ‘ρχεται το παιδί με τα πόδια δεν καταλάβαινα τότε. Είδα όμως ολονών την αγωνία και πιο πολύ του πατέρα μου και φοβήθηκα. Ο θείος μου παράτησε το ποτήρι του και πήγε να φέρει με το τρίκυκλό του το γιατρό, που είχε πάει σ ΄ένα χωριό, μια ώρα απόσταση από το δικό μας, το κεφαλοχώρι.
Ήρθε ο γιατρός με τη τσάντα στο χέρι. Τρεις ώρες παιδευότανε με τη μάνα μου. Βγήκε ιδρωμένος μια φορά έξω, κοίταξε τον πατέρα μου κατάματα κι είπε.
-Δύσκολο να σώσουμε και τη μάνα και το παιδί.
Τότε ο πατέρας μου είπε.
-Γιος είναι γιατρέ;
Σώθηκε και το παιδί κι η μάνα μου. Κατάφερε, λέει, την τελευταία στιγμή ο γιατρός και το γύρισε, έτσι που να φανεί ο ώμος του, κι ύστερα το τράβηξε έξω, μπλαβιασμένο, αλλά ζωντανό. Ο πατέρας μου πήρε το μωρό στα χέρια και μας μάζεψε κάτω από το εικονοστάσι.
-Πρώτα θα προσκυνάτε αυτόν , έδειξε το Χριστό, κι ύστερα αυτόν, κι έδειξε τον αδερφό μου.
Έτσι λοιπόν έκαμε κι ο πατέρας μου το γιο και σαράντα μέρες γύριζε σαν τον τρελό από καφενείο σε καφενείο και κερνούσε όλο τον κόσμο. Για το γιατρό πια δεν ήξερε τι να πρωτοκάμει.
-Ο, τι θέλεις γιατρέ, εδώ είναι ο Κοσμάς. Και την ψυχή μου θα σου δώσω για το γιο που μού’ βγαλες.
Σαν θεό τον είχε το γιατρό ο πατέρας μου.
Θα ’τανε δυο βδομάδες που ’χε σαραντίσει η μάνα μου κι ο πατέρας μου μπήκε στο σπίτι μας φουριόζος.
– Γυναίκα, θεμέλια ετοιμάζονται να ρίξουν στο γιατρείο του γιατρού. Φτιάξε λουκουμάδες να τους πάρουμε να πάμε κι εμείς.
Ύστερα κάτι ψιθύρισε στη μάνα μου, άνοιξε το συρτάρι και πήρε το μεγάλο τραπεζομάχαιρο.
-Όχι, Κοσμά, μην το κάμεις αυτό, άκουσα τη μάνα μου να του φωνάζει. Μα εκείνος έφυγε χωρίς άλλη κουβέντα.
Έφτιαξε η μάνα μου τους λουκουμάδες, βύζαξε και το μωρό κι ετοιμάστηκε να πάει στα θεμελιώματα.
-Εσύ να καθίσεις στο σπίτι να προσέχεις το παιδί, μου ‘πε.
Πήρα το μωρό στον ώμο μου να ρευτεί. Δεν εχόρταινα να το κοιτώ και να το καμαρώνω. “Αδερφάκι μου! “, έλεγα και ξεχείλιζε η καρδιά μου απ’ αγάπη. Ύστερα το ‘βαλα να κοιμηθεί και πήγα να μαζέψω το αλεύρι που ’χε περισσέψει από τους λουκουμάδες πάνω στο τραπέζι. Ήταν κάμποσο. Το μάζεψα σε μια λεκάνη κι έριξα λίγο νερό μέχρι που έγινε ένα κουρκούτι σφιχτό. Πανηγύρι θα κάμει ο πετεινός μου, σκέφτηκα.
Δεν ήταν μακριά το κοτέτσι μας. Πέντε λεφτά με τα πόδια. Έτρεξα γρήγορα να πάω το φαϊ. Δεν είδα πουθενά τον πετεινό. Τον εφώναξα, μπήκα μέσα στο κοτέτσι, τίποτε.
Δεν ξέρω γιατί ο νους μου πήγε αμέσως στον πατέρα μου και στο τραπεζομάχαιρο και στα θεμελιώματα του γιατρού. Ξέρω μόνο πως έτρεξα σαν τρελή την κατηφοριά του σπιτιού μας και βρέθηκα στην πλατεία, εκεί που ήταν το οικόπεδο του γιατρού.
Ήταν μαζεμένος πολύς κόσμος. Έσπρωξα, μπήκα μπροστά. Ένας λάκκος ήταν ανοιγμένος μπροστά μου, μεγάλος, τετράγωνος, κι ολόγυρα οι χωριανοί να πίνουν και να τρώνε μεζέδες. Ο πατέρας μου μ’ ένα ποτήρι κρασί στο χέρι φώναζε.
-Όλα χαλάλι για το γιατρό που ξεγέννησε το γιο μου!
Κοίταξα γύρω- γύρω το λάκκο αλαφιασμένη.
Εκεί, στην πάνω γωνιά τον είδα τον πετεινό μου. Ήτανε ξαπλωμένος κι ακίνητος με σφαγμένο το λαιμό του. Λίγο αίμα είχε γλιστρήσει στο χώμα. Τόσο λίγο αίμα, που σκέφτηκα εκείνη την ώρα πως ήταν λίγο για να στεριώσει το γιατρείο του γιατρού.
Ήταν όμως πολύ, για να μη στεριώσει η ψυχή μου…