You are currently viewing Σοφία Σκάζα: Δημήτρης Γαβαλάς – Γενέθλιος Τόπος  [Από την εκδήλωση για τα 50 χρόνια του στην ποίηση 1973 – 2023]

Σοφία Σκάζα: Δημήτρης Γαβαλάς – Γενέθλιος Τόπος [Από την εκδήλωση για τα 50 χρόνια του στην ποίηση 1973 – 2023]

Εκείνο που ήθελα να δούμε μαζί είναι η ιδιαίτερη σχέση του Δημήτρη Γαβαλά με τον γενέθλιο τόπο, την Κόρινθο. Για τους ποιητές, ιδιαίτερα, ο γενέθλιος τόπος είναι κομβικής σημασίας, τους σημαδεύει συναισθηματικά, αποτελεί τις ρίζες από όπου τρέφεται και δυναμώνει το δέντρο της Ποίησης, φυλάσσει ευλαβικά τις παιδικές τους αναμνήσεις, συνθέτει ένα ψηφιδωτό από πρόσωπα και γεγονότα, έρωτες, επαναστάσεις, νίκες και ήττες που σφράγισαν τον καθένα τους.

 

Ας έλθουμε, όμως, ειδικότερα στον δικό μας ποιητή:

Ο Δημήτρης Γαβαλάς διαλέγει την γνωστή σε όλους μας αποφθεγματική πλέον φράση «ού παντός πλείν ες Κόρινθον» για να ‘βαπτίσει’ μια σπουδαία ποιητική του συλλογή. Ωστόσο, στο εμπροσθόφυλλο του βιβλίου αυτού μας περιμένει μια έκπληξη: Το όνομα της Κορίνθου απουσιάζει, δεν κατονομάζεται, έστω και αν εννοείται. Ού παντός πλείν, λοιπόν, και ήδη με αυτή την αφαίρεση ο ποιητής αρχίζει να μας προβληματίζει για το νόημα που δίνει στην Κόρινθο, για το τι τελικά σημαίνει, γι’ αυτόν προσωπικά, ο γενέθλιος τόπος και οι άνθρωποί του. Παράλληλα, στο οπισθόφυλλο γράφει: «Η γενέθλια πόλη ως το ‘τοπικό’ (local) αλληλεπιδρά με το ‘παγκόσμιο’. Το ερώτημα για την προτεραιότητα και τη σχέση του ‘μέρους’ και του ‘όλου’ παραμένει επίκαιρο. Αν το ξεκίνημα είναι πάντα από το τοπικό, το συγκεκριμένο, το περιορισμένο, το φτάσιμο είναι στο γενικό, στο συλλογικό. Τόποι, ιστορία, πρόσωπα, καταστάσεις της πόλης αποτελούν έναυσμα, αφορμή για μετάβαση στο ‘οικουμενικό’ (global)”.

 

Ο Δημήτρης Γαβαλάς γεννήθηκε και έζησε τα παιδικά του χρόνια στην Κόρινθο. Εδώ σχημάτισε τις πρώτες αναμνήσεις του από ένα σπίτι πατρικό. Και παρ’ όλο που θα περιμέναμε να μάθουμε πολλά γι’ αυτό το πατρικό σπίτι στην συγκεκριμένη ποιητική συλλογή, ο Γαβαλάς το ζωντανεύει μπροστά μας σε μια άλλη συλλογή, στο Λάμδα του Μέλλοντος.

 

Το σπίτι που γεννήθηκα

κοντά στη θάλασσα,

κήπος στο πίσω μέρος

ακακίες και αμυγδαλιές

πηγάδι πέτρινο στο κέντρο.

 

Και αλλού:

 

Κήπος με λουλούδια γύρω γύρω

πηγή στο κέντρο

αναβρύζει εικόνες κόσμου παιδικού

καρτεράει τον γυρισμό μας.

 

(Θυμηθείτε τα παλιά σπίτια που ακόμα και σήμερα κρύβουν με τον όγκο τους προστατευτικά όμορφες αυλές με κήπους που μαγεύουν).

 

Το σπίτι είναι γι’ αυτόν  πλάσμα ζωντανό θαρρείς που  

 

καρτεράει τον γυρισμό του.

 

Τα άνθη της ακακίας και το νερό του πηγαδιού ομορφαίνουν με έναν τρόπο απέριττο, δωρικό θα έλεγα, τη μνήμη του και καθώς μεγαλώνει, αναζητά έναν τρόπο να ξαναγυρίσει στην αθωότητα των παιδικών του χρόνων:

 

Πατρίδα των παιδικών μας χρόνων

Δίχως μεσότοιχους ανάμεσά μας

Πώς θα ξαναγυρίσουμε;

 

Κουρασμένος ο ποιητής θέλει κάποτε να γυρίσει σπίτι, να περάσει από τον δρόμο με τις μουριές, να βρει τους γονείς του και, ενώ

 

όλοι οι δρόμοι είναι ανοιχτοί

 

μας ξαφνιάζει η παραδοχή πως

 

αυτό το σπίτι δεν υπάρχει πια.

 

Εκκινώντας από τις ανεξίτηλες εικόνες του πατρικού σπιτιού όπου  

 

ο γέρο-πατέρας σιωπηλός

μάτια γαλήνης και φωτός της μητέρας

με περιμένουν

 

ο ποιητής θα δεθεί με δυνατούς δεσμούς φιλίας με πρόσωπα στα οποία αφιερώνει πολλά από τα ποιήματά του: του Γιώργου Καραβασίλη, του Γιώργου, του Κώστα, του Γρηγόρη κτλ. Τα ονόματα των φίλων, χωρίς τις πιο πολλές φορές τα περιοριστικά επώνυμα, κρατούν μια γοητευτική για μας τους αναγνώστες αινιγματικότητα. Παράλληλα, μας αφήνουν ελεύθερους να φανταστούμε αυτούς τους νέους, να τους ζωντανέψουμε εμπρός μας. Ο Δημήτρης ζει μαζί τους, τους παρατηρεί, τους αποδέχεται αλλά κρατάει το δικαίωμα της μοναδικότητάς του, δεν ταυτίζεται μαζί τους. Στο ποίημα ‘Δεν είναι αυτός κόσμος Ι’ αφιερωμένο στον φίλο του ποιητή Γιώργο Καραβασίλη, ο Γαβαλάς απερίφραστα δηλώνει την διαφορετικότητά του:

 

Δεν είναι αυτός

Κόσμος για ποιητές.

 

Εσύ φίλε μου

εραστής και πότης

ξενυχτάς με στίχους

κι εφιάλτες.

 

Ενώ στο ‘Δεν είναι αυτός κόσμος ΙΙ’, αφιερωμένο σε δυο άλλους φίλους του, τον Γιώργο και τον Βαγγέλη:

 

Εσύ φίλε μου

αναρχικός και ελεύθερος

ταξιδεύεις στο πέλαγο

στα κορμιά των κοριτσιών.

 

Εσύ φίλε μου

ανάμεσα νότες και σύμβολα

ψάχνεις τη λύση στο Ζεν

στα μάτια της αγαπημένης.

 

Ο Δημήτρης δηλώνει με θάρρος και ειλικρίνεια ποιος είναι:

 

Περιηγητής του σύμπαντος

Περαστικός από τον κόσμο αυτό

Μαγεύομαι από εξαίσιες μουσικές

καλές κόρες των ανθρώπων

ξεμένω σε γωνία λήθης.

 

Ταυτόχρονα ο ποιητής βιώνει ένα παράδοξο:

 

Περπατάω και επαναλαμβάνω

«δεν υπάρχει κανείς»

«δεν υπάρχει τίποτα»

ούτε κι εγώ υπάρχω

 

προβληματίζεται βαθιά για την ίδια την σημασία της ύπαρξης:

 

Ασπρόμαυρη φωτογραφία

«Ανάληψη Εξαμιλίων Πρωτομαγιά ΄57».

Εγώ με τον πατέρα.

ποιος εγώ;

Ο πατέρας πέθανε

κύτταρα μορφή σκέψεις αισθήματα αλλάζουν.

Τι απομένει σταθερό για να λέω εγώ;

 

Ό,τι προσφέρεται ως δεδομένο στην όραση, αμφισβητείται και αναζητείται η πραγματική ύπαρξη, η λάμψη.

 

Βαρέθηκα τη σκιά των ανθρώπων

θέλω ν’ αλλάξω μορφή και όνομα

ν’ αλλάξω Κόσμο

να δω τη λάμψη.

 

Αυτή η λάμψη που ποθεί να δει ο ποιητής είναι ακριβοθώρητη, φευγαλέα, έρχεται άξαφνα και μετασχηματίζει ό,τι αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις. Ο ποιητής γίνεται αγωγός ανάμεσα σε όσα φαίνονται και σε όσα είναι. Ο ποιητής είναι ένα κενό ανάμεσα στην συνείδηση του Παρόντος, γίνεται ευαγγελιστής του φωτός στον κόσμο.

 

Παράλληλα, έχει συνείδηση των ασφυκτικών ορίων της επαρχιακής πόλης του:

 

Εδώ η σημερινή κουβέντα συνεχίζει τη χθεσινή

όλοι γνωρίζονται από τότε που γεννήθηκαν

μιλάνε με τα ονόματά τους.

 

Για τον ίδιο αυτή η στασιμότητα και τα όρια είναι εμπόδιο, γι’ αυτό

 

Νοσταλγία τρώει τους αρμούς του

καθώς τραβάει κατά το βοριά

 

ενώ οι φίλοι

 

μένουν στο νότο,

κάτω από αστερόεσσα τέντα

 

οι δρόμοι τους χωρίζουν αφού

 

δεν περίσσεψε πια να μοιραστούν

παρά λογισμούς και θύμησες του ‘Ερωδιού’.

 

Ο ποιητής αφιερώνει ένα εξαιρετικό ποίημα στον ‘Εύυμνο Λιμένα του Λεχαίου’ και εκεί, ωτακουστής των αιώνων μπορεί να ‘δει’ το δυνατό κάστρο της αρχαίας, κραταιάς πόλης, τους ναούς και τους ήρωες, τον μυθικό Πήγασο, τους σοφούς, τα πλοία και τον πλούτο. Τον συγκλονίζει πως ο πανδαμάτωρ χρόνος έφερε νύχτα, μετέτρεψε τα πάντα σε σκόνη, σκουριά, πώς

 

Κάποτε

ζωντανά στους αιώνες.

 

Σήμερα

όλα νεκρά στους αιώνες.

 

Η Κόρινθος του ποιητή είναι μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση, δεν είναι εύκολο να σας την συστήσω μέσα σε λίγες γραμμές, ούτε και αξίζει να την δείτε μέσα από τα δικά μου μάτια, αξίζει να την ανακαλύψετε μόνοι σας, απολαμβάνοντας τα ποιήματα οι ίδιοι.

 

Θα κλείσω με το ‘Όνειρικό’: Ο ποιητής μας παίρνει από το σήμερα -προβολή στο μέλλον-, μας φέρνει ψηλά, μας απογειώνει και αυτό είναι θαυμάσιο!

 

Πετώντας πάνω από τον Κορινθιακό:

Ουρανοξύστες, τεράστια κτήρια, κίνηση, ελικόπτερα και

αεροπλάνα, πλοία πολλά πηγαινοέρχονται.

 

Στην πανύψηλη ταράτσα με κήπους κρεμαστούς γίνεται

πάρτι. Ορίζοντας ζωγραφισμένος πράσινο και γαλανό

αναδίδει αίσθημα ομορφιάς.

 

Πόλη ξαπλωμένη στη θάλασσα έτοιμη να σαλπάρει για το

αύριο.

 

Κόρινθος, Νέα Υόρκη του μέλλοντος.

 

 

 

* Η Σοφία Σκάζα είναι Φιλόλογος.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.