Επιτέλους φτάσαμε εγώ και ο άντρας μου στο παλιό αρχοντικό, του προπάππου μου.
Το υπέροχο αινιγματικό σπίτι πέρασε από τα χέρια τριών γενεών της οικογένειας μας όμως κανείς δεν κατάφερε να το αξιοποιήσει.
Όχι ότι δεν επιχείρησαν οι πρόγονοι μου να το κατοικήσουν μα έφευγαν κακήν κακώς την επομένη και όλοι τους ψέλλιζαν φοβισμένοι για έναν καταραμένο καθρέφτη μέσα του.
Εγώ και ο άντρας μου απίστευτα ορθολογιστές και εξαιρετικά ατρόμητοι αποφασίσαμε ότι αυτό το παράξενο κάστρο ήρθε η ώρα του να πορθηθεί.
Αφού στείλαμε ένα συνεργείο να καθαρίσει τρεις ολόκληρες μέρες το παραμελημένο σπίτι και να κουρέψει τον απεριποίητο κήπο φτάσαμε αργά το απόγευμα.
Ανοίγοντας την πόρτα ακούσαμε το στρίγκλισμα των σκουριασμένων μεντεσέδων που έμοιαζε σαν υπόκωφη προειδοποίηση ώστε όλα μέσα στο σπίτι να επανέλθουν ίσως σε μια κατάσταση σιωπηλή και αθώα.
Απέναντι ακριβώς από την εξώπορτα στον τοίχο του σαλονιού δέσποζε ένας μεγάλος επιχρυσωμένος καθρέφτης.
Έτρεξα και ασυναίσθητα τον χάιδεψα απαλά, εμείς οι δυο θα γίνουμε φίλοι του είπα ψιθυριστά, όμως τα χέρια μου θαρρείς και κάηκαν από την παγωμένη του επιφάνεια .
Ανάψαμε το τζάκι και καθίσαμε να τσιμπήσουμε κάτι πρόχειρο που είχαμε πάρει μαζί μας .
Οι φλόγες από το τζάκι ακριβώς απέναντι από τον καθρέφτη, σου έδιναν την εντύπωση πως όσο και αν θέριευαν τελικά το είδωλο τους στον καθρέφτη τις απορροφούσε και τις κατάπινε χωρίς καθόλου οίκτο.
Πέσαμε νωρίς για ύπνο ήμασταν κατάκοποι.
Ξύπνησα από κάποιο θόρυβο. Δίψασα και κατέβηκα στην κουζίνα να πιω λίγο νερό. Περνώντας από το σαλόνι είδα στον καθρέφτη το είδωλο του παππού μου να προσπαθεί να κόψει μ’ ένα κομμάτι γυαλί την κρεατοελιά στο μάγουλο του.
Γύρισα στο κρεβάτι μας κλαίγοντας και θυμήθηκα πως ο παππούς μου πέθανε όταν αφαίρεσε εκείνη την κρεατοελιά που συνέχεια μεγάλωνε.
Ξύπνησα τον άντρα μου και του διηγήθηκα το περιστατικό.
Γελούσε και δεν με πίστεψε. Μου’ πε πως τα φαντάστηκα πως τα είδα στον ύπνο μου.
Παρόλα αυτά όμως σηκώθηκε και πήγε στο σαλόνι για να δει.
Τότε τον άκουσα από την κρεβατοκάμαρα να φωνάζει δυνατά
Όχι! Όχι!
Στον καθρέφτη η μάνα του πλημμυρισμένη στα αίματα.
Τότε ο άντρας μου ξεκρέμασε με μανία τον μεγάλο καθρέφτη και τον έσυρε έξω από το σπίτι.
Κατέβηκα κάτω προσπάθησα να τον εμποδίσω.
Του είπα να τον αφήσουμε και να φύγουμε ότι ήταν πολύ επικίνδυνος αυτός ο καθρέφτης, μα δεν με άκουσε.
Ήταν δώδεκα και μισή η ώρα ακριβώς.
Μετέφερε τον καθρέφτη στην αυλή και τον κομμάτιασε μ ‘ ένα μεγάλο σφυρί.
Γυρίσαμε στο σπίτι και ξαναξαπλώσαμε. Ο άντρας μου μου είπε να κοιμηθώ ήσυχη ο καταραμένος καθρέφτης είχε πεθάνει για πάντα.
Νωρίς το πρωί ξυπνήσαμε από ένα τηλεφώνημα, που έλεγε ότι η πεθερά μου είχε ένα ατύχημα με το αυτοκίνητο χθες το βράδυ στις δώδεκα μισή ακριβώς. Όλο το παρμπρίζ του αυτοκινήτου έπεσε πάνω της και την κομμάτιασε.
Και δεν έφτανε αυτό, ο άντρας μου στο μέτωπο του το πρωί είχε ένα τεράστιο βαθύ σημάδι δίχως πόνο και δίχως αίματα.
Φύγαμε κακήν κακώς.
Ο καθρέφτης έξω στον κήπο άθικτος.