You are currently viewing Σοφία Βασιλειάδου: ένα αφήγημα

Σοφία Βασιλειάδου: ένα αφήγημα

Θεατής ανθρώπων

 

Το μπαλκόνι του, στενό σα φλούδα απ’ τα ροδάκινα που κάθε απόγευμα καθάριζε καθισμένος σε μια παλιά φερ φορζέ πολυθρόνα- μισή μέσα μισή έξω αναποφάσιστη- έβλεπε σε θερινό σινεμά. Εκείνος στον τρίτο όροφο και μπροστά του μια μεγάλη αυλή που ζωντάνευε κάθε καλοκαίρι. Το χειμώνα το βλέμμα του περιπλανιόταν στον χώρο προσπαθώντας να ζωντανέψει τα καθίσματα, τα τραπεζάκια, τους ανθρώπους. Πού και πού παρατηρούσε κάποιο εισιτήριο που δεν είχε μαζευτεί στα χαλίκια λες και είχε δραπετεύσει για να του κρατήσει συντροφιά  μέχρι τη ριπή του ανέμου που το εξαφάνιζε.

Μα τι σου αρέσει; Αν τουλάχιστον έβλεπες το πανί; Εσένα το μπαλκόνι σου βλέπει μόνο τους θεατές. H σκηνή κολλημένη στον τοίχο της πολυκατοικίας δεν άφηνε περιθώρια παρακολούθησης. Ευτυχώς για εκείνον. Αν έβλεπε πανί, σίγουρα θα είχε  κάθε τρεις και λίγο απρόσκλητους σινεφίλ στο μπαλκόνι.

Έπαιρνε θέση την ώρα που σουρούπωνε κι άρχιζε να παρατηρεί. Ρουφούσε αχόρταγα με το βλέμμα του κάθε κίνηση, κάθε αντίδραση. Ήταν ειδικός να αντιλαμβάνεται ποιο παιδάκι θα διέκοπτε με τσιρίδες την ταινία, ποιο ζευγαράκι θα έδινε το πρώτο του φιλί,. Τη μελαγχολία όσων είχαν κόψει μονό εισιτήριο θέλοντας να νιώσουν έστω κι έτσι μια ανθρώπινη παρουσία. Τα ηλικιωμένα ζευγάρια που γνώριζαν ότι σε λίγα χρόνια τα πόδια τους δε θα άντεχαν ούτε μέχρι το σινεμά να τους οδηγήσουν. Κι έπειτα όταν άρχιζε η ταινία να  αισθάνεται τη συγκίνηση, το φόβο, να ακούει το γέλιο και την έκπληξη, να αφουγκράζεται αν η ταινία ήταν βαρετή , γραφική, ρομαντική, προβλέψιμη, αργή. Κι όταν έπεφτε το σκοτάδι του αρκούσε να παρακολουθεί τις πρώτες σειρές των θεατών που φωτίζονταν από την προβολή.

Το να παρατηρεί τους θεατές ήταν μια συνήθεια που τον βρήκε από τότε που έχασε τον πατέρα του. Δηλαδή από τότε που εκείνος πήρε την απόφαση να χαθεί , όχι από τη δική του ζωή μόνο. Από τη ζωή γενικά. Ένα πρωί φεύγοντας για τη σχολή τον χαιρέτισε αφήνοντάς τον να πίνει τον πρώτο καφέ της ημέρας. Δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη όταν σήκωσε το κινητό και οι λυγμοί του μετέφεραν μια λέξη- έφυγε. Ήταν πολύ περίεργο, αλλά το πρώτο πράγμα που αναρωτήθηκε ήταν αν τελείωσε εκείνο τον καφέ ή όχι. Τον άφησε να κάθεται στην αγαπημένη του πολυθρόνα κι όμως εκείνος στεκόταν στο φρύδι ενός γκρεμού με το κενό να τον προκαλεί.

Από τότε, είκοσι σχεδόν χρόνια, αναζητούσε απαντήσεις χρεώνοντας τον εαυτό του γιατί δεν είχε προσέξει τα σημάδια. Τη γωνία του βλέμματος, τη διάρκεια των σιωπών, μια ανεπαίσθητη κίνηση του στόματος, τα χέρια που μούδιαζαν, τα βήματα που είχαν μειώσει τον δρασκελισμό τους. Δεν είχε δώσει προσοχή, γιατί η κανονικότητα είναι η μεγαλύτερη απάτη. Κυλά ήσυχα, ακινητεί, βαλτώνει, λιμνάζει, εγκλωβίζει επαναλαμβανόμενη. Χρέωσε τον εαυτό του μ’ αυτό το χρέος το ανεξόφλητο.

Από τότε έγινε θεατής ανθρώπων με αγωνία προσπαθώντας κάτι να προλάβει. Τους έβλεπε σαν εκείνα τα έπιπλα στα σπίτια τα κλειστά που καλυμμένα με σεντόνια σα φαντάσματα μόνο από το περίγραμμα πρόδιδαν την ύπαρξή τους. Μάλλον κι ο πατέρας του ζούσε σαν περίγραμμα σκεπασμένο με σεντόνι. Σα δέντρο που ριζώνει χωρίς να δένει καρπούς, βουβό κι αδύναμο να υπερασπιστεί την ύπαρξή του. Πόσες άραγε πυρκαγιές να τον είχαν κατακάψει χωρίς ούτε μια κραυγή;

Είκοσι χρόνια δε σταμάτησε λεπτό να του λείπει. Τον βλέπει όμως στα μικρά άνθη  μιας λεμονιάς στην αυλή του θερινού κινηματογράφου. Κάθε που καταφέρνει να δέσει καρπούς μοσχοβολώντας την ψυχή του, του λείπει λιγότερο.

This Post Has One Comment

  1. Μαρία Βέρρου

    Εξαιρετικό το αφήγημα! Συγχαρητήρια.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.