Το μικρό παράθυρο της κουζίνας έβλεπε στον φωταγωγό. Πάντα έτσι ήταν στις παλιές πολυκατοικίες. Οι γυναίκες έπλεναν πιάτα χαζεύοντας την αμηχανία του φωτός. Οξύμωρο και το όνομα: φωταγωγός. Το φως δεν έφτανε ποτέ καθαρό, ποτέ ζωντανό. Το σκεφτόταν και γελούσε πικρά. Όπως και με εκείνο το «αγάπη μου» του Μιχάλη.
Όχι τα λόγια του – το βλέμμα του. Στην αρχή της το έλεγε με τα μάτια. Εκείνα τα καθαρά μάτια που έλαμπαν σαν φρέσκο ασπράδι αυγού. Μετά ήρθαν τα χείλη, αλλά κάτι έλειπε. Τα λόγια θύμιζαν το χρυσόψαρο στη γυάλα του καθιστικού, που ανοιγόκλεινε το στόμα χωρίς φωνή. Ο Μιχάλης της, ένα χρυσόψαρο. Για γέλια και για κλάματα. Το «αγάπη μου» παλιό, ξεθωριασμένο, σαν τις φανέλες του που κάθε Κυριακή σιδέρωνε, λέγοντας πως θα τις πετάξει. Ποτέ δεν το έκανε. Θα ήταν σαν να πετούσε τον ίδιο.
Αλλά εκείνος αποφάσισε για τους δυο τους. Έφυγε. Της πήρε ώρες να το καταλάβει. Τίποτα δεν πήρε μαζί του – ούτε φανέλες, ούτε κάλτσες, ούτε ζώνες. Ήταν σαν να ξεγλίστρησε. Όπως είπε ο γιος τους, «την έκανε». Ξέφυγε.
Ίσως ήθελε να ξεφύγει χρόνια πριν, όταν η δουλειά στην Ισπανία έμεινε απλώς πρόταση. Τότε που εκείνη ήταν έγκυος κι εκείνος φοβήθηκε να την αφήσει μόνη. Έμεινε εδώ, μαζί της, να γίνει σύζυγος, πατέρας, κουβαλητής. Όμως πάντα άφηνε έναν αναστεναγμό όταν έβλεπαν ισπανικές ταινίες ή ταξιδιωτικές εκπομπές για την Ανδαλουσία. Ήταν το ανεκπλήρωτο. Ένας Μάρκο Πόλο που δεν τόλμησε ποτέ να φύγει.
Μετά τη φυγή του, τα πιάτα λιγόστεψαν. Δεν υπήρχε και κανένας να τα λερώνει. Το ίδιο και οι ματιές της στον φωταγωγό. Δεν τον κατηγόρησε. Σκέφτηκε πως ίσως του χρωστούσε κι ένα «ευχαριστώ». Δεν έπλενε πια τόσα πιάτα. Κι όμως, συνέχιζε να κοιτάζει τον φωταγωγό. «Αφού τον λένε έτσι, κάτι φωτεινό θα υπάρχει», σκέφτηκε. Τίποτα. Μάλλον ήταν μια έξοδος κινδύνου. Από εκεί έφυγε ο Μιχάλης, το είχε σχεδόν βεβαιώσει μέσα της.
Αναρωτήθηκε πόσοι ακόμα από τα γύρω διαμερίσματα είχαν χαθεί μέσα σε αυτό το άνοιγμα. Ένας φωταγωγός που ρουφούσε αναστεναγμούς, βουβά ουρλιαχτά, δάκρυα, και σπάνια χαρά. Ένας σιωπηλός εξομολόγος. Πλησίασε. Φώναξε κι εκείνη. Περίμενε, άδικα, να δραπετεύσει.
Κι έτσι κατάλαβε. Δεν φεύγουν όλοι. Μένουν όσοι αγαπούν πραγματικά. Γι’ αυτό δεν τον έψαξε. Εκείνη τον είχε απελευθερώσει. Πήγε να ταΐσει το χρυσόψαρο.
Ήταν ακόμα στη γυάλα του.