You are currently viewing Σοφία Βασιλειάδου: Όλοι είμαστε επιβάτες

Σοφία Βασιλειάδου: Όλοι είμαστε επιβάτες

Όλοι είμαστε επιβάτες

 

Ο πατέρας μου οδηγούσε ταξί. Κάθε πρωί έπαιρνε τα κλειδιά, έβαζε μπροστά τη μηχανή και χανόταν στους δρόμους της πόλης. Το ταξί ήταν η δεύτερη ζωή του, έλεγε – μια ζωή φτιαγμένη από ξένες φωνές, διαδρομές που κρατούσαν λίγα λεπτά, προορισμούς που δεν ήταν δικοί του αλλά τους κουβαλούσε στην καρδιά του.

 

«Πώς να πάρω χρήματα από τη γιαγιά που τα χέρια της έτρεμαν καθώς άνοιγε το πορτοφόλι και είχε μόνο ένα εικοσάρικο;» έλεγε χαμηλόφωνα, σχεδόν σαν να απολογούνταν.

 

«Μια κοπέλα, όμορφη σαν άνοιξη, μπήκε στο ταξί μου από την πλατεία Αμερικής. Δεν μίλησε. Μόνο όταν σταμάτησα, είδα τα μάτια της να γυαλίζουν. Μάλλον χωρισμός.»

 

Τέτοιος ήταν ο πατέρας μου. Ανθρώπινος. Άγγιζε τις ζωές των άλλων χωρίς να τους αγγίζει. Τα χέρια του είχαν γίνει τραχιά από το τιμόνι, μα η ψυχή του ήταν αέρας πελαγίσιος.

 

Κάθε βράδυ, όταν γύριζε σπίτι, καθόταν στην κουζίνα, άνοιγε ένα παλιό σημειωματάριο και έγραφε κάτι. Δεν ήξερα τι. Ποτέ δεν ρώτησα. Μερικές φορές, όταν τον κοιτούσα, έμοιαζε σαν να είχε δει κάτι μεγάλο, κάτι που δεν μπορούσε να εξηγήσει.

 

Μια μέρα, λίγο πριν φύγει, με κοίταξε και είπε:

 

«Όλοι είμαστε επιβάτες.»

 

Δεν έδωσα σημασία. Μου φάνηκε απλώς σαν κάτι που λέγεται για να γεμίσει τη σιωπή.

 

Ώσπου ήρθε εκείνη η νύχτα.

 

Το τηλέφωνο χτύπησε αργά. Είπαν πως βρήκαν το ταξί του στην άκρη του δρόμου. Η μηχανή ακόμα ζεστή. Η θέση του οδηγού άδεια.

 

Τον έψαξαν. Παντού. Οι δρόμοι που κάποτε ήξερε απέξω έγιναν ξαφνικά ένας λαβύρινθος χωρίς έξοδο. Κανείς δεν τον είδε να φεύγει. Κανείς δεν ήξερε πού πήγε.

Μόνο το σημειωματάριό του έμεινε πίσω. Πεταμένο στο κάθισμα.

 

Το άνοιξα με τρεμάμενα χέρια. Περίμενα να δω διευθύνσεις, αριθμούς, κάτι πρακτικό. Αλλά οι σελίδες του ήταν γεμάτες με την ίδια φράση, γραμμένη ξανά και ξανά:

 

«Όλοι κάποτε γινόμαστε επιβάτες.»

 

Μόνο αυτό.

 

Και τότε κατάλαβα. Ο πατέρας μου δεν ήταν ποτέ οδηγός. Πάντα ήταν επιβάτης. Όπως όλοι μας.

 

Από εκείνη τη μέρα, κάθε φορά που μπαίνω σε ταξί, νιώθω πως τον βλέπω στη θέση του οδηγού. Τα ίδια ροζιασμένα χέρια, το ίδιο βλέμμα που κοιτάζει τον δρόμο μα στην πραγματικότητα βλέπει πιο πέρα. Και κάθε φορά, λίγο πριν φτάσω στον προορισμό μου, θέλω να του μιλήσω. Να τον ρωτήσω αν έφτασε εκεί που ήθελε.

 

Αλλά ξέρω την απάντηση.

 

Κανείς δεν οδηγεί για πάντα.

 

Κάποια στιγμή, όλοι κατεβαίνουμε. Όλοι αφήνουμε πίσω μας μια μηχανή ακόμα ζεστή, μια διαδρομή που έμεινε μισή, ένα σημειωματάριο με τις τελευταίες μας σκέψεις.

 

Όλοι κάποτε γινόμαστε επιβάτες.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.