Ζει ένας γέροντας ζητιάνος στη γωνία της οδού Αναπαύσεως και Μεσογείων
στο φανάρι .
Τύχη να σε πιάσει κόκκινο.
Έρχεται με ένα κουτί στα χέρια ζητώντας λίγα κέρματα .
Σα θυμιατό ιερουργεί και διακονεί.
«Πόση χαρά μου δίνεις, σε περίμενα», είπε.
Κι ο πόνος ο δικός μου σάστισε μην ξέροντας να μείνει ή να φύγει .
Αποδέκτης δωρεάς ανέλπιστης,
με ένα κέρμα μόνο να περνά η ψυχή μου το πορθμείο απέναντι
να λυτρώνεται χωρίς λυγμούς .