΄Ενας ύμνος για τις κατακτήσεις τού ανθρώπου, αλλά και η επισήμανση
της αρνητικής όψης τής φύσης του με την ολέθρια περιφρόνησή του
προς το θείο και ανθρώπινο δίκαιο.
Σχ. 1
(Στ. 332-375)
ΧΟ. Πολλά τα φοβερά, μα τίποτε πιο φοβερό,
πιο θαυμαστό από τον άνθρωπο δεν είναι.
Ετούτος και το πέλαγο τ’ ασπρουδερό με τις φουρτούνες τού νοτιά
πέρα για πέρα σκίζει, περνώντας μέσ’ από τα κύματα
που φουσκωμένα από παντού τον ζώνουν,
και την υπέρτατη απ’ όλους τους θεούς,
την άφθαρτη τη Γη, την ακατάβλητη, καταπονεί,
με τα αλέτρια να πηγαίνουνε και να ’ρχονται επάνω της
από τη μια χρονιά στην άλλη, καθώς με τ’ άλογα οργώνει.
Και των κουτών πουλιών τα γένη
μες σε παγίδες κλείνοντας τα πιάνει,
πιάνει και των θεριών των άγριων τα φύλα
και τα θαλασσινά τού πόντου πλάσματα
με δίχτυα από στριφτά σχοινιά πλεγμένα,
ο εφευρετικός ο άνθρωπος.
Δαμάζει με τεχνάσματα τ’ αγρίμι της υπαίθρου
που τριγυρνάει στα βουνά,
και στ’ άλογο με τον αυχένα τον πολύτριχο
και στον ακάματο βουνίσιο ταύρο περνάει τον ζυγό
που γύρω απ’ τα λαιμά τους κάθεται.
Να έχει γλώσσα έμαθε και σαν τον άνεμο γρήγορο στοχασμό
και έφεση να ζει σ’ οργανωμένες πόλεις∙
κι ακόμη έμαθε πώς να γλιτώνει από τις παγωνιές
κι απ’ τις βροχές τις άγριες που του τρυπάνε το κορμί
και που στα ανοιχτά, στο ύπαιθρο, δεν τον αφήνουν να κονεύει,
ο πολυμήχανος αυτός.
Σε τίποτε μελλούμενο δεν προχωράει ανέτοιμος.
Μονάχα από το θάνατο δεν θα πετύχει να ξεφύγει∙
ωστόσο τρόπους έχει βρει αρρώστιες δύσκολες να ξεπερνάει.
Αλλά κι αν έχει ανέλπιστα το χάρισμα
τέχνες να μηχανεύεται με ευφυΐα,
τη μια τραβάει προς το κακό, την άλλη στο καλό.
Όταν του τόπου του υπηρετεί τους νόμους
και του θεού το δίκαιο που ο όρκος το σφραγίζει,
πολίτης είναι που ψηλά μέσα στην πόλη στέκει∙
όμως κακός πολίτης είν’ εκείνος που με το άπρεπο
πορεύεται ένεκα της αλόγιστης τής τόλμης του.
Είθε να μη βρεθεί ποτέ κάτω απ’ την ίδια στέγη με εμένα
μήτε την ίδια να ’χουμε βουλή εγώ κι αυτός
που τέτοιες πράξεις κάνει.
1)Η Αντιγόνη έχει ενημερώσει την ευγενική μα δειλή αδελφή της Ισμήνη για την απόφασή της να αψηφήσει την προσταγή τού βασιλιά Κρέοντα και να θάψει τον αδελφό τους, τον Πολυνείκη. Και ενώ ο Κρέων ανακοινώνει στους γέροντες Θηβαίους που συγκροτούν τον Χορό την έκδοση του απαγορευτικού του διαγγέλματος, έρχεται φοβισμένος ένας από τους φύλακες του νεκρού και του φέρνει την είδηση ότι κάποιος έθαψε συμβολικά τον Πολυνείκη, σκεπάζοντάς τον με λίγο χώμα. Ο Κρέων οργίζεται και απειλεί να τους τιμωρήσει όλους, αν δεν βρουν τον δράστη.
Στο σημείο αυτό ακούγεται το τραγικά και εφιαλτικά επίκαιρο τραγούδι τού Χορού (πρώτο στάσιμο) που παραθέτουμε και για το οποίο δικαίως έχει λεχθεί πως «αντηχεί πάνω από τις χιλιετίες, όπως δεν αντηχεί κανένα άλλο στις ημέρες μας».