You are currently viewing ΣΟΦΟΚΛΗ Φιλοκτήτης (στ. 254-316). Μετάφραση Γεωργία Παπαδάκη

ΣΟΦΟΚΛΗ Φιλοκτήτης (στ. 254-316). Μετάφραση Γεωργία Παπαδάκη

 

Σχ. 1

 

ΦΙ. Ω εγώ με τα πολλά τα βάσανα, ω εγώ ο μισημένος από τους θεούς,

που μήτε στην πατρίδα μου, καταπώς φαίνεται,

μήτε και σε κανέναν άλλον τόπο τής Ελλάδας

έφτασε φήμη για την κατάστασή μου αυτή!

Μα εκείνοι που με πέταξαν ανόσια εδώ πέρα

γελάνε δίχως να μιλούν, ενώ η αρρώστια μου

φουντώνει συνεχώς και όλο και θεριεύει.

Ω, ω παιδί μου, ω βλαστάρι τού γονιού σου Αχιλλέα,

εγώ που εδώ μπροστά σου βρίσκομαι

είμαι εκείνος που μπορεί να άκουσες

ότι του Ηρακλή τα όπλα έχει,

ο γιος τού Ποίαντα, ο Φιλοκτήτης,

αυτός που οι δύο στρατηγοί2 κι ο βασιλιάς των Κεφαλλήνων3

τον ρίξαν άτιμα έρμο και μοναχό σε τούτο δω τον τόπο

κακιά να τον ρημάζει αρρώστια, γιατί πληγώθηκε

από φονική δαγκωματιά οχιάς ολέθριας για τους ανθρώπους∙

με τέτοια αρρώστια, αγόρι μου, μ’ εγκαταλείψανε

μονάχο κι έρημο εδώ πέρα και φύγανε εκείνοι,

όταν από τη θαλασσόβρεχτη τη Χρύση

αράξανε με τα καράβια εδώ και τα πληρώματά τους.

Τότε χαρούμενοι σαν μ’ είδανε στο ακρογιάλι να κοιμάμαι

απ’ την πολλή φουρτούνα μέσα σε θολωτή σπηλιά,

με παρατήσαν κι έφυγαν, αφήνοντας σιμά μου,

σαν να ’μουνα κανένα ανθρωπάκι δύστυχο,

λίγα παλιόρουχα και λιγοστή τροφή,

μικρή βοήθεια στην επιβίωσή μου, που είθε τέτοια να τους βρουν.

Εσύ, λοιπόν, παιδί μου, τι ξύπνημα θαρρείς πως τότε έκανα,

όταν σηκώθηκα απ’ τον ύπνο μου κι αυτοί ήταν φευγάτοι;

Τι δάκρυα έχυσα πικρά, ποιες συμφορές μου θρήνησα;!

Να βλέπω από τη μια τα πλοία που ’χα και έπλευσα μ’ αυτά

όλα να έχουν φύγει, κι από την άλλη πλάι μου

άντρας κανείς να μην υπάρχει,

όχι αυτός που θα μου ήταν αρκετός [σ’ όλες μου τις ανάγκες],

μα ούτ’ αυτός που στην αρρώστια μου θα μου ’δινε βοήθεια.

Και βάζοντάς τα όλα κάτω, έβρισκα εγώ, παιδί μου,

πως τίποτ’ άλλο πια δε με παράστεκε εκτός από τη λύπη,

κι αυτή με αφθονία περισσή.

΄Ετσι λοιπόν, μέρα τη μέρα περνούσε ο καιρός για μένανε

κι αναγκαζόμουνα μόνος τον εαυτό μου να υπηρετώ

κάτω απ’ τη στέγη ετούτη τη μικρή.

Και όσα ήτανε για την κοιλιά μου αναγκαία

το τόξο αυτό τα εξοικονομούσε,

τα φτερωτά χτυπώντας αγριοπερίστερα.

Και για να φτάσω να το βρω αυτό που θα μου χτύπαγε το βέλος,

το βέλος που το ρίχνει η τεντωμένη η χορδή,

μονάχος μου ο δύσμοιρος σερνόμουν σαν το φίδι

σβαρνίζοντας το πόδι μου το ελεεινό,

για να μπορέσω να το φτάσω, για να μπορέσω να το βρω αυτό.

Κι αν χρειαζόμουνα νερό να πάρω,

και, σαν απλωνόταν παγωνιά όπως συμβαίνει τον χειμώνα,

να σπάσω κάνα ξύλο, αυτά κατάφερνα ο δύστυχος

σερνάμενος να τα εξασφαλίσω για τον εαυτό μου.

Και έπειτα φωτιά δεν θα ’χα,

μα τρίβοντας πέτρα πάνω στην πέτρα

έκανα να φανεί με δυσκολία το κρυμμένο φως,

η σπίθα που με σώζει πάντοτε.

Γιατί η στέγη ετούτη όπου μένω μαζί με τη φωτιά

όλα μού τα προσφέρει, εκτός από το να μην είμαι άρρωστος.

΄Ελα λοιπόν τώρα, παιδί μου, να μάθεις και για το νησί.

Κανένας ναυτικός δεν πλησιάζει με τη θέλησή του εδώ,

γιατί ούτε κανένα αραξοβόλι υπάρχει

ούτε και μέρος όπου πλέοντας σ’ αυτό

θα κάνει εμπόριο ώστε να βγάλει κέρδος,

μηδέ φιλοξενία θε να βρει.

Δεν πλέουνε εδώ οι μυαλωμένοι άνθρωποι.

΄Ισως και να ’ρθε τελικά κάποιος αθέλητά του∙

γιατί τέτοια πολλά μπορούν να γίνουνε

στη μακροχρόνια τη ζήση των ανθρώπων.

Αυτοί, παιδί μου, όταν έρχονται, με λόγια με σπλαχνίζονται

και κάπου κάτι αφήνουνε, κάποια ποσότητα τροφής

από τον οίκτο τους ή κάνα ρούχο.

Όμως κανένας τους δεν θέλει αυτό να μου το κάνει

⸺ όταν φέρνω τον λόγο εκεί ⸺ να με γλιτώσει δηλαδή

και στην πατρίδα πίσω να με φέρει∙

μα χάνομαι ο δύσμοιρος εδώ και δέκα χρόνια

μέσα στην πείνα και τα πάθη,

την αδηφάγα τρέφοντας αρρώστια μου.

Τέτοια, αγόρι μου, οι Ατρείδες και ο τρανός ο Οδυσσέας μου ’καναν,

που είθε οι Ολύμπιοι θεοί να δώσουν κάποτε

αυτοί να πάθουνε τα ίδια, αντάξια πληρωμή για μένανε.

 

 

(Στη χαρακτηριστική εικόνα: ” Ο Φιλοκτήτης στο νησί τής Λήμνου”, Guillaume Guillon Lethière. 1798)

 

1)Για τον Φιλοκτήτη και την υπόθεση της φερώνυμης τραγωδίας τού Σοφοκλή βλ. το άρθρο μας με επίσης μεταφρασμένο απόσπασμα (στ. 676-717) από το σοφόκλειο δράμα (2/5/2022).

Στους μεγάλης δύναμης, λαμπρούς στίχους τού επιφανούς Τραγικού τους οποίους παραθέτουμε, ο Φιλοκτήτης διεκτραγωδεί την άθλια, τη συφοριασμένη του ζωή στον νεαρό Νεοπτόλεμο, ο οποίος ακολουθώντας τις εντολές τού πολυμήχανου Οδυσσέα αναγκάζεται να υποκριθεί ότι δεν γνωρίζει ποιον έχει απέναντί του.

2)Εννοεί τον Αγαμέμνονα και τον Μενέλαο.

3)Στον ΄Ομηρο Κεφαλλήνες ονομάζονταν οι υπήκοοι του Οδυσσέα, οι οποίοι κατοικούσαν την Ιθάκη, το Νήριτο, τα Κροκύλεια, την Αιγίλιπα, τη Ζάκυνθο, τη Σάμη και μέρος τής απέναντι ηπειρωτικής ακτής.

 

 

Γεωργία Παπαδάκη

H Γεωργία Παπαδάκη γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου υπηρέτησε για δέκα χρόνια ως Βοηθός στον Τομέα Αρχαιολογίας και, παράλληλα, έλαβε μέρος σε διάφορες ανασκαφές. Τα τελευταία χρόνια μελετάει αρχαίους συγγραφείς και μεταφράζει αγαπημένα της κείμενα της ελληνικής γραμματείας. Από το Α΄Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας έχει παρουσιάσει παλαιότερα μια σειρά σχετικών εκπομπών με τον τίτλο « Είτε βραδιάζει είτε φέγγει, μένει λευκό το γιασεμί». ΄Εχουν εκδοθεί εξι βιβλία της: "Aνθολογία αρχαίας ελληνικής ερωτικής ποίησης", "Ο δικός μας Αριστοφάνης",  "Μούσας άγγιγμα", " Αισχύλος. Ο ποιητής του μεγαλοπρεπούς και του τιτανικού", "Σοφοκλής. Η «μέλισσα» του αρχαίου ποιητικού λόγου", "Η γυναίκα και ο γυναικείος λόγος στο έργο του Ευριπίδη".

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.