[Μια δάφνη]
την πιο μεγάλη δάφνη σ’ όλη τη Βόρεια Εύβοια, στο σπίτι μου απέξω, στην πόρτα του κήπου, έχω. τη φυτέψαμε μικρή, κι έγινε δέντρο που περνάς από κάτω του, που δεν την καταλαβαίνεις, που την ψάχνεις ξαφνικά, πού είναι, πού χάθηκε, σαν τη ζωή: πιο μεγάλη από σένα γίνεται, τελικά, πιο ψηλή, πιο σκιερή, πιο δέντρο, πιο άνθρωπος. και τα φύλλα της για το φαΐ της μάνας μου πολύ παραπάνω από την ευωδιά της, πολύ παραπάνω από μένα πια.
[Ανάποδα ο άνεμος]
έχω πολλά σκεφτεί, πάρα πολλά. τα περισσότερα χωρίς θυμό, ήρεμα. άλλα πάλι με θυμό, σαν άνεμος μες στο μυαλό μου ανάποδα, σαν θύελλα εξωγήινη, σκληρή. και το μυαλό μου το μικρό τότε γαλαξίας ολόκληρος, με πολλές, πάρα πολλές παραπάνω από μία Γη, Διάστημα όλο θόρυβο κι εκρήξεις εκκωφαντικές, Σύμπαν ο νους μου άγριο, άναρχο, ανόητο τελείως. κι όμως: ήρεμος εγώ είμαι τώρα, με τις ήττες όλες όλες νίκες.