You are currently viewing Σπύρος Κιοσσές: Ευτυχία – Αλεξάνδρα Λουκίδου, Ο θυρωρός των ημερών, Κέδρος, 2022

Σπύρος Κιοσσές: Ευτυχία – Αλεξάνδρα Λουκίδου, Ο θυρωρός των ημερών, Κέδρος, 2022

 

Ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ρωσικού φορμαλισμού, ο Viktor Shklovskii, στο δοκίμιό του με τίτλο «Η τέχνη ως τεχνική» (1917), αποτυπώνει μία βασική συνθήκη λειτουργίας της τέχνης σε σχέση με αυτό που αποκαλούμε «πραγματικότητα». Κατά τον θεωρητικό, η συνήθεια καθιστά τις ανθρώπινες πράξεις και εμπειρίες αυτόματες. Τον αυτοματισμό αυτόν, ο οποίος «καταβροχθίζει» τα αντικείμενα, τα πρόσωπα, την ανθρώπινη ζωή, έρχεται να αντισταθμίσει η τέχνη. Με τα λόγια του ίδιου: «και να λοιπόν που για να αποκαταστήσουμε την αίσθηση της ζωής, για να αισθανθούμε τα αντικείμενα, για να καταλάβουμε ότι η πέτρα είναι πέτρα, υπάρχει αυτό που αποκαλούμε τέχνη. Ο σκοπός της τέχνης είναι να δώσει μιαν αίσθηση του αντικειμένου ως οράματος και όχι ως αναγνώρισης· το τέχνασμα της τέχνης είναι το τέχνασμα της ανοικείωσης των αντικειμένων και το τέχνασμα που κάνει τη μορφή αβέβαιη, που αυξάνει τη δυσκολία και τη διάρκεια της αντίληψης. Η πράξη της πρόσληψης στην τέχνη αποτελεί αυτοσκοπό και πρέπει να παρατείνεται· η τέχνη είναι ένα μέσο να αισθανθούμε το γίγνεσθαι του αντικειμένου· αυτό που έχει ήδη συντελεστεί δεν έχει ενδιαφέρον για την τέχνη».[1]

Έχω την αίσθηση ότι οι παραπάνω παρατηρήσεις αποτελούν ένα εξαιρετικό έναυσμα για την προσέγγιση του ποιητικού έργου, εν γένει, της Ευτυχίας – Αλεξάνδρας Λουκίδου, και ειδικότερα της συλλογής Ο θυρωρός των ημερών.

Αν θα έπρεπε να εντοπίσω μία ιδιότητα που συνέχει το σύνολο των σαράντα ποιητικών κειμένων που απαρτίζουν τον «Θυρωρό των ημερών» θα ήταν το ότι προκαλούν ακριβώς την παράταση της πρόσληψής τους. Η ταχύτητα της ανάγνωσης, τόσο της λογοτεχνίας όσο και των ανθρώπων και του κόσμου, ευρύτερα, μάλλον αναστέλλει την αντίληψη παρά την ευκολύνει. Όπως παρατηρεί η ποιήτρια,

Κι όσο πιο γρήγορα το αντιληφθείς

τόσο χειρότερα για σένα (σελ. 84)

Κατά συνέπεια, οι προσεκτικά επιλεγμένες λέξεις των ποιημάτων της και ο τρόπος με τον οποίο συνδυάζονται σε μικρότερες ή μεγαλύτερες στιχουργικές ενότητες δεν στοχεύουν να στρώσουν για τον αναγνώστη ευρύχωρες και άσφαλτες οδούς κατανόησης, ή έστω στενωπούς χωματόδρομους περιπλάνησης στη φυσική ομορφιά της γλώσσας. Αντίθετα, η Λουκίδου στήνει εμπόδια· επιφυλάσσει επικίνδυνες στροφές· ενθέτει γλωσσικά πλέγματα, τα οποία δομούνται τόσο από λεξικούς αρμούς όσο και από χάσματα· από νοήματα και υπονοήματα· από φωνές, αλλά και αποσιωπήσεις, που κυοφορούν εξίσου σημαντικά νοήματα.

Στο ποίημα «Ωδή στη βαλίτσα», το εκφέρον λόγο υποκείμενο αναρωτιέται, προσφέροντάς μας κάτι σαν ταξιδιωτική πυξίδα ή χρήσιμη αναγνωστική αποσκευή:

 

Τι γυρεύει το Γλωσσικό πλέγμα του Τσελάν

κάτω απ’ την τυρκουάζ μου μπιζουτιέρα

τα πάνινα σανδάλια παραλίας

δίπλα σε οράσεως γυαλιά

–μια εγρήγορση παγιδευμένη στο αβέβαιο

είναι εκ φύσεως μυωπική και θολωμένη–

τι γυρεύει μια εικονίτσα χάρτινη

πάνω από τα Depon

κι εσάρπες αφοδράριστες

ν’ αφήνουν άρωμα Chanel στις αποβάθρες; (σελ. 24)

 

Παρόμοια, στο ποίημα που προσφέρει και τον τίτλο της συλλογής, διαγράφοντας, έστω ισχνά, έναν ερμηνευτικό ορίζοντα, ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια τελετουργική ατμόσφαιρα κοσμογονίας, ένα είδος αποκαλυπτικού σχολίου περί του χρόνου, στο οποίο, ωστόσο, ευδιάκριτη είναι η απόπειρα εκκοσμίκευσής του. Εξάλλου, στη θέση του βιβλικού και αΐδιου «Παλαιού των Ημερών» κάθεται ο ταπεινός «Θυρωρός των Ημερών», ένας χαμηλόμισθος μεσολαβητής που ελέγχει τον μεταβατικό χώρο της αστικής εισόδου (ή εξόδου) μας:

 

Μετρά ο ωρολογοποιός

με τη μεζούρα του ράφτη πια τον χρόνο.

Καιρό τώρα τα δευτερόλεπτα απιστούν

καταβροχθίζουν στα γρανάζια τους

πτηνά, πλεούμενα και δεσποινίδες εποχής

που αργοπορούν αφηρημένες

κι ας μειδιούν με νόημα στον θυρωρό των ημερών.

Δεν ξεγελιέται, γυρεύει φιλοδώρημα.

Βιάζεται η υδρόγειος

κι είναι κλειστό απόψε το μουσείο

–η σκόνη κι ο συναγερμός

φρουρούν τα αρχαία νομίσματα–, δεν προλαβαίνει.

Η μόνη οικονομία της λίγη χρυσή κλωστή

απ’ τη θητεία στον λαβύρινθο.

Είναι αρκετή να εξαγοράσει τη διάρκεια; (σελ. 9)

 

Ένα άλλο χαρακτηριστικό που διατρέχει τα ποιήματα της συλλογής είναι η διαλογικότητά τους. Στα κείμενά της υπεισέρχονται ποικίλες φωνές, οι οποίες αποδίδονται τυπογραφικά με πλαγιογράφηση, παύλες ή εισαγωγικά. Οι φωνές αυτές συνομιλούν μεταξύ τους, σχολιάζουν, αντιλέγουν, μονολογούν ή διαλέγονται. Σε αρκετές περιπτώσεις πρόκειται όχι για ενδοκειμενική, αλλά για διακειμενική συνομιλία. Συνομιλία άλλοτε εμφανώς καταγεγραμμένη, όπως με τον Παπαδίτσα, τον Τσελάν, τον Μποσκέ, τον Μπέκετ, τον Άσμπερι, τον Βιζυηνό, τον Κρυστάλλη, τον Πατρίκιο, τον Καρούζο και πολλούς άλλους, αλλά και με ψαλμούς, θεολογικά κείμενα, νανουρίσματα και δημοτικά τραγούδια· άλλοτε, πάλι, πιο υπαινικτική, δυσδιάκριτη και απαιτητική.

Πουθενά, βεβαίως, στη συλλογή δεν εντοπίζουμε ευδιάκριτους και εύληπτους αναγνωστικούς οδοδείκτες. Ο αναγνώστης πρέπει να εγκύψει με προσοχή σε σύμβολα και  μεταφορές. Πρέπει να ξαφνιαστεί από αδόκητα γλωσσικά και γνωστικά συνταιριάσματα. Να ζαλιστεί σχηματίζοντας νοητικές εικόνες συγκεχυμένες, κινούμενες, μαγικές. Να ψηλαφήσει τις λέξεις και τα κενά τους, όπως με τα κείμενα που είναι γραμμένα με τη μέθοδο Μπράιγ. Να χαθεί σε λαβυρίνθους με μόνο μίτο μια «κλωστή», που αν και «χρυσή» είναι «λίγη». Να προσπαθήσει να ερμηνεύσει μισόλογα και θρυμματισμένες παραστάσεις. Να περιδιαβεί σε χρονοτόπους χτισμένους με νέο- ή μετα-υπερρεαλιστικά υλικά, απαρνούμενος τη βολή ενός «λογικά» διατεταγμένου κόσμου.

Η νοητική αυτή προσπάθεια που καταβάλλει ο αναγνώστης έχει, προφανώς, πολλαπλά οφέλη, με βασικότερο ότι συνιστά μια άσκηση αντίστασης στον αυτοματισμό. Οξύνονται οι αισθήσεις του, ανανεώνεται η αντίληψη του κόσμου, ανακαλύπτεται εκ νέου η «πραγματικότητα». Η ποίηση της Λουκίδου λειτουργεί, με άλλα λόγια, ως ένας ενδιάμεσος χώρος ανοικείωσης· ένας χώρος αδυσώπητης όσο και δημιουργικής σύγκρουσης του «εν ενεργεία» και του «δυνάμει», στο πλαίσιο του οποίου πυροδοτούνται συνεχώς νέες απόπειρες αναζήτησης νοημάτων που διαφεύγουν ή που λανθάνουν στο πεδίο του κοινού, χρηστικού λόγου.

Τα θεματικά νήματα που διαπερνούν τα ποιήματα της συλλογής είναι ποικίλα: ο χρόνος, η μνήμη, ο έρωτας, ο θάνατος, η πανδημία, η προσφυγιά, το τραύμα, το παράλογο, εν γένει, της ανθρώπινης ύπαρξης. Αλλά και η γλώσσα, η τέχνη του λόγου, η γραφή κι η ανάγνωση, μέρος του παράλογου και ταυτόχρονα προσπάθειες υπέρβασής του.

Θα μου επιτρέψετε μια ιδιαίτερη επιλογική αναφορά στα ποιήματα ποιητικής με τα οποία ολοκληρώνεται η συλλογή. Πρόκειται για μικρά φιλοσοφικά δοκίμια αισθητικής, στα οποία τελείται μια αυτοαναφορική μεν, καθόλου όμως ομφαλοσκοπική αποτύπωση της ποιητικής δημιουργίας, της ουσίας, του σκοπού και της σημασίας της.

 

Οι ερημίτες ποιητές

των ελαχίστων αποστάσεων δρομείς

-τουτέστιν, απ’ το οικοπεδάκι του χαρτιού

μέχρι το μαύρο του πουλιού-

πάντα μακράν της ενοχής

κι αυθαδιάζοντας, ενίοτε, στη γλώσσα

ακούν μικρά σπασίματα γυαλιών

κρύβουν νιφάδες μες στις ρίζες

καρφάκι δεν τους καίγεται για τα αναρριχητικά

και τις τυφλές ρεβεράντζες.

Γράφουν:

Το βλέμμα είναι το νόημα

κι αν κάτι εντέλει σώζεται

ερήμην μας και αν … (σελ. 82)

 

Πράγματι, σε τελική αναγωγή, το κέρδος της τέχνης δεν είναι μια κάποια «σωτηρία», αλλά αυτό ακριβώς το ανανεωμένο «βλέμμα» που αποκτά ο αναγνώστης ταξιδεύοντας εν εγρηγόρσει στα επικίνδυνα νερά της  ποίησης. Γιατί, όπως δηλώνει δίχως προσχήματα και υπεκφυγές η Λουκίδου,

η ποίηση είναι κατακλυσμός

–δεν είναι κιβωτός, καλέ μου Νώε– (σελ. 84)

 

 

 

Σπύρος Κιοσσές, αναπληρωτής καθηγητής Παν/μίου Θεσσαλίας

Βόλος, 17-3-2023

 

[1] Τοντόροφ, Τ. [επιλογή-παρουσίαση]. Θεωρία λογοτεχνίας: Κείμενα των Ρώσων φορμαλιστών. Μτφρ., προλ. Η. Π. Νικολούδης. Αθήνα: Οδυσσέας, 1995, σελ. 97.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.