Η σάρκωση του Θεού είναι ξένο και παράδοξο μυστήριο, δηλαδή γεγονός απρόσιτο και ακατανόητο για τα μέτρα της ανθρώπινης λογικής και εμπειρίας. Η ενανθρώπηση φαίνεται να είναι ακόμη πιο παράξενη και ακατανόητη για τον σύγχρονο άνθρωπο που ζει στον φρενήρη πολιτισμό της κατανάλωσης, της τεχνολογίας, της μοναξιάς και της αέναης ευφορίας ή της έλλειψης και του περιορισμού της. Το νόημα του μυστηρίου των Χριστουγέννων ολοένα και περισσότερο αποψιλώνεται σε συμβατική επέτειο του ημερολογίου που προσαρμόζεται και αποζητά την όποια συναισθηματική απόδραση στις εκκοσμικευμένες αργίες του χριστιανικού εορτολογίου. Δεν είναι γιορτή του κόσμου, του ανθρώπου και της ιστορίας που βιώνεται ως προσωπικό γεγονός στην ευχαριστιακή σύναξη της εκκλησιαστικής κοινότητας.
Ποιο μήνυμα κομίζει, άραγε, η γέννηση του Χριστού στον άνθρωπο που αναζητά στον γιορταστικό διάκοσμο των μεγαλουπόλεων, της εμπορικής εκμετάλλευσης και της γραφικής θρησκευτικότητας ένα ακόμη παυσίπονο στην υπαρκτική αλλοτρίωση και τη μοναξιά του μέσα στο πλήθος; Ας μην ξεχνούμε πως στις μέρες αυτές, πίσω από τους φωταγωγημένους δρόμους, τις φανταχτερές βιτρίνες, τα τηλεοπτικά σόου και τα ρεβεγιόν, τους ρηχούς τρόπους των κοσμικών ή θρησκευτικών εκδηλώσεών μας, παραμονεύουν η απογοήτευση και η ματαίωση των ποικίλων προσδοκιών μας από τη ζωή, αλλά και αυτή η έντονη υπαρξιακή μοναξιά, έστω κι αν συνωστίζεται κανείς σε χώρους μαζικής διασκέδασης. Μια αδιόρατη θλίψη και αμηχανία πίσω από τον φωτεινό διάκοσμο συνοδεύει παράξενα τις καλές μέρες των Χριστουγέννων. Είναι τα εκκοσμικευμένα Χριστούγεννα της ύστερης νεωτερικότητάς μας. «Μέσα στους στολισμένους και φωταγωγημένους για τα Χριστούγεννα δρόμους μας κυκλοφορεί μυστικά αλλά και ανατριχιαστικά, η παγωνιά του θανάτου του Θεού. Γιορτάζουμε Χριστούγεννα χωρίς Θεό· ο Θεός έχει απομείνει απρόσιτο, νοερό αντικείμενο της σκέψης» (Χρήστος Γιανναράς).
Το γεγονός της Γέννησης του Χριστού έγινε για τους περισσότερους μια απλή, σχεδόν μυθική ή λαογραφική δοξασία, εγκλωβίσθηκε στις παρωπίδες της ηθικής χρησιμοθηρίας, της αφηρημένης ιδεολογίας και του συναισθηματισμού. Αλλά και η λογικοκρατούμενη θεολογία μετέβαλε τον Θεό που ενανθρώπησε σε νεκρό αντικείμενο της σκέψης. Ο Θεός έγινε η υπέρτατη κορυφή της πυραμίδας των όντων. Η θεολογία των εννοιών και των αντικειμενοποιήσεων εξόρισε τελικά τον Θεό από τη ζωή των ανθρώπων στους ουρανούς. Τούτο ίσως εξηγεί γιατί βολευόμαστε στον γιορταστικό και συναισθηματικό διάκοσμο των Χριστουγέννων, είτε με τον γλυκύτατο και ρομαντικό Ιησού που δίδαξε μια ανυπέρβλητη ηθική, είτε με μια αστικοποιημένη θρησκεία που εξηγεί τα πάντα στο επίπεδο μιας αναγκαστικής λογικότητας. Δεν πρόκειται, όμως, για τη γνώση και εμπειρία του Θεού όπως αποκαλύπτεται στο μυστήριο της ενανθρώπησης. Η θεολογία των λογικών αποδείξεων, αλλά και η ευσέβεια του θρησκευτικού ηθικισμού, εμφανίζουν έναν Χριστό άσαρκο και άσχετο με την υπαρκτική περιπέτεια του ανθρώπου. Η αλήθεια για τον Θεό που δεν συνδέεται με τη ζωή και τον θάνατο του ανθρώπου είναι μια αλήθεια άχρηστη που νεκρώνει αντί να ζωοποιεί. Γύρω μας, ανάμεσα μας, στον κενό υπαρκτικού νοήματος λαμπερό διάκοσμο της γιορτής αναδύεται η απουσία του Θεού. Η απώθηση της αλήθειας της ενανθρώπησης του Θεού, η αντικατάστασή της με τη συναισθηματική ψευδαίσθηση και τον κενό διάκοσμο, αποκαλύπτει την υπαρξιακή μας ένδεια· οι στιλπνές επιφάνειες της καταναλωτικής ευημερίας φανερώνουν την έλλειψη νοήματος, τον πολιτισμού του μηδενός.
Σε μια τέτοια προοπτική είναι ανάγκη να επανεύρουμε και να προσεγγίσουμε με σημερινούς όρους και τρόπους το μυστήριο του ενανθρωπήσαντος Θεού, για να ζήσει ο κόσμος και ο άνθρωπος. Χρέος της Ορθόδοξης θεολογίας σήμερα δεν είναι σαφώς η υφολογική άσκηση στη βυζαντινή ρητορική ούτε η τυπική επανάληψη του εύρυθμου άλλωστε πατερικού λόγου, αλλά, κυρίως και κατ’ εξοχήν, η ζωτική επανερμηνεία της πίστης της Εκκλησίας, ώστε να φωτισθούν οι καίριες υπαρξιακές επιπτώσεις τους για τη ζωή του ανθρώπου και του κόσμου. «Ο λόγος της θεολογίας πρέπει να αγγίζει τις υπαρξιακές χορδές του ανθρώπου και να προβάλλει διαρκώς την Εκκλησία ως τρόπο υπάρξεως και λυτρωμού από τον θάνατο και τη φθορά» (Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας).
Τα όσα ακολουθούν δεν είναι παρά μια ελάχιστη ερμηνευτική απόπειρα να προσεγγίσουμε το άρρητο μυστήριο της ενανθρώπησης του Θεού, να ιχνηλατήσουμε και να ερμηνεύσουμε θεολογικά την πίστη και την εμπειρία της Εκκλησίας για το ξένο και παράδοξο Μυστήριο.
Η ενανθρώπηση αποκαλύπτει το μυστήριο του προσώπου και πρωταρχικά του προσωπικού Θεού. Είναι η χαρά της υπαρκτικής ελευθερίας και η δυνατότητα για ζωή απερίσταλτη από τη φθορά και τον θάνατο. Ο άναρχος, άκτιστος και αχώρητος Θεός δεν δεσμεύεται από τη θεϊκή του φύση, αλλά ελεύθερα και από αγάπη αναλαμβάνει στην υπόστασή του την κτιστή φύση του ανθρώπου. Το μυστήριο της ένσαρκης επιδημίας του Λόγου είναι το προαιώνιο μυστικό της δημιουργίας και ερμηνεύει ακριβώς την εξ αρχής ιδιαίτερη σχέση του Χριστού με τον άνθρωπο και την κτίση ολόκληρη.
Η ενανθρώπηση φανερώνει το μυστήριο του προσώπου και πρωταρχικά του προσωπικού τρόπου υπάρξεως του Τριαδικού Θεού. Είναι η πραγμάτωση της ελευθερίας και της διαπροσωπικής αγάπης. Η αποκάλυψη αυτή ως ένσαρκη πλέον σχέση με τον Θεό εγκαινιάζει έναν εντελώς νέο τρόπο κοινωνίας μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Η αιτιώδης αρχή των όντων είναι ο άναρχος και άκτιστος Θεός που συνιστά το Είναι του ως τριαδική κοινωνία προσώπων ελεύθερα και αγαπητικά, δίχως να δεσμεύεται από κάποια αναγκαιότητα ή προκαθορισμό είτε του προσώπου είτε της ουσίας του. Δημιουργεί τον κόσμο και τον άνθρωπο εκ του μη όντος και τον καλεί σε κοινωνία ζωής μαζί του. Αυτή η διαλεκτική μεταξύ κτιστού και ακτίστου προσδιορίζεται από την ελευθερία του Θεού να υπάρχει και να κοινωνεί τη ζωή και ενέργειά του και πέραν της ουσίας του. Αλλά η δημιουργία, κυβέρνηση και τελείωση της κτίσης και των όντων ως οικονομία Θεού αποκορυφώνεται και πλήρως πραγματοποιείται με την «ἐν προσώπῳ» είσοδο του ίδιου του Θεού Λόγου στην ιστορία και στα φυσικά δεδομένα της κτιστής και έκπτωτης από τη θεϊκή ζωή ανθρωπότητας και ιστορίας. Ο Υιός και Λόγος του Θεού από καταβολής κόσμου επρόκειτο να ενεργοποιήσει «τό σεσιγημένον καί ἄγνωστον τῆς οἰκονομίας μυστήριον… τό χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένον μυστήριον… τό μυστήριον τό κεκρυμμένον ἀπό τῶν αἰώνων καί τῶν γενεῶν», αναλαμβάνοντας να φέρει σε πέρας τη μεγάλη και προαιώνια ευδοκία – θέληση του Θεού και Πατρός για τη σωτηρία της κτίσης και της θέωσης του ανθρώπου.
Η ευδοκία του Πατρός, λοιπόν, δεν είναι η θέληση του για τη σωτηρία απλώς, αλλά για τη σωτηρία που πραγματοποιείται στο πρόσωπο του μονογενούς Υιού του ως ένωση κτιστού και ακτίστου. Η ευδοκία αυτή μας εισάγει ήδη στο μυστήριο της ελευθερίας του Τριαδικού Θεού. Ο Υιός ασκώντας την άκτιστη ελευθερία του ως πρόσωπο εισέρχεται στην κτίση και στην ιστορία του ανθρώπου. Ελεύθερα αποδέχεται να υποστασιάσει στο πρόσωπό του την κτιστή φύση, να υπάρξει με τον τρόπο του κτιστού. Στον Χριστό, ο άκτιστος Θεός υπάρχει με τον τρόπο του κτιστού και ο κτιστός άνθρωπος με τον τρόπο του ακτίστου. Στον Χριστό συναντώνται και διαλέγονται ασυγχύτως η άκτιστη ελευθερία του Τριαδικού Θεού και η κτιστή ελευθερία του ανθρώπου. Δίχως τη συνύπαρξη και των δύο ελευθεριών, είτε η ανθρωπότητα αφανίζεται από τη θεϊκή φύση, είτε η θεότητα υποτάσσεται στη νομοτέλεια της κτιστής ύπαρξης. Η ανθρώπινη ελευθερία δεν λειτουργεί μηχανικά και κατ’ ανάγκην, αλλά συμμετέχει θετικά και εκφράζεται πλήρως με τη θεϊκή ελευθερία δια του μοναδικού προσώπου του Θεανθρώπου. Η ελευθερία του σαρκωμένου Λόγου είναι τέτοια, ώστε να πάσχει παρά τη θεία φύση του, διότι ελεύθερα και από αγάπη δέχεται να υποφέρει τα ανθρώπινα, ενώ είναι Θεός, «πάσχει ὡς θνητός», την άκρα ταπείνωση και συγκατάβασή του, «μέχρι σταυροῦ καὶ θανὰτου». Οι πλέον οδυνηρές καταστάσεις της ενανθρωπήσεως, το πάθος και η φθορά, βιώνονται πραγματικά και ελεύθερα από την ανθρωπότητα του Χριστού και όχι φαινομενικά ή κάτω από τη βία μιας φυσικής αναγκαιότητας.
Η πατερική σκέψη δικαίως έχει αναγάγει την ελευθερία ως το κλειδί για τη θεώρηση των σχέσεων Θεού, κόσμου και ανθρώπου. Πλασθήκαμε ως ελεύθερα πρόσωπα, ώστε να μπορούμε να αρνηθούμε ακόμη και τη σχέση μας με τον Θεό. Ο Θεός ως παντοδύναμος δεν καταργεί την ελευθερία μας, αλλά περιμένει την ελεύθερη και θετική ανταπόκριση του ανθρώπου. Όλη η ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης είναι σταδιακή πορεία και κίνηση προς τον ερχόμενο Μεσσία. Το γεγονός του Χριστού δεν συμβαίνει ξαφνικά και αυθαίρετα, αλλά προετοιμάζεται και προϊστορείται με τη δράση του Τριαδικού Θεού στην κτίση και την ιστορία. Έπρεπε,όμως, να καταλήξει στο πρόσωπο εκείνο που ελεύθερα θα συνεργαζόταν με τον Θεό για την πραγμάτωση του προαιώνιου σχεδίου του για την ενανθρώπηση.Η Θεοτόκος, η πολυπόθητη κατάληξη των δικαίων ανθρώπων της Παλαιάς Διαθήκης, δεν υπήρξε απλώς ένα φυσικό όργανο της ενσάρκωσης. Η προσωπικότητα και ο ρόλος της Μαρίας είναι αχώριστος από το σωτηριώδες έργο του Υιού και Θεού της. Η ενσάρκωση του Λόγου επικυρώνεται ελεύθερα από τη θέληση και πίστη της Παναγίας. Η Θεοτόκος ανταποκρίνεται στη θεία κλήση εξ ονόματος ολόκληρου του ανθρωπίνου γένους. Δεν πρόκειται, λοιπόν, για κάποιο τυχαίο γεγονός που εξαρτιόταν από την προαίρεση και το δίλημμα ενός μεμονωμένου και ανεξάρτητου ατόμου, αλλά για την απάντηση της κατ’ εικόνα Θεού πλασμένης ελευθερίας της ανθρώπινης φύσης. Στο πρόσωπο της Θεοτόκου πραγματώνονται οι άπειρες δυνατότητες της ανθρώπινης φύσης. Ο Θεός περιχωρείται και σαρκώνεται από τον άνθρωπο. Η κατάφαση της Παρθένου Μαρίας αποτελεί πλήρη και εγνωσμένη πράξη ελευθερίας στην άκτιστη ελευθερία της κένωσης του Λόγου, την απάντηση και προσφορά της ανθρωπότητας, το μερίδιο της ανθρώπινης συνεργίας. Ο όρος της ελεύθερης αυτής διαδικασίας εκπληρώνεται στο πρόσωπο της Παρθένου Μαρίας και σημαδεύει το γεγονός της ενσάρκωσης, αναδεικνύοντας τον ενανθρωπήσαντα ελεύθερη και προσωπική ύπαρξη που προέρχεται και από την ελεύθερη συγκατάθεση και συνεργία της ανθρώπινης φύσης.
Κατά τη ρωμαλέα σκέψη των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας, ο Θεός αν και μπορούσε ως παντοδύναμος με πολλούς τρόπους να λυτρώσει τον άνθρωπο από τη φθορά και τον θάνατο, λόγω ακριβώς της ελευθερίας, προτίμησε τον τρόπο της ενανθρώπησης.
Ο πρώτος άνθρωπος, περιλαμβάνοντας ολόκληρη τη δημιουργία στη φύση του ως άλλος μικρόκοσμος, ελεύθερα με τη θέλησή του παραδόθηκε στη νέκρωση της ζωής, γεγονός που σήμανε την εγκατάλειψη και τον χωρισμό του από τον Θεό. Η στέρηση της ελεύθερης και αληθινής ζωής του ανθρώπου εγκλώβισε και την αισθητή κτίση ολόκληρη στην έσχατη απειλή. Το πρόβλημα της φθοράς δεν αφορά απλώς στην ηθική συμπεριφορά, στην παρακοή των πρωτοπλάστων, για την οποία ούτως ή άλλως μετενόησαν πικρά. Ο θάνατος προσβάλλει όχι μόνο τη βούληση, αλλά ολόκληρη τη φύση του κτιστού, και μεταδίδεται πλέον ως ανίατη αρρώστια. Κανείς απόγονος του Αδάμ δεν μπόρεσε να σπάσει τον κύκλο αυτό της φθοράς. Ωστόσο, η αιχμάλωτη στον έσχατο κίνδυνο της ανυπαρξίας ανθρωπότητα χρειάζεται βοήθεια και σωτηρία που να προέρχεται εκτός της ανθρωπότητας συνάμα,όμως, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να την οικειοποιηθεί. Μοναδική ύπαρξη πέρα και πάνω από τον θάνατο και την τρεπτότητα ο άκτιστος Θεός προσέρχεται φιλάνθρωπα ο ίδιος αρωγός στο αδιέξοδο αυτό της κτιστής ύπαρξης. Η ενανθρώπηση,όμως, δεν γίνεται με τους όρους της φθαρτής φύσης που εκτρέφει και αναπαράγει τη φθορά και τον θάνατο. Η θεϊκή επέμβαση πραγματοποιείται εν πλήρει ελευθερία, δεν εξουθενώνει μειώνοντας ή και συντρίβοντας με την άκτιστη παρουσία της την ελευθερία και ακεραιότητα του ανθρώπου.
Η ιδέα ενός Θεού τρομοκράτη που καταδυναστεύει την όποια ελευθερία του ανθρώπου έχει βαθιές θεολογικές ρίζες στη δικανική μεσαιωνική θεολογία της Δύσης διαμορφώνοντας μια νοοτροπία, έναν πολιτισμό και ένα ολόκληρο συλλογικό υποσυνείδητο. Η θεολογία της κόλασης, η ποιμαντική του φόβου και της Ιεράς Εξέτασης δεν είναι άμοιρη ευθυνών στη γένεση της αθεΐας στην ευρωπαϊκή νεωτερικότητα. Στο ερώτημα «Cur deus homo?» –Γιατί ο Θεός έγινε άνθρωπος;– η δυτική σχολαστική θεολογία περιόρισε την ενανθρώπηση του Χριστού στα δικανικά και ψυχολογικά της σχήματα. Ο Θεός Πατέρας προσεβλήθη από την παρακοή του ανθρώπου. Η οργισμένη θεϊκή δικαιοσύνη επιζητεί εκδίκηση και επανόρθωση. Μόνο η ενανθρώπηση του Υιού του και η θυσία του πάνω στον Σταυρό μπορεί να ικανοποιήσει την πληγωμένη δικαιοσύνη του. Ο Θεός εμφανίζεται ως σαδιστής πατέρας και η λύτρωση ως νομική – ποινική πράξη.
Σε ένα κλίμα εντελώς διαφορετικό από τα δικανικά και ψυχολογικά σχήματα του δυτικού Μεσαίωνα περί πτώσης και σωτηρίας ως ικανοποίησης της οργισμένης θεϊκής δικαιοσύνης, η θεολογία των Ελλήνων Πατέρων αναγνωρίζει στη δικαιοσύνη του Θεού την έκφραση της άπειρης και ανιδιοτελούς αγάπης κατά την ενανθρώπηση, τον μανικό έρωτα του Νυμφίου Χριστού. «…Τίνι γὰρ τὸ ὑπὲρ ἡμῶν αἷμα, καὶ περὶ τίνος ἐχέθη, τὸ μέγα καὶ περιβόητον τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀρχιερέως, καὶ θύματος;… Εἰ μὲν τῷ πονηρῷ, φεῦ τῆς ὕβρεως… εἰ δὲ τῷ Πατρὶ…τίς ὁ λόγος, Μονογενοῦς αἷμα τέρπειν Πατέρα, ὃς οὐδὲ τὸν Ἰσαὰκ ἐδέξατο παρὰ τοῦ πατρὸς προσφερόμενον, ἀλλ’ ἀντηλλάξατο τὴν θυσίαν, κριὸν ἀντιδοὺς τοῦ λογικοῦ θύματος; Ἢ δῆλον, ὅτι λαμβάνει μὲν ὁ Πατὴρ, οὐκ αἰτήσας, οὐδὲ δεηθεὶς, ἀλλὰ διὰ τὴν οἰκονομίαν, καὶ τὸ χρῆναι ἁγιασθῆναι τῷ ἀνθρωπίνῳ τοῦ Θεοῦ τὸν ἄνθρωπον· ἵν’αὐτὸς ἡμᾶς ἐξέληται, τοῦ τυράννου βίᾳ κρατήσας, καὶ πρὸς ἑαυτὸν ἐπαναγάγῃ διὰ τοῦ Υἱοῦ μεσιτεύσαντος, καὶ εἰς τιμὴν τοῦ Πατρὸς τοῦ το οἰκονομήσαν τος, ᾧ τὰ πάντα παραχωρῶν φαίνεται. Τὰ μὲν δὴ Χριστοῦ τοιαῦτα, καὶ τὰ πλείω σιγῇ σεβέσθω»…» (Γρηγόριος Θεολόγος, Εις το άγιον Πάσχα, Λόγος ΜΕ).
Ελεύθερα και από αγάπη ο Θεός καλεί τον άνθρωπο να ανταποκριθεί και αυτός ελεύθερα στο γεγονός της σωτηρίας. Δεν είναι ένας τύραννος κλεισμένος στη μοναξιά του, αλλά πλήρωμα κοινωνίας και ζωής, που θυσιάζεται εκούσια. Γίνεται άνθρωπος για να υπάρχει ο άνθρωπος με τον τρόπο του ακτίστου Θεού.
Ωστόσο, η υπέρβαση του θανάτου θα πρέπει να προέλθει κατά κάποιο τρόπο όχι έξωθεν αλλά μέσα από την ίδια την ανθρώπινη φύση που εθελούσια τον υπέστη. Συνάμα, όμως, η ανθρώπινη ύπαρξη από την οποία θα γίνει η υπέρβαση του θανάτου δεν πρέπει να είναι μια μεμονωμένη ανθρώπινη φύση (ιδιαίτερη υπόσταση), αλλά να αφορά κατά κάποιο τρόπο σε όλη την ανθρωπότητα. Χρειαζόταν, λοιπόν, ένας νέος άνθρωπος (καινός Αδάμ) που να διαθέτει τέτοια υπόσταση, ώστε και να αποτελεί τον προσωπικό φορέα της θείας παρέμβασης και να σχετίζεται και να ενσωματώνει κατά κάποιο τρόπο στην ύπαρξή του όλες τις ανθρώπινες υποστάσεις, υπερβαίνοντας τις ποικίλες διαιρέσεις της κτιστής φύσης.Εξάλλου, επειδή η ανθρώπινη φύση προσεβλήθη θανάσιμα και στο σώμα και στην ψυχή, η ύπαρξη στην οποία θα πραγματοποιηθεί η σωτηρία επέμβαση θα πρέπει να είναι πλήρης και ακέραιη και κατά το σώμα και κατά την ψυχή.
Η παρέμβαση, λοιπόν, του Θεού και η ανακαίνιση του γένους των ανθρώπων, θα πρέπει να λάβει χώρα οπωσδήποτε «ἐν ἀνθρώπῳ». Επειδή όμως, πάνδημο το γένος του Αδάμ κληρονομεί και μεταδίδει τη νέκρωση κατά τη φυσική του διαδοχή, έπρεπε να υπάρξει μια καινούργια ανθρώπινη ύπαρξη αποδεσμευμένη από την αμαρτία, ώστε να μπορέσει και να δεχτεί την παρουσία του άκτιστου Θεού και να αποτελέσει πηγή και φορέα ανεξάντλητης ζωής για ολόκληρη τη φθειρόμενη κτίση, ακόμη και για εκείνους που ήδη αιχμαλωτίσθηκαν από τον θάνατο.
Η γέννηση και σύσταση του ένσαρκου λόγου ως αποτέλεσμα ελευθερίας, έπρεπε εξάπαντος να μην εμπλακεί στις βιολογικές συνθήκες της γέννησης των κτιστών όντων, τα οποία, μετά την υπαρκτική αστοχία των πρωτοπλάστων φέρουν εξαρχής τη σφραγίδα της αναγκαιότητας και της φθοράς του θανάτου. Ενώ η ενανθρώπηση έπρεπε να ήταν πραγματική και όχι φαινομενική ένωση κτιστού και ακτίστου, παράλληλα όμως, για να είναι δυνατή μια τέτοια ένωση, χρειαζόταν η υπέρβαση και στάση των φυσικών νόμων, που προκαθορίζουν και κινούν τον βιολογικό κύκλο της ανθρώπινης ζωής. Τούτο κατορθώνεται με την παρθενική σύλληψη και γέννηση του Χριστού κατά την οποία το Άγιο Πνεύμα, το Πνεύμα της ελευθερίας, απεγκλωβίζει την ανθρωπότητα και δι’ αυτής ολόκληρη την κτίση από τον θανάσιμο εγκεντρισμό της στη νεκρούμενη ζωή. Η ανθρωπότητα που προσλαμβάνει ο Υιός του Θεού είναι η προ της πτώσεως ανθρώπινη φύση άγνωστη αμαρτίας. Αν και αναμάρτητη, η ανθρωπότητα του νέου Αδάμ εθελούσια θα δεχθεί να υποφέρει τις συνέπειες της πτώσεως του παλαιού Αδάμ για να τις ξεπεράσει.
Μια τέτοια σωστική ενέργεια μέσα στην ίδια τη φύση και τη λειτουργία της ανθρωπότητας, ούτε άγγελος, ούτε οποιοσδήποτε από τους ανθρώπους ήταν δυνατόν να κατορθώσει παρά μόνον ο «συλληφθείς καί σαρκωθείς ἐνμήτρᾳ Παρθένου καί μείνας ἀναλλοιώτως Θεός» (Γρηγόριος Παλαμάς, Ομιλία ΙΔ).
Στην προοπτική της κατ’ εικόνα και ομοίωσιν Θεού πλάσης του ανθρώπου, σύσσωμη η πατερική παράδοση διείδε δυναμικά την αρχετυπική σχέση του Λόγου του Θεού με την ανθρώπινη ύπαρξη. Με αυτές τις ανθρωπολογικές προϋποθέσεις η θεολογία των Πατέρων εύλογα διέκρινε γιατί ο Υιός -και όχι ο Πατήρ ή το Πνεύμα- ενανθρώπησε. Ο Λόγος του Πατρός, αυτός ενήργησε «κατ’ οἰκείαν εἰκόνα» την πλάση του ανθρώπου. Γι’ αυτό και ο ίδιος αυτουργεί προσωπικά το μέγα μυστήριο της ανακαίνισης και της ανάκλησης στην όντως ζωή. Η παράδοξη αυτή παρέμβαση του Υιού περιλαμβανόταν κατά κάποιο τρόπο στη θετική εξέλιξη της πορείας των πρωτοπλάστων ως σταδιακής ένωσης κτιστού και ακτίστου.
Στο γεγονός της ενανθρώπησης φωτίζεται, λοιπόν,η προοπτική της εικονικής σχέσης μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης ύπαρξης. Το ότι η ανθρώπινη φύση στην ψυχοσωματική της ενότητα έχει τη δυνατότητα να συνέλθει σε μια υπόσταση με τη φύση της θεότητας, αποκαλύπτει την εξαρχής χριστολογική λειτουργία και διέλευση της πλάσης του ανθρώπου «κατ᾿ εἰκόνακαὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν» του Θεού Λόγου. Εξάλλου, η ίδια η αμαρτία δεν αρμόζει στην ανθρώπινη φύση. Παράλληλα, καταφαίνεται ότι το σώμα καθ’ αυτό δεν αποτελεί αιτία θνητότητας. Ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατό να εντοπίζεται μονοσήμαντα στην υλική σύσταση του σώματος, το βασικότερο ανθρωπολογικό πρόβλημα της τρεπτότητας. Αντίθετα, η οντολογική έλλειψη της αθανασίας αφορά σε όλα τα κτιστά όντα, αισθητά και νοητά. Επιπλέον, η δυνατότητα θέωσης και του ανθρώπινου σώματος διανοίγει τη δυναμική προοπτική όλων των αισθητών όντων στο πρόσωπο του ενανθρωπήσαντος Υιού.
Η Oρθόδοξη θεολογία δεν συνδέει το γεγονός της ενανθρώπησης αναγκαστικά με το προπατορικό αμάρτημα ούτε εγκλωβίζεται στο σχήμα πτώση – απολύτρωση. Γι’ αυτό ακριβώς και η ενανθρώπηση δεν είναι απλώς η απεμπλοκή από την πτώση αλλά η πραγμάτωση του αρχικού σκοπού της ένωσης κτιστού και ακτίστου. Η «αρχέγονη» εκείνη χριστολογία, δίχως να αλλάζει προσανατολισμό, μετατρέπεται τώρα λαμβάνοντας υπ’ όψιν το τραγικό δεδομένο της πτώσης και της φθοράς του ανθρώπινου γένους. Γι’ αυτό ακριβώς το μυστήριο της ένσαρκης οικονομίας είναι προαιώνια και άκτιστη βουλή – ευδοκία του Θεού.
Συνεπώς, η ενανθρώπηση είναι ο απόλυτος και πρωταρχικός σκοπός του Θεού, ήδη από την πράξη της δημιουργίας. Τα ανθρώπινο γένος «καὶ πρὸ τοῦ θανάτου θνητόν ὡς έκ ρίζης τοιαύτης» είχε ανάγκη ολοκλήρωσης και ένωσης με το αρχέτυπο.
Η ενανθρώπηση δεν είναι απλώς η γέννηση του Χριστού ως μια αυτόνομη και ξεχωριστή πράξη του Θεού αλλά συμπεριλαμβάνει και όλα τα γεγονότα της επίγειας οικονομίας του Χριστού. Η βάπτιση, η διδασκαλία, τα θαύματα, το πάθος και η ανάσταση του Χριστού συμπεριλαμβάνονται οργανικά στο μυστήριο της ενσάρκωσης. Η ολοκλήρωση του έργου του Χριστού και η σωτήρια μετάδοσή του, πραγματοποιείται με την έλευση του Αγίου Πνεύματος στην Πεντηκοστή, όταν πλέον ο Χριστός καθίσταται συλλογικό Πρόσωπο που ενσωματώνει και περιλαμβάνει διαρκώς την κτίση και την ανθρωπότητα στην ενότητα του Σώματός του, δηλαδή της Εκκλησίας.
Το ορθόδοξο ήθος της Εκκλησίας βιώνει τα γεγονότα του Χριστού όχι ως επετείους του παρελθόντος χρόνου, αλλά ως εορτές στο εκάστοτε παρόν της εκκλησιαστικής σύναξης. Τούτο συμβαίνει γιατί ακριβώς η ενανθρώπηση μέσα στον χρόνο συνιστά μια παρεμβατική τομή στην ιστορία. Ο άκτιστος και άχρονος Θεός εισέρχεται στη χρονικότητα του κτιστού κόσμου, απελευθερώνοντάς τον από την προοδευτική διαδικασία της μεταβολής και ανακύκλωσής του, η οποία προσμετρά τη φθορά και τον αφανισμό των όντων. Το γεγονός του Χριστού αναιρεί την αποσπασματικότητα και αντικειμενικότητα του χρόνου, γιατί εισάγει στην Ιστορία τον παράγοντα της διαλεκτικής σχέσης του κτιστού με το άκτιστο, δηλαδή την ελευθερία του προσώπου ως αδιάστατης σχέσης στο δίχως όρια παρόν της αγαπητικής κοινωνίας. Η αλήθεια του κόσμου δεν είναι πλέον η ουτοπία της χρονικής αντικειμενικότητας, η πλασματική αιωνιότητα ενός απολιθωμένου γίγνεσθαι ούτε κάποια υψηλή και αφηρημένη ιδέα, ούτε βέβαια τα αδιέξοδα μίση και πάθη των ανθρωπίνων σχέσεων. Η αλήθεια είναι ένα πρόσωπο· το πρόσωπο του Χριστού που καλεί τα όντα σε πληρωματική κοινωνία με τη ζωή του άκτιστου Θεού. Πράγματι, ένας μη κτιστός και ιστορικός παράγοντας εισάγεται στην ιστορική πραγματικότητα που «χρονίζει» και «εκκοσμικεύει» την προσωπική κοινωνία με τον Θεό. Πρόκειται για το μυστήριο της διαιωνιζόμενης ενανθρώπησης που τελεσιουργεί το Άγιο Πνεύμα, ελευθερώνοντας την ιστορία από τις ποικίλες δεσμεύσεις της. Το γεγονός αυτό πανηγυρίζεται ως μετοχή στη γιορτή του αφθαρτοποιημένου χρόνου της Εκκλησίας. Σε κάθε ευχαριστιακή σύναξη ο λειτουργικός χρόνος δεν επαναλαμβάνει απλώς γεγονότα του παρελθόντος, αλλά τα γεύεται ήδη ως γεγονότα του μέλλοντος εδώ και τώρα. «Σήμερον Χριστός γεννᾶται»! Στα όρια του σώματος του Χριστού, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον συναιρούνται σε ενοποιημένες διαστάσεις, αποκαλύπτοντας την προσωπική και υπαρξιακή είσοδο στο παρόν της αιωνιότητας, στην ελευθερία από τα δεσμά του χρόνου που υποτάσσει στη φθορά και στον θάνατο. Ο Χριστός δεν ενανθρώπησε παροδικά, κάποτε στο παρελθόν, αλλά το εφάπαξ αυτό γεγονός επεκτείνεται συνεχώς μέχρι τα έσχατα της ιστορίας. Ο Χριστός πλέον είναι Θεάνθρωπος διαρκώς και αιωνίως.
Το ξένο και παράδοξο αυτό μυστήριο προσεγγίζουν οι πιστοί μέσα στον λειτουργικό χρόνο της Εκκλησίας. Κάθε λειτουργική σύναξη δεν είναι επανάληψη, μίμηση ή συμβολισμός, αλλά δυναμική μετοχή στο εκ νέου ανασυγκροτούμενο κάθε φορά Σώμα του Χριστού. Το κρασί και το ψωμί ως στοιχειώδη συστατικά της υλικής μας ύπαρξης μεταβάλλονται ευχαριστιακά σε σώμα και αίμα του Χριστού ως μία εκ νέου ενανθρώπηση. Η κοινωνία και μετοχή στη Θεία Ευχαριστία είναι η πιο αυθεντική κατάφαση στο μυστήριο της ενανθρώπησης. Σε αυτήν ανακεφαλαιώνονται τα πάντα. Ο κόσμος, ο άνθρωπος και η ιστορία προσλαμβάνονται στο σώμα του Χριστού. Η Εκκλησία είναι, λοιπόν, το μυστήριο της Ευχαριστίας, όπου η κτίση ολόκληρη ανακαινίζεται, γίνεται μία δοξολογική ευχαριστία.
Ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο για να ενωθεί με την ανθρωπότητα μέσα από ολόκληρη τη σάρκα του κόσμου μεταλλαγμένη δια του ανθρώπου σε ευχαριστιακό σώμα. Η ζωή και η σωτηρία του κόσμου εξαρτώνται από τη ζωή και τη θέωση του ανθρώπου. Μέσα από την ενανθρώπηση ως αναδημιουργία γνωρίζουμε το νόημα της δημιουργίας, τους λόγους των όντων. Ο άνθρωπος ως άλλος μικρόκοσμος συνοψίζει στην ύπαρξή του όλες τις βαθμίδες του κτιστού. Γι’ αυτό και δια της Ευχαριστίας πρέπει να συνάξει τους λόγους των όντων και να τους προσφέρει στον άκτιστο Λόγο ως ευχαριστιακή στάση του κόσμου και της ζωής. Η κτίση ως ευχαριστία είναι το απόκρυφο μυστήριο για το οποίο δημιουργήθηκαν τα πάντα. Ο παγκόσμιος Χριστός ως τέλος και αρχή των όντων, το πλήρωμα και η ανακεφαλαίωση της δημιουργίας, μετασχηματίζει την ύλη του κόσμου σε ένδοξο σώμα του. Την ευχαριστιακή αυτή θεώρηση ως συναγωγή και ανάληψη ολόκληρης της κτίσης από τον Χριστό εκφράζει παραστατικά και η ορθόδοξη εικονογραφία της Γέννησης που υπομνηματίζει φιλοκαλικά την υμνολογία της εορτής.
Τί σοι προσενέγκωμεν Χριστέ
ὅτι ὤφθης ἐπὶ γῆς ὡς ἄνθρωπος δι’ ὑμᾶς;
ἕκαστον γὰρ τῶν ὑπὸ σοῦ γενομένων κτισμάτων
τὴν εὐχαριστίαν σοι προσάγει·
οἱ Ἄγγελοι τὸν ὕμνον·
οἱ οὐρανοί τὸν ἀστέρα·
οἱ Μάγοι τὰ δῶρα·
οἱ Ποιμένες τὸθαῦμα·
ἡ γῆ τὸ σπήλαιον·
ἡ ἔρημος τὴν φάτνην·
ἡμεῖς δὲ Μητέρα Παρθένον.
ὁ πρό αἰώνων Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς.
(Στιχηρό Εσπερινού Χριστουγέννων, ήχος β΄, Ιδιόμελον)
Βιογραφικό
Ο Σταύρος Γιαγκάζογλου γεννήθηκε στη Δράμα το 1962. Το 1984 έλαβε το πτυχίο του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ. Κατά τα έτη 1984-85 και 1990-1991 παρακολούθησε τα μαθήματα Μεταπτυχιακών Σπουδών του συστηματικού κλάδου της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ. Σπούδασε επίσης οικουμενική θεολογία στη Γενεύη (InstitutŒcuménique de Bossey, 1983-1984), μεσαιωνική θεολογία και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Fribourg στην Ελβετία (1985-1988). Το 1988 διορίσθηκε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Το 1995 αναγορεύθηκε διδάκτωρ θεολογίας του ΑΠΘ με ειδίκευση στον συστηματικό κλάδο. Το 2002 εξελέγη Σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου με κύρια αρμοδιότητα το μάθημα των Θρησκευτικών. Διετέλεσε Προϊστάμενος του Γραφείου Έρευνας, Σχεδιασμού και Εφαρμογών Α΄ του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής με αρμοδιότητα το Νηπιαγωγείο, Δημοτικό και Γυμνάσιο. Ως Σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (2003-2012) και κατόπιν του Υπουργείου Παιδείας και του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (2012-2017) είχε την επιστημονική ευθύνη και τον συντονισμό της θρησκευτικής εκπαίδευσης,της εκπόνησηςτων Προγραμμάτων Σπουδών και των βιβλίων στα Θρησκευτικά Δημοτικού, Γυμνασίου και Λυκείου. Το 2017 εξελέγη Επίκουρος Καθηγητής της Δογματικής στο Τμήμα Θεολογίας του ΕΚΠΑ, ενώ το 2022 εξελέγη Αναπληρωτής Καθηγητής στο ίδιο Τμήμα.Είναι μέλος της Académie Internationale des Sciences Religieuses με έδρα τις Βρυξέλλες (2008),διαφόρων διεθνών και ελληνικών επιστημονικών ενώσεων και διδάσκων από το 2006 του ΕΑΠ στο ΜεταπτυχιακόΠρόγραμμα «Ορθόδοξη Χριστιανική Θεολογία και Θρησκευτικός Πλουραλισμός».
Συνέγραψε, μεταξύ άλλων, τα εξής: –Κοινωνία Θεώσεως. Η σύνθεση Χριστολογίας και Πνευματολογίας στο έργο του αγίου Γρηγορίου Παλαμά, εκδ. Δόμος, Αθήνα 2001. –Κοινωνία εσχάτων. Δοκίμια εσχατολογικής οντολογίας, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2016. –Βίος και λόγος στην ησυχαστική παράδοση, Δοκίμια θεολογικής γνωσιολογίας, εκδ. Δόμος, Αθήνα 2016. –Στο μεταίχμιο της θεολογίας, Δοκίμια για τον διάλογο θεολογίας και πολιτισμού, εκδ. Δόμος, Αθήνα 2018. –Μαθήματα Δογματικής Θεολογίας, Ερμηνευτικά σχόλια στο Σύμβολο της Πίστεως, εκδ. Δόμος, Αθήνα 2021. –Θεολογία και πολιτισμός, Δοκίμια για τη σχέση θεολογίας, πολιτισμού και εκπαίδευσης σε έναν μεταβαλλόμενο κόσμο, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2021.–Θεολογία και Νεωτερικότητα, Δοκίμια για τη συνάντηση της Ορθόδοξης Θεολογίας με τον σύγχρονο κόσμο, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2023.