Juliette has a gun
Φρυκτωρίες πυγολαμπίδων που φέγγουν μύθους
Στίλβει το γιασεμί στης νύχτας τον Καιάδα.
Πάλι στο μπαλκονάκι σου Τζουλιέττα υδραργυρίζεις
Κι εγώ, διαγώνια με υφαίνω στις σκιές
Πλεχτά ανεβαίνοντας
Στ’ αμίλητα κλαδιά σαν την αράχνη.
Εσύ, διαφάνεια ακατοίκητη, εσύ!
Κλέβεις το φως του φεγγαριού και με σκοτώνεις
Μ’ ένα καληνύχτα όλο θρύψαλα.
Ψέμματα πες μου πως αυτό είναι το τέλος
Κι ακούμπησε τα χείλη σου στο μήλο μου
Να ρίξω ρίζα στου κρεβατιού σου την αγνότητα
Να μη χτυπάει άλλοτο μηνίγγι στην τελεία
Να μην χτυπάει.
Στατική προβολή
Κρίνα νερά, γεφύρι από βυζαντινό τεχνίτη
Αέρια σύννεφα, κοπάδια σφένδαμων που ξαπόσταιναν
Ακίνητα στη λεπτή στρώση του απογεύματος.
Δεν υπήρχαν δωσίλογοι αποχρώσεων, ούτε λόγος
Στα δάχτυλα του Ζωγράφου είχαν καθίσει οι πινελιές σαν περιστέρες.
Εμείς σε θέση υπάκουης προβολής
Τα χέρια σου μύριζαν ακόμα υγρασία
Στα χείλη σου καρφωμένη κάπως κρύα η σελήνη
Κι εγώ σε αγαπούσα αμίλητα
Τυλιγμένη σε μπλε κουκούλι φόρεμα
Με τα μαλλιά μου άπιαστα πουλιά
Που ο αέρας τα καμάρωνε.
Ξάφνου είπες: Ας πιούμε μια και δεν πεθάναμε ακόμα
Κι άρχισες να γλείφεις το αλάτι απ’ το πάρκο του χρωστήρα
Να σηκωθούν όλες οι μέλισσες του κόσμου
Κατοπτρικές αυλαίες να μας κρύψουν.
Ο Ζωγράφος κάθε νύχτα μ’ έσβηνε
Γιατί με έβρισκε πάντα μεθυσμένη, γυμνή κι ολόχρυση.
Ήταν εξαντλητικό όσο κράτησε
Κάποτε μας βαρέθηκε ξέπλυνε τα πινέλα του
Πήγε θυμωμένος να παίξει πρέφα
Έκτοτε τα πίνουμε δήθεν σοβαροί
Στο βάθος μιας χρόνιας πραγματικότητας
Κρατώντας τα προσχήματα της στατικής προβολής.
Στο πίσω μέρος, που κανείς δεν βλέπει
Δυο ουράνια τόξα, σκασμένα ρόδια
Μες στην ενάργεια των θαυμασίων.
(Ο τελευταίος στίχος, δάνειο, από το ποίημα του Έκτορα Κακναβάτου
«Σονατίνα μ’ένα πλήκτρο»)