Τούτη δεν είναι νύχτα μέσα της να πνιγείς·
Πανσέληνος, το ποτάμι γλιστρά
Μαύρο κάτω από καθρέφτη με λάμψη αδιάφορη,
Γαλάζιες οι ομίχλες του νερού σταλάζοντας
Το ένα παραπέτασμα ρίχνουν μετά τ’ άλλο, δίχτυα θαρρείς
Τι κι αν οι ψαράδες κοιμούνται,
Γιγάντιοι πυργίσκοι κάστρου
Μες στο γυαλί διπλασιάζονται
Σύμπαν ακίνητο. Κι όμως τα σχήματα αυτά κυματίζουν
Ψηλώνουν προς εμένανε, ταράζοντας το πρόσωπο
Της σιωπής. Απ’ το ναδίρ
Ανυψώνονται, άκρα πελώρια, αργοκίνητα
Μεγαλειώδη, χαίτη βαρύτερη
Μαρμάρινου γλυπτού. Τραγουδούν
Για έναν κόσμο πληρέστερο, καθάριο
Απ’ ότι μπορεί να υπάρξει. Αδελφές, το τραγούδι σας
Φορτίο φέρει, άχθος βαρύ
Για την ακοή, του αυτιού τη σπείρα
Εδώ, σε μια ευνομούμενη χώρα,
Υπό την εξουσία ενός σταθερού ηγέτη.
Παλαβωμένες από την αρμονία
Πέρα από την κοινότοπη τάξη,
Οι φωνές σας καρτέρι στήνουν. Κατάλυμά σας
Οι κάθετοι του εφιάλτη οι ύφαλοι,
Που καταφύγιο ασφαλές υπόσχονται·
Τη μέρα, άδοντας πέρα από τα όρια
Της απραξίας, πέρα απ’ την κόχη
Και τα ψηλά παράθυρα. Χειρότερη
Ακόμα και από το αποτρόπαιο
Τραγούδι, η σιωπή σας. Πηγή
Στο κάλεσμα της παγωμένης σας καρδιάς –
Η μέθη του βυθού.
Ω ποταμέ, βλέπω βαθιά
Στην ασημένια σου ροή να παρασύρονται
Της γαλήνης ‘κείνες οι λαμπρές θεές.
Πέτρα προς πέτρα, κάτω εκεί οδήγησέ με.
1958, Λονδίνο
“Δεν έχουμε παρά μόνο μία δυνατότητα για να ξεφύγουμε από τον θάνατο.
Να κάνουμε τέχνη πριν αυτός έρθει να μας βρει”.
Μaurice Blanchot
Όσα κι αν γραφτούν, όσα κι αν ειπωθούν για τη Σύλβια Πλαθ, η, καταδικασμένη σε θάνατο από τον ίδιο της τον εαυτό, ποιήτρια και το έργο της ποτέ δεν θα ερμηνευθούν πλήρως από καμία βιογραφία. Η Πλαθ ηρωοποιήθηκε και χλευάστηκε, έγινε σύμβολο και παντιέρα των φεμινιστριών του -70, όμως η ποίηση και οι πράξεις της, η απροσδόκητη συνοχή λέξεων και οι απόκοσμες εικόνες της σκοτεινής τέχνης που είναι η ίδια της η ζωή, κατέρχονται σε τέτοια έγκατα που προκαλούν τρόμο. Και μολονότι η Σ. Π. είναι τόσο γνωστή και μεταφρασμένη στη γλώσσα μας, ο αναγνώστης συχνά διστάζει να την προσεγγίσει πραγματικά, να την ερμηνεύσει σε βάθος.
Ίσως είναι και γι’ αυτό που επανέρχομαι, ξανά και ξανά, μαγεμένη από την ποίησή της, όπως εκείνη μαγεύτηκε από τον θάνατο. Όπως εκείνη επανέρχεται στην άκαιρη απώλεια του πατέρα της. Που, από πείσμα αρνήθηκε να δει την κατάσταση της υγείας του, από ξεροκεφαλιά αρνήθηκε να ζητήσει ιατρική βοήθεια, και όταν πια το έκανε ήταν πολύ αργά. Η μικρή Σύλβια, μόλις οκτώ χρονών τότε, βίωσε τον θάνατό σου σαν εγκατάλειψη και, με οργή, με μίσος, που μόνο μέσα από υπέρμετρη αγάπη, από κολοσσιαία ανάγκη, από το τεράστιο κενό της απουσίας του, θα μπορούσε να βγει. Κι ύστερα εκείνη δεν μπορούσε παρά να ταχθεί στο πλευρό του εκεί, στον Κάτω Κόσμο.
Με εικόνες που μεταφέρουν ιστορίες και σύμβολα-αρχέτυπα από αρχαίους μύθους, με λέξεις που τα τραύματά της αιμορραγούν, η Πλαθ δημιουργεί ένα σύμπαν σκληρό, με γλώσσα κοφτή, ψυχρή, συχνά αποστασιοποιημένη, που στην πραγματικότητα πυρακτώνεται από μια επιθυμία τόσο σφοδρή που σε σαστίζει. Ο μελετητής, ο αναγνώστης δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί αν η επιθυμία αυτή του θανάτου, είναι η επιθυμία του ταγμένου στην ποίηση για μια ζωή καθαρή, αληθινή, “Τραγουδούν/ Για έναν κόσμο πληρέστερο, καθάριο”, είναι μια πράξη απόλυτης σωματικής και πνευματικής ελευθερίας, είναι η έκσταση που προσεγγίζει τον πρωτογονισμό, μια εσωτερική, ανιμιστική εμπειρία. Για μια ζωή που λαχταράει να φθάσει στις ρίζες, στην πηγή, στον κρατήρα, εκεί που η ζωή κοχλάζει άγρια και ασίγαστα.
Το ποίημα Λόρελαϊ της Σύλβια Πλαθ μεταφράζεται, απ’ όσο ξέρω, για πρώτη φορά στη γλώσσα μας και ανήκει στην πρώτη συλλογή ποιημάτων της, Ο Κολοσσός και άλλα ποιήματα, που εκδίδεται το 1960, πριν ακόμα η ποιήτρια γίνει γνωστή. Είναι η πρώτη συλλογή που εκδίδεται πριν τον θάνατό της και πήρε εγκωμιαστικές κριτικές.
Το ποίημα μοιάζει να έχει μια απλή αφηγηματική ροή, δεν έχει ομοιοκαταληξίες, δεν ακολουθεί τις παρηχήσεις για τις οποίες η ποίησή της Πλαθ διακρίνεται. Μιλά για μια σειρήνα του Ρήνου που παρασύρει ναυτικούς στον θάνατο για να εκδικηθεί τον άπιστο εραστή της. Κι όμως Η Λόρελαϊ της Πλαθ στοιχειώνει τον αναγνώστη με τον μελαγχολικό, νερένιο θαρρείς, ρυθμό της. Μια προσεκτική μελέτη στη δομή, στα θέματα, στα στυλιστικά εργαλεία, μας αποκαλύπτει τα εννοιολογικά επίπεδα που η Πλαθ υφαίνει σε αυτό το έργο. Ο τρόπος που η ποιήτρια κόβει τις λέξεις και τις οδηγεί στην επόμενη στροφή δημιουργεί μια αίσθηση ανισορροπίας, αντανακλώντας έτσι την αναταραχή που επιφέρει η σειρήνα στη φυσική τάξη πραγμάτων.
Το τραγούδι της σειρήνας, με τον υπνωτιστικό σαν κύμα παλμό, τη σαγηνευτική εικονοποιία, μιλά για τη δύναμη που έχει η ποίηση να συνεπαίρνει, να μεταμορφώνει. Η Πλαθ είναι δεξιοτέχνης αυτής της δύναμης, χρησιμοποιεί τη γλώσσα για να προκαλέσει σύνθετα συναισθήματα και σκέψεις. Το συγκεκριμένο ποίημα αποτελεί απόδειξη αυτής της τής ικανότητας, του σπάνιου ταλέντου που, σαν το τραγούδι της σειρήνας Λόρελαϊ, μας μπλέκει στα δίχτυα του.
Το ποίημα βασίζεται σε ένα παλιό γερμανικό μύθο που μιλάει για μια νύμφη, την Lorelei. Ετυμολογικά το όνομα προέρχεται από την αρχαία γερμανική λέξεις lureln, που στη διάλεκτο του Ρήνου σήμαινε “μουρμούρισμα”, και την κελτική λέξη ley που σήμαινε «βράχος». «Βράχος που μουρμουρίζει». Ο βράχος αυτός είναι υπαρκτός και ονομάστηκε έτσι διότι τα δυνατά ρεύματα, σε συνδυασμό με την αντήχηση που δημιουργούσε το νερό καθώς έσκαζε πάνω του μέχρι τον 19ο αιώνα, ενίσχυαν την έντασή της βουής του. (Παφλασμός που βέβαια δεν ακούγεται στις μέρες μας λόγω της αστικοποίησης της περιοχής).
Σύμφωνα με τον μύθο η Λόρελάι είναι νεράιδα των νερών που βγαίνει στις όχθες του Ρήνου και, με το τραγούδι της, μαγεύει τους ναυτικούς και τους παρασύρει μαζί της στον βυθό. Και βέβαια η Λόρελαϊ είναι η γερμανική εκδοχή των σειρήνων της Οδύσσειας, που με το τραγούδι τους θέλησαν να σαγηνέψουν τον Οδυσσέα και το πλήρωμά του. Επιπλέον, ο μύθος της βασίζεται στις Νηριήδες και τις Ναϊάδες της ελληνικής μυθολογίας. Μία από αυτές είναι η Λήθη, από την οποία πήρε και το όνομά του ένας από τους πέντε ποταμούς του Άδη, από τα ύδατα του οποίου έπιναν οι κατερχόμενοι νεκροί για να λησμονήσουν το παρελθόν, την επίγεια ζωή τους.
Μια δεύτερη θεωρία βασίζεται στο γεγονός ότι, εξαιτίας των ρευμάτων, πολλά ναυάγια συνέβαιναν κοντά στον βράχο, και αποδίδει την ονομασία στο γερμανικό ρήμα lauern (καραδοκώ, παραφυλάω) με την κατάληξη ley, δηλαδή «Βράχος που καραδοκεί».
Είναι πολύ σημαντικό να σημειώσουμε ότι ο ποταμός Ρήνος του ποιήματος συνδέεται με τη γερμανική καταγωγή του πατέρα της Πλαθ, Όττο Πλαθ. Να σημειώσουμε επίσης ότι το νερό παίζει κομβικό ρόλο στην ποίηση της Πλαθ, αφού εκείνη γλύτωσε από πνιγμό όταν, κοριτσάκι ακόμα στη Μασαχουσέτη, αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει.
Το ποίημα, που συνδέεται με τη βαθιά επιθυμία της να βυθιστεί στα ύδατα της Λήθης, για να λησμονήσει τη ζωή της πάνω στη γη, για να λυτρωθεί, ξεκινάει με τον στίχο, «Τούτη δεν είναι νύχτα μέσα της να πνιγείς». Για να τελειώσει «Πέτρα προς πέτρα, κάτω εκεί οδήγησέ με».
Edger Ende, Lorelei, 1963
Πολλά από τα ποιήματα της συλλογής Ο Κολοσσός και άλλα ποιήματα αντλούν το υλικό τους από πίνακες ζωγραφικής. Το ποίημα “The Disquieting Muses”, λόγου χάριν, εμπνέεται από το ομότιτλο έργο του Giorgio de Chirico. Θεωρούμε βέβαιο λοιπόν ότι η Πλαθ έχει δει και μελετήσει πίνακες των Edger Ende, Albert Pinkham Ryder και Wilhelm Kray, ζωγράφων πολύ διαφορετικών μεταξύ τους, πριν γράψει αυτό το ποίημα.
Albert Pinkham Ryder. The Lorelei (c.1896-1917)
Wilhelm Kray. Loreley. 1878
- Νομίζω ότι το άρθρο δεν θα ήταν πλήρες χωρίς την απαγγελία του ποιήματος από την ίδια την Πλαθ. Τέλεια εκφορά λόγου, άρθρωση, ρυθμός, ταχύτητα και βραδύτητα, παύσεις. Ακούστε την:
- Ακολουθεί το ίδιο ποίημα, με την ίδια φωνή, και μουσική από το gothic rock συγκρότημα And Also the Trees, που διακρίνεται για τους σκοτεινούς, λυρικούς ρυθμούς και την αισθητική ευαισθησία που συνδέεται με τον αγγλικό ρομαντισμό στις τέχνες.