Ο ΜΑΝΟΣ ΑΧΑΛΙΝΩΤΟΠΟΥΛΟΣ αυτοπαρουσιάζεται (ΑΝΦΑΣ) καθώς η Ελένη Ζάχαρη του «κλέβει» μια αυτοπαρουσίαση από την ιστοσελίδα του πριν τον παρουσιάσει και η ίδια (ΠΡΟΦΙΛ) και μετά, τον πείθει να συνομιλήσουν (ΤΕΤ Α ΤΕΤ)!
ΑΝΦΑΣ:
«Γεννήθηκα στην Αθήνα στο μαιευτήριο της Αλεξάνδρας, κάτι μήνες μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας, στις 11 του Γενάρη του 1968. Οι γονείς μου ήταν μάλλον αντίθετοι σε όλα μεταξύ τους, πλην της ομόνοιας που χρειάστηκε για την κατασκευή μου. Αυτή η κόντρα είχε να κάνει με τις καταγωγές τους. Μικρασιατική καταγωγή ο πατέρας μου, Ναυπακτιακής η μητέρα μου. Θυμάμαι πάντα στα γλέντια στο σπίτι, την κόντρα του Ιωνικού με το Δωρικό. Ρετρό καντάδες, Καζαντζίδης και βαλσάκια από τη μια μεριά, Τσάμικα, Καλαματιανά, καγκέλια από την άλλη.
Φοίτησα στο νηπιαγωγείο, στο δημοτικό, στο γυμνάσιο, στο λύκειο και στο Πανεπιστήμιο (χώρια ο στρατός) εκτός από την όντως Παιδεία που έλαβα την προφορική, και πέρασα όλα τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια σε κάποιες γειτονιές στο Άνω Καλαμάκι. Αριστούχος· θα είχα γλιτώσει απ’ όλα τα βάσανα έχοντας καριέρα υπαλλήλου από νωρίς αν δεν είχα πάρει μια μελόντικα στα οκτώ μου χρόνια για τα κάλαντα όπως όλος ο κόσμος, που μετά όμως εμένα μου ‘μεινε και γύρισε σε κλαρίνο.»
ΠΡΟΦΙΛ
Συμπληρώνουμε πως ο Μάνος Αχαλινωτόπουλος έχει σπουδάσει Παιδαγωγικά, Πολιτικές Επιστήμες και έχει ολοκληρώσει Μουσικές Σπουδές στο ΕΚΠΑ (αριστούχος).
Έχει επίσης εντυπωσιακή διδακτική και εκπαιδευτική δραστηριότητα: δίδαξε στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, στο ΤΕΙ Λαϊκής & Παραδοσιακής Μουσικής, στην Άρτα, και συνεργάστηκε με τον Τομέα Τέχνης και Λόγου του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών διοργανώνοντας Πολιτιστικές Εκδηλώσεις με εκπαιδευτικό και όχι μόνο χαρακτήρα. Από τον Οκτώβρη του 2006 διδάσκει δημοτικό κλαρίνο στο Τμήμα Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, ενώ από το 2008 είναι λέκτορας στο ίδιο τμήμα…
Είναι ένας σημαντικός μουσικός, ένας άνθρωπος αφιερωμένος στο κλαρίνο με προσήλωση. Υπηρετεί τη μουσική ενδοσκοπώντας και εντρυφώντας στην Ελληνική Παράδοση από τον Βάκχο ως τα Ακριτικά τραγούδια, τη Βυζαντινή μουσική και τη σταδιακή διαμόρφωση του Δημοτικού τραγουδιού. Οι ενδοσκοπήσεις αυτές έχουν δώσει δημιουργίες όπως το Ζωπυρείν ή το Flight on light.
ΤΕΤ Α ΤΕΤ
– Λ. Ζ. -Μάνο, καλώς ανταμώσαμε!
– Μ. Α. -Καλώς σε βρίσκω!
– Λ. Ζ. -Έχει περάσει αρκετός καιρός από την τελευταία φορά που είχαμε βρεθεί, ωστόσο δεν μου φαίνεσαι αλλαγμένος. Αλήθεια, κάνεις απολογισμό πράξεων,
σκέψεων, επιθυμιών καθώς περνάει ο χρόνος;
– Μ. Α. -Είμαι μόνο λίγο ασπρισμένος από το άγχος…χα χα! Απολογισμό; Παλιά το έκανα. Τελευταία νιώθω το χρόνο ως ρέουσα κατάσταση και προσπαθώ να είμαι
περισσότερο στον παροντικό χρόνο και στον μελλοντικό. Η υπόθεση παρελθόν με αφορά ολοένα και λιγότερο. Οπότε δε μπαίνω στη φάση του απολογισμού.
– Λ. Ζ. -Είσαι ένα παιδί μεγαλωμένο με δυο «πρότυπα», απ’ τη μια πατέρας Μικρασιατικής καταγωγής κι από την άλλη μητέρα από τη Στερεά Ελλάδα. Εσύ μεγαλώνεις ωστόσο στο Άνω Καλαμάκι… παιδί της πόλης δηλαδή. Πώς κατάφερες να μαγευτείς από την Παραδοσιακή μουσική;
– Μ. Α. -Κοίταξε, τότε που μαγεύτηκα, εκεί που ήταν η πρώτη μαγεία, τα πρώτα ερεθίσματα, δεν έμπαινε κανένας επιθετικός προσδιορισμός μπροστά από τη μουσική. Κατόπιν μπήκαν πολλοί. Μπερδεύτηκα στην πορεία χωρίς όμως ποτέ να παρεκκλίνω από την υπόθεση αυτή πολύ: πάντα η μουσική είναι μία.
Όταν λέω μπερδεύτηκα, εννοώ ότι τελικά μπαίνει μια αναλυτική προσέγγιση και ένας αναλυτικός τρόπος σκέψης που δεν ξέρω τι εξυπηρετεί. Ίσως εξυπηρετεί,
ας πούμε, το να πουλάμε δίσκους ή ίσως εξυπηρετεί στο να κατανοούμε τη μουσική ή τα πάντα γύρω μας κάνοντας κατηγοριοποιήσεις. Για μένα η μουσική
είναι μόνο μουσική. Έτυχε να συνδεθεί με κάποιες μνήμες, κάποιες καταστάσεις της παιδικής ηλικίας μου, η παραδοσιακή μουσική, αλλά εντέλει αποδεικνύεται απ’ όλη τη διαδρομή μου ότι η μουσική είναι μία κι ότι δεν
επιδέχεται επιθετικό προσδιορισμό. Όταν μπαίνει επιθετικός προσδιορισμός, παίρνει περισσότερη αξία από την ίδια τη μουσική και τότε κάτι είναι φτηνό,
κάτι λίγο υπάρχει στη μουσική, κάποιο πρόβλημα. Αυτό κατάλαβα στην πορεία.
Μαγεύτηκα, μπήκα και ήταν η μουσική για μένα η ψυχοθεραπεία μου.
Λ.Ζ. – Μάνο, παίζεις κλαρίνο. Ένα όργανο στενά συνδεδεμένο με τα πανηγύρια και με τη λαϊκή παραδοσιακή μουσική, που χρόνια πριν ξεκίνησε η αμφισβήτησή της, όπως και γενικότερα η αμφισβήτηση της Ελληνικής παράδοσης. Το επιλέγεις, το τιμάς και σε τιμά. Με ποια κριτήρια έκανες αυτή την επιλογή;
– Μ. Α. – Γιατί μου άρεσε ο ήχος του! Αλλά, δεν είναι το όργανο τελικά αυτό που κάνει τη διαφορά. Τη διαφορά, κι αυτό το υπογραμμίζω, την κάνει ο τρόπος που παίζεται το κάθε όργανο. Το κλαρίνο από μόνο του είναι ένα πολύ όμορφο όργανο, εντάξει, αλλά μπορεί να είναι καλοπαιγμένο, κακοπαιγμένο, άγρια παιγμένο, ευαίσθητα παιγμένο, να βγάζει εσωτερικότητα, να μη βγάζει, να βγάζει εφέ ή το αντίθετο, να έχει αφαιρετικότητα ή να μην έχει, να είναι φλύαρο, πολλά μπορεί να είναι. Ο τρόπος είναι που προκαλεί το ενδιαφέρον σ’ όλα τα όργανα, νομίζω.
Τώρα τα πανηγύρια είναι μια χαρά! Τα πανηγύρια, και τα γλέντια γενικώς, είναι πολύ ωραίο πράγμα και νομίζω ότι λειτουργούν θεραπευτικά για τους ανθρώπους.
– Λ. Ζ. -Πιστεύεις πώς τα πανηγύρια έχουν κάτι να διδάξουν τους Νεοέλληνες; Κάτι
που λείπει πιθανόν απ’ τη σημερινή εποχή;
– Μ. Α. Σαφώς και έχουν να διδάξουν! Να διδάξουν, θα μου επιτρέψεις, ακόμα και κάποια «πολιτική» στάση. Γιατί, για να περάσεις καλά στα πανηγύρια πρέπει
να ξέρεις καλά αυτά που συμβαίνουν εκεί. Δε μπορείς όμως, όταν είσαι αμύητος, να καταλάβεις τι γίνεται, πρέπει να μιλάς τις γλώσσες που μιλιούνται εκεί. Οι γλώσσες είναι πολλές, είναι μουσικές, είναι ντοπιολαλιές, είναι σωματικές γλώσσες, είναι γλώσσες πολλών τελετουργιών που κρατάνε από πολύ παλιά. Οπότε κάθε άνθρωπος που μετέχει εκεί γίνεται
περισσότερο πρόσωπο ας πούμε, περισσότερο άνθρωπος μετέχων με άποψη.
Γίνεται ενεργητικός ακροατής. Στο πανηγύρι, αν θες να είσαι καλός, πρέπει να είσαι ενεργητικός ακροατής, να βάζεις την ψηφίδα σου στο παζλ που λέγεται μουσική. Γιατί μουσική δεν είναι μόνο ο μουσικός. Η καλή μουσική περιέχει κάποιες φορές και τους ακροατές, οπότε έχει αυτή την ευθύνη. Για έναν άνθρωπο ο οποίος έχει μάθει να είναι απλός καταναλωτής, να αλλάζει μόνο κουμπάκια, μπορεί να είναι βαρετή κατάσταση τα πανηγύρια.
– Λ. Ζ. -Υπάρχει κάποια στιγμή που η παραδοσιακή μουσική γίνεται “in”;
– Μ. Α. -Ναι, κατά καιρούς διάφορα κινήματα, φιλοσοφικά ή άλλα, τα τελευταία 20 – 25 χρόνια έχουν προτάξει και την υπόθεση παραδοσιακή μουσική, αυτεπίγνωση,
εθνική πατριδογνωσία. Πολλά πράγματα βαρύγδουπα έχουν ειπωθεί άλλοτε πιο εύστοχα άλλοτε λιγότερο. Προσωπικά, έχω νιώσει το όργανό μου να γίνεται
“in”, ας πούμε, σε κάποιες φάσεις και είχα την τύχη και την ευκαιρία μέσω αυτού του ανοίγματος να έχω προσκλήσεις από πολλούς μουσικούς, πολύ σημαντικούς σε διάφορα είδη μουσικής, Έλληνες και ξένους. Ευτυχώς όμως δεν έγινε με το δημοτικό τραγούδι αυτό που έγινε με το Ρεμπέτικο.
– Λ. Ζ. -Δεν πέρασε δηλαδή σε μια κατάσταση ‘χρησιμοθηρικής απομίμησης’;
– Μ. Α. -Ναι, δεν έγινε τόσο πολύ “in” ώστε να του συμβεί αυτό που συνέβη με το Ρεμπέτικο: ευτυχώς δεν δημιουργήθηκαν Δημοτικάδικα – όπως τα αντίστοιχα
Ρεμπετάδικα!
–Λ. Ζ. – Καλό είναι αυτό!
– Μ. Α. -Νομίζω ναι. Τα «Δημοτικάδικα», αυτά που υπάρχουν, υπήρχαν από πάντα. Βέβαια, η προσωπική μου διαδρομή δεν είναι ταυτισμένη μ’ αυτό τον χώρο.
Άλλο πράγμα έκανα και κάνω εγώ όλα αυτά τα χρόνια, κάτι πιο προσωπικό που δεν έχει να κάνει μόνο με τη δημοτική μουσική, την οποία λατρεύω! Ή μάλλον,
δοκιμάζω πολλά διαφορετικά άλλα πράγματα αλλά, πάντοτε επιστρέφω! Η σχέση μου με τη δημοτική μουσική είναι για μένα μια σχέση αναφοράς. Παίζω ένα
δημοτικό: ένα λαϊκό όργανο μπορεί να κάνει τα πιο μακρινά πράγματα, τα πιο extreme σε σχέση με τη φύση του… Μπορώ να παίξω μουσική οπουδήποτε στον
πλανήτη, μου ‘χει τύχει αυτό, δόξα τω Θεώ, να παίξω με μουσικούς τελείως ξένους προς τη δική μου κουλτούρα, ακόμα και με κλασικούς μουσικούς πολλές φορές, με ορχήστρες, με πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Όμως η υπόθεση «δημοτικό γλέντι» είναι πάντα η αναφορά μου. Γιατί εκεί υπάρχει αυτό που σου περιέγραψα προηγουμένως. Υπάρχει αυτή η σχέση που όλοι ξέρουμε και είναι σαν τη μυρωδιά του ψημένου ψωμιού όταν μπαίνεις σε μια πόλη ή σ’ ένα χωριό. Η μυρωδιά του ψωμιού που ψήνεται στο φούρνο σου δημιουργεί αμέσως
μια αίσθηση οικειότητας, μνήμης. Έτσι είναι κι αυτή η μουσική. Λες, «οκ, είμαστε εδώ, μαζί!» Οπότε εκεί επιστρέφω πάντα κι είναι η αίσθηση ότι επιστρέφω σ’ αυτό το ‘μαζί’.
– Λ.Ζ. -Συνεργάστηκες και συνεργάζεσαι κατά καιρούς με μουσικούς από διάφορες χώρες. Εστιάζοντας στη συνεργασία με Βαλκάνιους, Τούρκους και Αρμένιους θα
σε ρωτήσω κάτι πιθανώς κοινότοπο: Τι μας δένει ή τι μας χωρίζει τελικά με τους γείτονες λαούς; Υποθέτω, η μουσική, ως μέρος του πολιτισμού, θα είναι ενδεικτικό στοιχείο.
Μ. Α. – Είναι αυτό που είχε πει κάποτε μια γιαγιά στον Αηδονίδη. Του είπε: «Τα λόγια έχουν χωριό, ο σκοπός, δηλαδή η μουσική, δεν έχει χωριό.»
Η μουσική έχει εντοπιότητα, υπάρχουν χρώματα που σχετίζονται με τους τόπους αλλά, αυτοί οι τόποι, αυτοί οι διαχωρισμοί, οι διαφορές σε σχέση με τους τόπους, δεν είναι οι πολιτικές κατηγοριοποιήσεις ούτε οι εθνικές. Υπάρχουν ηχοτοπία που είναι πολύ μεγαλύτερα απ’ ότι τα εθνικά κράτη. Τώρα, κάθε εθνικό κράτος φροντίζει να κάνει μια εθνική ιστορία και μια εθνική, πολιτισμική ιστορία και για λόγους ασφαλείας, που είναι κατανοητοί,
προσπαθεί, ιδιαίτερα παλιότερα, να τονίσει τις διαφορές παρά τις ομοιότητες. Ωστόσο πιστεύω ότι οι ομοιότητες είναι πάρα πολλές με τους γείτονες. Υπάρχουν και διαφορές βεβαίως, να μην το παραγνωρίζουμε αυτό. Ως
προς την εκφορά, ως προς το ήθος, ως προς διάφορα πράγματα που έχουν να κάνουν ακόμα και με τη θρησκευτικότητα. Όλα αυτά φαίνονται πολύ αν ψάξει
κανείς στην υπόθεση ‘πολιτισμός και μουσική’ αλλά και οι ομοιότητες είναι επίσης πάρα πολλές.
Έτσι, με όλους αυτούς που ανέφερες, Αρμένιους, Τούρκους, Βαλκάνιους, νιώθεις όπως νιώθεις με το γείτονά σου! Μπορεί καμιά φορά να αλλάζει το
όνομα μιας μουσικής κλίμακας, ή να αλλάζει το όνομα ενός σκοπού ή ενός ρυθμού αλλά είναι πολύ κοντά τα πράγματα. Το μουσικό υλικό μοιάζει, υπάρχουν μεγάλες ομοιότητες και τα βρίσκουμε μια χαρά. Καθώς μάλιστα
περνούν τα χρόνια, ακόμα και μ’ αυτούς που είναι μακριά, που δεν γειτονεύεις σε χωροταξικό επίπεδο και μ’ αυτούς ακόμα η μουσική είναι τόσο ανοιχτή γλώσσα που τα βρίσκεις μια χαρά. Αν υπάρχει ουσία βρίσκεις
ενδιαφέρον και κοινό τόπο.
– Λ. Ζ. -Νομίζω πως κάπου το έλεγες αυτό και για τη συνεργασία με Ινδούς και άλλους. Είναι αλήθεια τελικά πως η μουσική ενώνει;
–Μ. Α. -Με Ινδούς, με πολλούς κι από παντού! Ναι… ενώνει. Ενώνει όταν κανείς ψάξει αυτό που είναι βαθιά, πιστεύω. Όταν το ψάξει βαθιά και αποκτήσει μια γνώση που να μην είναι ευκαιριακή, τότε πιο εύκολα επικοινωνεί με τους άλλους, που σε πρώτο επίπεδο μπορεί να φαντάζουν διαφορετικοί.
– Υπάρχουν πράγματα που σ’ έχουν απογοητεύσει εντός Ελλάδος ώστε να πεις «θα φύγω, θα κάνω καριέρα έξω»; Έχεις άλλωστε συνεργαστεί με σημαντικούς ξένους
καλλιτέχνες και ορχήστρες…
– Μ. Α. -Στην Ελλάδα υπάρχουν κάποιες ψυχοπαθολογίες κοινωνικής φύσεως, που μας ταλαιπωρούν όλους και πολλές φορές τα πράγματα δε δουλεύουν όπως θα θέλαμε.
Στον τομέα του Πολιτισμού, που είναι μια υπόθεση παλιά για μας τους Έλληνες, πολλά πράγματα όντως, από πλευράς κρατικής φροντίδας δεν υπάρχουν.
Τα πράγματα για οτιδήποτε κάνει κανείς πολλές φορές ακολουθούν το δρόμο του ‘άμα σε ξέρω, καλώς, άμα δε σε ξέρω δεν υπάρχεις’. Με λίγα λόγια δεν έχουμε
διασφαλίσει στον κοινωνικό μας βίο – θα πω κάτι που ίσως ακουστεί πολιτικάντικο – το θεσμικό πλαίσιο για να λειτουργούμε ξεκάθαρα και φωτεινά. Αυτό δημιουργεί απογοητεύσεις. Όμως είναι τόσο όμορφα αυτά που έχει αυτή η χώρα σε ποιητικό επίπεδο, και δεν εννοώ αυτό που έχει να κάνει με τα ποιήματα μόνο, που νομίζω αν τα ψάξει θα τα ανακαλύψει κανείς.
– Λ. Ζ. –Μάνο, διδάσκεις σε παιδιά, μικρά και μεγάλα. Η διδακτική εμπειρία σ’ έχει βοηθήσει, σε βοηθάει στην πορεία σου ή όχι;
– Μ. Α. -Βέβαια! Όσο περνάει ο καιρός όλο περισσότερο μαθαίνω από τους μαθητές μου.
Κατ’ αρχάς ανακαλύπτεις τη μοναδικότητα κάθε ανθρώπου, πράγμα πολύ σπουδαίο, και στη μουσική φαίνεται με τη μια. Δείχνεις σε κάποιον ας πούμε
μια τεχνική, ένα μυστικό, ένα μουσικό κομμάτι, κι ο άλλος το κάνει κι ανθίζει εντελώς αλλιώς. Αυτό σε ενθουσιάζει. Το ίδιο συμβαίνει με άλλον και με άλλον…. αυτά είναι μοναδικές εμπειρίες. Είναι νομίζω ευλογία να έχεις να κάνεις με ανθρώπους παρά με χαρτιά. Η γνώση άλλωστε δεν είναι από μόνη της κάτι θεωρητικό. Σωματοποιείται και βέβαια προσωποποιείται κιόλας,
ενσαρκώνεται. Έχει διαφορά από άνθρωπο σε άνθρωπο, από πρόσωπο σε πρόσωπο, κι εκεί είναι όλη της η ομορφιά.
– Λ. Ζ. Είναι εξομολογητική έκφραση για σένα η μουσική; Νιώθεις πως κάποιοι από
κάτω λαμβάνουν τα «κύματα» που δονούν τη δική σου ψυχή όταν παίζεις;
–Μ. Α. Εγώ παίζω πρώτα απ’ όλα για μένα. Μπορεί να ακούγεται κάπως αυτό αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Προσπαθώ δηλαδή να ευχαριστηθώ εγώ. Τώρα αν ευχαριστούνται και λαμβάνουν μηνύματα και άλλοι άνθρωποι είναι κάτι που με κάνει και χαίρομαι πολύ. Ωστόσο τα μηνύματα που λαμβάνει ο καθένας δεν είναι ίδια. Υπάρχει πολλή ελευθερία στο να καταλάβει κανείς αυτό που θέλει εκείνη τη στιγμή ανάλογα με τη διάθεσή του. Επειδή η μουσική είναι γλώσσα, ένας
σημειολογικός κώδικας , είναι πολύ ανοιχτό πράγμα κι έτσι δεν γίνονται συνειρμοί είτε απαγορευτικοί είτε και καλά προσανατολισμένοι προς μια κατεύθυνση. Δεν είναι απαραίτητο το ερέθισμα του συνθέτη ή του μουσικού να
έχει τον ίδιο αντίκτυπο στον ακροατή. Μπορεί η έμπνευση να είναι ‘λύπη’ και να γεννά χαρά ή το εντελώς αντίθετο. Υπάρχει αυτή η ελευθερία άλλωστε στην
Τέχνη, για όλους μας γενικότερα. Ο άλλος αντιλαμβάνεται αυτό που θέλει αυτό που μπορεί. Είναι θέμα ματιάς.
Προσωπικά, δε νιώθω ότι εξομολογούμαι, απλώς νομίζω ότι η μουσική βγαίνει από ένα κέντρο της ψυχής και του εγκεφάλου που είναι στην ουσία προγλωσσικό. Είναι από πολύ πίσω δηλαδή, από το ασυνείδητο οπότε βγαίνουν
πράγματα βαθιά, ειδικά στον αυτοσχεδιασμό.
– Λ. Ζ. Τι θα ήθελες, Μάνο να αλλάξει στο χώρο της μουσικής; Πιστεύεις πως υπάρχει κάποιος ρατσισμός απέναντι σ’ αυτούς που δηλώνουν πως παίζουν «παραδοσιακή» μουσική;
– Μ. Α. Η αλήθεια είναι πως θα ήθελα να μην υπάρχουν κατηγοριοποιήσεις λ.χ. έντεχνο, άτεχνο, σκυλάδικο, λαϊκό, παραδοσιακό, κλπ. Κατηγοριοποιήσεις
ευκαιριακές μέχρι και αστείες κάποιες φορές. Γιατί δεν ισχύουν. Θα ήθελα επίσης ολοένα και περισσότεροι νέοι άνθρωποι να εμπνέονται από την υπόθεση
Παράδοση και να δημιουργούν νέα πράγματα. Θα ήθελα δηλαδή η παράδοση να μην είναι γερασμένη, αρτηριοσκληρωτική, να μην είναι στη φορμόλη, να μην είναι μια γριά που πάσχει από διδακτισμό αλλά να βρίσκουμε, όσο γίνεται, την ουσία της και να την μεταφράζουμε μέσα από το σώμα μας, από τον εαυτό μας, την προσωπική μας ματιά κι από τον καιρό μας. Σαφώς κι απ’ αυτές τις ρίζες που είναι πολύ σημαντικές γιατί δέντρο χωρίς ρίζες δε μπορεί να κάνει
ανθούς. Στόχος μας είναι πάντα ο ανθός αλλά για να είναι ωραίος πρέπει να έχει ρίζες, πράγμα αυτονόητο, όμως όλο το πράγμα κινείται προς το λουλούδι, προς το μέλλον. Γι’ αυτό και θα ‘θελα περισσότεροι νέοι άνθρωποι να βρουν αυτές τις ρίζες, να βρουν τι τους ταιριάζει από εκεί και με γενναιότητα να κάνουν καινούργια πράγματα.
– Λ. Ζ. -Υπάρχει κάτι που το εμποδίζει αυτό;
–Μ. Α. –Υπάρχει, ναι. Το γεγονός ότι η Ελλάδα ως χώρα είναι μια κοινωνία στραμμένη στο παρελθόν. Με πολύ σπουδαίο παρελθόν, το οποίο είτε δεν το γνωρίζουμε είτε όταν το γνωρίζουμε αυτό γίνεται με στρεβλό τρόπο και μας πλακώνει, και δε μπορούμε να είμαστε δημιουργικοί – και εντέλει πάσχουμε από παρελθοντισμό, από προγονοπληξία και δεν κοιτάμε μπροστά τον κόσμο, τον
πλανήτη ολόκληρο χωρίς ενοχές και κόμπλεξ. Αυτό μας εμποδίζει νομίζω. Η ελληνική κοινωνία πολλές φορές είναι μια γεροντολαγνική κοινωνία, μια κοινωνία που δεν δίνει για τους νέους ανθρώπους αυτά που θα έπρεπε.
Καπιταλιστικά να το δούμε, δεν τους εκμεταλλεύεται! Είναι ύβρις αυτό! Να υπάρχει τόσο νέο δυναμικό και να μένουν άνθρωποι έτσι επειδή υπάρχει ένα καθεστώς στο οποίο πρέπει να ‘βολευτούν’ οι ημέτεροι ντε και καλά και να μην αλλάξουμε αυτό που υπάρχει. Όσο δεν εκμεταλλευόμαστε όλες τις υγιείς δυνάμεις της κοινωνίας μας, απ’ όπου κι αν προέρχονται, θα έχουμε
προβλήματα. Διότι ο Πλάτων εδώ έζησε κι ο Αριστοτέλης, οι Τραγωδίες εδώ γράφτηκαν, αλλά ΓΡΑΦΤΗΚΑΝ, είναι παρελθόν. Πλέον είναι πανανθρώπινη, οικουμενική πολιτιστική παρακαταθήκη. Δεν είναι μόνο δικά μας. Εμείς αν τα αγαπάμε και νιώθουμε ότι είμαστε καλά με την Πατρίδα μας πρέπει να τα ξέρουμε, να τα βιώσουμε και να προχωρήσουμε κάνοντας έστω το ένα κατομμυριοστό απ’ αυτά. Αλλά να το κάνουμε, χωρίς να στεκόμαστε στο ‘εμείς
είμαστε και κάναμε’…. Να προχωρήσουμε στο μέλλον.
– Λ. Ζ. -Ζούμε σ’ έναν τόπο που βρίσκεται σε μια δύσκολη κατάσταση. Σε ικανοποιεί η
στάση των καλλιτεχνών, των λογοτεχνών, γενικά των ανθρώπων του Πνεύματος
και της Τέχνης απέναντι σ’ όσα συμβαίνουν;
– Μ. Α. -Ξέρεις, όλοι οι καλλιτέχνες είμαστε πολλές φορές λίγο παραπάνω νάρκισσοι απ’ ό, τι χρειάζεται και κλεινόμαστε μες στις συντεχνίες μας, μέσα στα
communities τα διάφορα που κατασκευάζουμε, στους κόσμους μας και δεν ξεκλειδώνουμε ποτέ από εκεί για να βγούμε. Είναι ένα πρόβλημα αυτό όντως!
Τόσο πολύ κλεινόμαστε τελικά που καμιά φορά αυτά που φτιάχνουμε δεν αφορούν τίποτα, κανέναν άλλον εκτός από εμάς και πέντε φίλους μας – παίζει αυτό
πολλές φορές – ή αυτούς που μας λένε μπράβο, ή αυτούς που είναι η αυλή μας.
Αυτό συμβαίνει… Είναι η μια πλευρά αυτή. Απ’ την άλλη πλευρά, η πολύ συνδικαλιστική του να ‘βγούμε όλοι μαζί’ και να κάνουμε και να οργανωθούμε, «δεν με ψήνει» σαν στάση καλλιτεχνών αυτή.
– Λ. Ζ. -Δεν μιλάω για συνδικαλισμό, μιλάω για προσωπική στάση, γενικά για «φωνή». Μιλάω για το αυθόρμητο.
–Μ. Α. -Ναι, βλέπω κάποιους που βγαίνουν και φωνάζουν. Ο Βαλαωρίτης σε κάποια φάση μίλησε, δε θυμάμαι γιατί είχε μιλήσει. Παίρνει θέση για διάφορα·. Παρόλο
που είναι γέρων, είναι νέος εντέλει. Είναι σε εγρήγορση! Κάποιοι μιλούν.
Εξαρτάται βέβαια πώς το κάνει κανείς, μιλάει για να φαίνεται ο ίδιος ή μιλάει γιατί αγαπάει και ενδιαφέρεται για τους ανθρώπους; Με κατανόηση και γιατί θέλει να συμβάλλει αν μπορεί προς μια θετική κατεύθυνση; Τι να σου πω, είναι θέμα στάσης του καθενός αυτό το πράγμα. Αλλά δεν είναι μόνο θέμα καλλιτεχνών ή επιστημόνων ή ανθρώπων του πνεύματος· αυτό, νομίζω, είναι
θέμα συλλογικότητας. Βιώνουμε μια κατάσταση πιο μοναχική τα τελευταία χρόνια και οι συλλογικότητές μας είναι σε φάση επαναδιαμόρφωσης.
– Λ. Ζ. -Μάνο, θέλω να σ’ ευχαριστήσω κατ’ αρχάς για την παρουσία σου κοντά μας, επίσης για τον πηγαίο αυθορμητισμό στις απαντήσεις σου, και να σού ευχηθώ
έμπνευση, δημιουργικότητα και επιτυχία!
– Μ. Α. -Ευχαριστώ κι εγώ για την πρόσκληση! Να ευχηθώ με τη σειρά μου τα καλύτερα για όλους και για τον τόπο μας.