Βurnt Νοrtοn
τοῦ λόγου δ’ ἐόντος ξυνοῦ ζώουσιν οἱ πολλοί ὡς ἰδίαν ἔχοντες φρόνησιν. I σ. 77 Ἀπόσπ. 2
ὁδός ἂνω και κάτω μία καί ὡυτή. I σ. 89 Ἀπόσπ. 60 Diels: Die Fragmente der Vorsokratiker (Herakleitos)
I
Ο χρόνος ο παρών κι ο παρελθών χρόνος
Ίσως κι οι δυο να ’ναι παρόντες στο μέλλοντα χρόνο,
Κι ο μέλλων χρόνος να εμπεριέχεται στον παρελθόντα.
Εάν όλος ο χρόνος εσαεί είναι παρών
Σύμπας ο χρόνος δεν μπορεί να ανακτηθεί.
Αυτό που θα μπορούσε να ’χει υπάρξει είναι κάτι το αφηρημένο
Που παραμένει μια αέναη δυνατότητα
Μονάχα σ’ έναν κόσμο εικασιών.
Αυτό που θα μπορούσε να ’χει υπάρξει και αυτό που υπήρξε
Σηματοδοτούν ένα τέλος, που είναι πάντοτε παρόν.
Αντίλαλοι βημάτων μες στη μνήμη
Κάτω στο μονοπάτι που δεν πήραμε
Κατά την πόρτα που βγάζει στον ροδώνα
Και ποτέ δεν την ανοίξαμε. Έτσι τα λόγια μου αντηχούν
Μες στο μυαλό σας.
Μα για ποιο λόγο
Τη σκόνη να ενοχλούμε σ’ ένα μπολ με ροδοπέταλα;
Δεν ξέρω.
Άλλοι αντίλαλοι
Τον κήπο κατοικούν. Ν’ ακολουθήσουμε;
Γρήγορα, λάλησε το πουλί, βρείτε τους, βρείτε τους,
Πίσω απ’ τη γωνία. Μέσ’ απ’ την πρώτη πύλη,
Μέσα στον πρώτο κόσμο μας, ν’ ακολουθήσουμε
Την παραπλάνηση της κίχλης; Μέσα στον πρώτο κόσμο μας.
Ήταν εκεί εκείνοι, αξιοπρεπείς, αόρατοι,
Αβίαστα κινούμενοι, πάνω απ’ τα νεκρά φύλλα,
Στη ζέστη του φθινόπωρου, μες στον δονούμενο αέρα,
Και το πουλί λάλησε, απαντώντας
Στην ανάκουστη μουσική την κρυμμένη στους θάμνους,
Και διασταυρώθηκε με την ακτινοβόλα αθέατη ματιά,
γιατί τα ρόδα
Είχαν την όψη λουλουδιών που τα κοιτάζουν.
Ήταν εκεί εκείνοι, καλεσμένοι μας,
να τους δεχόμαστε και να μας δέχονται.
Έτσι κινήσαμε, μαζί κι εκείνοι, σε τελετουργική παράταξη,
Κατά μήκος της έρημης αλέας, στο κυκλικό παρτέρι,
Για να κοιτάξουμε κάτω στη στραγγισμένη στέρνα.
Στεγνή η στέρνα, στεγνό τσιμέντο, σκούρο στις άκρες,
Κι η στέρνα γέμισε νερό απ’ το ηλιόφως,
Κι ήρεμα, ήρεμα, αναδύθηκε ο λωτός,
Η επιφάνεια άστραψε από την καρδιά του φωτός,
Κι εκείνοι ήταν πίσω μας, και καθρεφτίζονταν στη στέρνα.
Ύστερα πέρασε ένα σύννεφο, κι η στέρνα άδειασε ξανά.
Φύγετε, είπε το πουλί, γιατί οι φυλλωσιές
ήταν παιδιά γεμάτες,
Κρυμμένα, ξαναμμένα, συγκρατώντας τα γέλια τους.
Φύγετε, φύγετε, φύγετε, είπε το πουλί: οι άνθρωποι
Πολλή πραγματικότητα ν’ αντέξουν δεν μπορούν.
Ο παρελθών ο χρόνος και ο μέλλων χρόνος
Αυτό που θα μπορούσε να ’χει υπάρξει και αυτό που υπήρξε
Σηματοδοτούν ένα τέλος που είναι πάντοτε παρόν.
(…)