IV
Ο πληγωμένος χειρουργός ασκείται στο νυστέρι
Κι επίμονα το άρρωστο το μέρος ανακρίνει’
Νιώθουμε στου θεραπευτή το ματωμένο χέρι
Την αιχμηρή συμπόνια του, που μοναχά εκείνη
Του θερμοδιαγράμματος το αίνιγμα το λύνει.
Η ασθένεια είναι λοιπόν η μόνη μας υγεία
Αν υπακούουμε πιστά αυτή τη νοσοκόμα
Που ξεψυχά, μα δεν ζητά να κάνει την αγία
Κι έχει μονάχα κατά νου την έγνοια την παγία
Την αμαρτία του Αδάμ, να μας θυμίζει ακόμα
Και πως θα αρρωστήσουμε κι άλλο, πριν γιατρευτούμε.
Ολόκληρη η γη για μας είναι η κλινική μας
Τον Κροίσο που την δώρισε θα τον ευχαριστούμε
Κι αν καταστράφηκε μετά, πάντα θα τον τιμούμε
Κι εδώ, αν είμαστε καλοί, την τελευταία πνοή μας
Θ’ αφήσουμε, μες στη στοργή την πατρική εκείνη ιοο
Που δε μας παρατά ποτέ και πάντα είναι μαζί μας.
Απ’ τ’ άκρα ως τα γόνατα το ρίγος ανεβαίνει,
Αν πρόκειται να ζεσταθώ, κρύο με περιμένει
Σε καθαρτήριου φωτιές θα τρέμει η ψυχή μας
Φλόγα τους τριαντάφυλλα, ρείκια καπνός του κρύου.
Είναι το μόνο μας ποτό το αίμα που σταλάζει,
Σάρκα μέσα στα αίματα, τροφή δεν έχουμε άλλη:
Σε πείσμα αυτών, σκεφτόμαστε και μας καθησυχάζει
Η σκέψη: είμαστε γεροί, σάρκα κι αίμα – Πάλι
Σε πείσμα, την Παρασκευή αυτή λέμε Μεγάλη.