ΓΕΡΟΝΤΙΟΝ (1920)
Δεν έχεις ούτε νιότη ούτε γήρας
μα και τα δυο, σαν όνειρο σε ύπνο
μετά το δείπνο.
(………………..)
Άτονα πηγαινέλα
Υφαίνουν τον αέρα. Φαντάσματα δεν έχω,
Γέροντας σ’ ένα σπίτι όλο ρεύματα
Κάτω από ένα λόφο ανεμοδαρμένο.
Με τόση γνώση, ποια συγχώρηση; Σκεφτείτε τώρα,
Η Ιστορία έχει πονηρά περάσματα, επινοημένους διαδρόμους
Κι εκβολές, εξαπατάει με ψιθυριστές φιλοδοξίες,
Και με κενοδοξίες μάς οδηγεί. Σκεφτείτε τώρα,
Προσφέρει, όταν έχουμε την προσοχή αλλού στραμμένη
Και ό, τι προσφέρει, το δίνει με ευέλικτα μπερδέματα, τόσο,
Που η προσφορά επιτείνει τη λαχτάρα. Δίνει πολύ αργά
Ό,τι δεν είναι πιστευτό ή και αν είναι ακόμα πιστευτό,
Μόνο στη μνήμη πια, το πάθος επανέρχεται. Δίνει πολύ νωρίς
Στα αδύναμα χέρια ό,τι δεν θεωρείται απαραίτητο
Ώσπου η άρνηση να εκπέμψει φόβο. Σκεφτείτε,
Ούτε ο φόβος ούτε η γενναιότητα μας σώζουν. Αφύσικες διαστροφές
Γεννιούνται από τον ηρωισμό μας. Αρετές
Μας επιβάλλονται από τα αδιάντροπα εγκλήματά μας.
Τα δάκρυα αυτά τινάζονται από το δέντρο της υπομονής.
Ο τίγρης ξεπηδά στο νέο χρόνο. Μας κατασπαράζει.
Σκεφτείτε επιτέλους,
Δεν έχουμε βγάλει συμπέρασμα, ενώ εγώ
Ξυλιάζω σ΄ένα νοικιασμένο σπίτι. Σκεφτείτε επιτέλους,
Δεν έκανα από σκοπού τέτοιες αποκαλύψεις
Ούτε υποκινούμενος από διεστραμένους δαίμονες.
Επ’ αυτού, θα σας αντιμετώπιζα εντίμως.
Εγώ που ήμουν στην καρδιά σας, εκδιώχθηκα από κει
Για να χάσω την ομορφιά στον τρόμο, τον τρόμο στην έρευνα.
Έχω χάσει το πάθος μου: υπάρχει λόγος να το διατηρώ
Αφού αυτό που διατηρείται πρέπει και να νοθεύεται;
Έχω χάσει την όραση, την όσφρηση, την ακοή, τη γεύση, την αφή μου:
Πώς να τις χρησιμοποιούσα για στενότερη μαζί σας επαφή;
Αυτές μαζί με χίλιους μικρούς συλλογισμούς
Παρατείνουν το όφελος του παγωμένου τους παραληρήματος,
Ερεθίζουν το δέρμα, όταν η αίσθηση έχει κρυώσει
Με καυστική αδιαντροπιά πολλαπλασιάζουν την ανομοιομορφία
Σε μια έρημο κατόπτρων. Τι θα κάνει η αράχνη,
Θα αναστείλει το έργο της; Θα καθυστερήσει το σκαθάρι;
Ο Ντε Μπάγια, ο Φρέσκα, η κυρία Κάμελ περιδινήθηκαν
Πέρ’ απ’ τον κύκλο της ριγηλής Άρκτου
Σε θραύσματα ατόμων. Γλάρος κόντρα στον άνεμο
Σε ανεμόδαρτα στενά
Της Bell Isle, ή ορμώντας στο Ακρωτήριο Horn,
Άσπρα φτερά στο χιόνι η Άβυσσος διεκδικεί,
Και έναν γέρο άνθρωπο οδηγημένο από τους Αληγείς
Σε μια ληθαργική γωνιά.
Ένοικοι του σπιτιού,
Σκέψεις στεγνωμένου μυαλού σ’ εποχή ξηρασίας.