Ι
Αφού δεν ελπίζω να ξαναγυρίσω
Αφού δεν ελπίζω
Αφού δεν ελπίζω να γυρίσω
Ποθώντας το χάρισμα του ενός και τις προοπτικές του άλλου
Δεν αντιμάχομαι πια ν’ αντιμάχομαι τέτοια πράγματα
(Γιατί θα έπρεπε ν’ απλώνει τα φτερά του ο γερασμένος αετός;)
Γιατί θα ’πρεπε να πενθώ
Της κοινής εξουσίας τη χαμένη δύναμη;
Αφού δεν ελπίζω να ξαναγνωρίσω
Την ασταθή δόξα της στιγμής
Αφού δεν νομίζω
Αφού γνωρίζω πως δεν θα γνωρίσω
Τη μόνη αυθεντική πρόσκαιρη ισχύ
Αφού δε δύναμαι να πιω
Εκεί που ανθίζουν δέντρα και ρυάκια κελαρύζουν, αφού
Τίποτα δεν γίνεται ξανά
Αφού γνωρίζω πως ο χρόνος είναι πάντα χρόνος
Κι ο τόπος, τόπος πάντοτε και μόνο τόπος
Κι ό,τι είναι παρόν, είναι παρόν μόνο για μια στιγμή
Και μοναχά για ένα σημείο
Χαίρομαι που τα πράγματα είναι όπως είναι και
Απαρνούμαι την ευλογημένη όψη
Και απαρνούμαι τη φωνή
Αφού δεν μπορώ να ελπίζω πως θα επιστρέψω
Χαίρομαι συνεπώς έχοντας να δημιουργήσω κάτι
Που να χαίρομαι γι αυτό
(…)
IV
Ποια βάδισε ανάμεσα σε βιολετί και βιολετί
Ποια βάδισε ανάμεσα
Στους ποικιλόμορφους σχηματισμούς των κλιμακώσεων του πράσινου
Προχωρώντας στα λευκά και τα γαλάζια, στης Μαρίας το χρώμα
Μιλώντας για πράγματα μηδαμινά
Σε άγνοια και σε γνώση της αιώνιας οδύνης
Ποια βάδισε ανάμεσα στους άλλους καθώς περπατούσαν
Ποια, τέλος, έδωσε σφρίγος στις πηγές, δροσιά στα ρυάκια
Τη στεγνή πέτρα έψυξε, συνέταξε την άμμο
Σε γαλανό δελφινίου, γαλάζιο, της Μαρίας το χρώμα.
Sovegna vos.*
Ιδού τα έτη που πορεύονται ανάμεσα, απωθώντας πέρα
Δοξάρια και αυλούς, επαναφέροντας
Εκείνη που κινείται μες στον χρόνο, ανάμεσα ύπνου κι εγρήγορσης
Φορώντας
Λευκό φως πτυχωμένο, ολόγυρά της πτυχωμένο.
Πορεύονται τα νέα έτη, επαναφέροντας
Μεσ’ από λαμπερό νέφος δακρύων, τα έτη, επαναφέροντας
Με μια στροφή καινούργια, τον αρχαίο ρυθμό. Εξαργύρωσε
Τον χρόνο. Εξαργύρωσε
Το αδιάγνωστο όραμα στο θείο όνειρο
Όπου διαμαντoποίκιλτοι μονόκεροι
Σύρουν τη χρυσαφένια νεκροφόρο.
Η σιωπηλή αδελφή, πεπλοφορούσα στα λευκά και τα γαλάζια
Ανάμεσα στους σμίλακες, πίσω απ’ τον θεό του κήπου
Που ο αυλός του είναι πια χωρίς πνοή,
Έγειρε το κεφάλι, έγνεψε
Αλλά δεν είπε λέξη
Μα η πηγή αναπήδησε και το πουλί κελάηδησε
Εξαργύρωσε το χρόνο, εξαργύρωσε το όνειρο
Το σημείο του ανήκουστου λόγου, ανείπωτο
Ως να τινάξει ο άνεμος χίλιους ψιθύρους απ’ τους σμίλακες
Κι ύστερα από αυτό, η εξορία μας.
*Σε παλαιά ισπανικά: Να είσαστε προσεκτικοί