Δέσποινα, τρεις λευκές λεοπαρδάλεις κάθισαν κάτω από μιαν άρκευθο
Καθώς η μέρα δρόσιζε, έχοντας πια χορτάσει
Από τα πόδια το συκώτι μου και την καρδιά κι ό,τι περιεχόταν
Στον κούφιο θόλο του κρανίου μου. Και είπεν ο Θεός:
Εἰ ζήσεται τὰ ὀστέα ταῦτα; Εἰ ζήσεται
τὰ ὀστέα ταῦτα; Κι εκείνο που περιεχόταν
Στα οστά (τα ήδη αποστεγνωμένα) τερέτισε:
Χάρη στην αγαθότητα της Δέσποινας αυτής
Χάρη στο κάλλος της, και επειδή
Εκείνη τιμά την Παρθένο εν περισυλλογή,
Απαυγάζουμε λαμπρότητα κι εμείς. Κι εγώ που βρίσκομαι εδώ λανθάνων
Προσφέρω τα έργα μου στη λήθη και την αγάπη μου
Στους κατιόντες της ερήμου και στον καρπό της κολοκύνθης.
Αυτό είναι που αναπληρώνει
Τα σπλάχνα μου, τις ίνες των ματιών μου και τις άπεπτες μερίδες
Που οι λεοπαρδάλεις αποβάλλουν. Η Δέσποινα αποσύρεται
Μ’ ένα λευκό μανδύα, σε περισυλλογή, μ’ ένα λευκό μανδύα.
Ας εξιλεωθεί στη λήθη η λευκότης των οστών.
Δεν έχουν μέσα τους ζωή. Εφόσον είμαι λησμονημένος
Και θα ’μαι λησμονημένος, έτσι κι εγώ θα λησμονήσω
Έτσι αφιερωμένος, προσηλωμένος στο σκοπό. Καὶ εἶπεν ὁ Θεός
Προφήτευσον επί τον άνεμον, επί τον άνεμον και μόνον
Γιατί μονάχα ο άνεμος θ’ ακούσει.Και τα οστά τερέτισαν
Με το βάρος της ακρίδας, λέγοντας
Δέσποινα των σιωπών
Ταραγμένη και γαλήνια
Συντετριμμένη και ακέραιη
Ρόδο της μνήμης
Ρόδο της λήθης
Εξαντλημένη και ζωοποιός
Σε εναγώνια ανάπαυση
Το μόνο Ρόδο
Είναι τώρα ο Κήπος
Όπου τελειώνει κάθε αγάπη.
……………………………………………………………………………………..