Την αβέβαιη ώρα πριν απ’ το ξημέρωμα
Κοντά στο τελείωμα της ατέρμονης νύχτας
Στο επαναλαμβανόμενο τέλος του ατελείωτου
Όταν το σκοτεινό περιστέρι με την πύρινη γλώσσα
Είχε περάσει πια κάτω απ’ τον ορίζοντα του γυρισμού του
Ενώ τα νεκρά φύλλα συνέχιζαν σαν τσίγκινα να κροταλίζουν
Πάνω στην άσφαλτο όπου άλλος ήχος δεν υπήρχε
Ανάμεσα σε τρεις περιοχές απ’ όπου υψωνόταν ο καπνός
Συνάντησα κάποιον που μια βραδυπορούσε μια βιαζόταν
Σαν να παρασυρόταν προς το μέρος μου απ’ τον αέρα
όπως τα φύλλα τα μεταλλικά
Χωρίς αντίσταση στον ορθρινό της πόλης άνεμο.
Και όπως στη σκυφτή του όψη κάρφωσα το βλέμμα
Το διαπεραστικό, που εξετάζει απροκάλυπτα και προκαλεί
Ξένο που πρωτοσυναντάμε στο μισόφωτο,
Συνέλαβα την ξαφνική ματιά
κάποιου δασκάλου πεθαμένου
Που είχα γνωρίσει, λησμονήσει, μισοθυμηθεί,
Ενός μαζί και πολλών· στα σκοτεινά καψαλισμένα χαρακτηριστικά
Το βλέμμα κάποιου γνώριμου, σύνθετου φαντάσματος
Οικείου μαζί και μη αναγνωρίσιμου.
Έτσι, έναν διπλό υποδύθηκα ρόλο, και φώναξα
Κι άκουσα ενός άλλου τη φωνή να λέει: «Τι! Εσείς εδώ;»
Μολονότι δεν ήμασταν εκεί. Ήμουν ακόμα ο ίδιος,
Γνωρίζοντας ωστόσο πως ο εαυτός μου ήτανε και κάποιος άλλος –
Κι αυτός ένα πρόσωπο που ακόμα διαπλαθόταν·
ωστόσο οι λέξεις ήταν αρκετές
Για να εξωθήσουν στην αναγνώριση που προετοίμαζαν.
Κι έτσι, συμμορφούμενοι στον κοινό άνεμο,
Πολύ ξένοι μεταξύ μας για να παρεξηγηθούμε,
Συντονισμένοι σ’ αυτήν τη διασταύρωση του χρόνου
Για τη συνάντηση στο πουθενά, χωρίς πριν και μετά
Βηματίζαμε στο πεζοδρόμιο σε μια νεκρή περιπολία.
(…)