- T. S. Eliot: Πορτραίτο μίας κυρίας
Thou hast committed –
Fornication: but that was in another country
And besides, the wench Is dead.
Ο Εβραίος της Μάλτας[1]
Ι
Μέσα στον καπνό και την ομίχλη ενός απογεύματος του Δεκεμβρίου
Έχεις ρυθμίσει τη σκηνή –όπως προφανώς θα φαίνεται-
Με το «Κράτησα αυτό το απόγευμα για σένα».
Τέσσερα κεριά στο σκοτεινό δωμάτιο,
Τέσσερις λάμψεις μετέωρες στο ταβάνι,
Ατμόσφαιρα του τάφου της Ιουλιέττας
Έτοιμος να πω τα πάντα ή να σωπάσω.
Λέμε, θα ακούσομε τον τελευταίο Πολωνό
Να στέλνει πρελούντια, μεσα από τα μαλλιά και τα άκρα των δαχτύλων του.
«Τόσο οικείος, ο Σοπέν, που η ψυχή του
Θα αναστηθεί, νομίζω, μόνο στους φίλους του
Δύο ή τρεις, που δεν θα αγγίζουν το λουλούδι
Που τινάζει τη γύρη του και αμφιβάλλει στην αίθουσα συναυλιών.»
-Και έτσι η συζήτηση γλιστράει
Ανάμεσα σε επιθυμίες μικρές και προσεκτικές υποκλίσεις
Δια μέσου των λεπτεπίλεπτων ήχων των βιολιών
Και των απόμακρων πνευστών
Και αρχίζει.
«Δεν ξέρετε τι σημαίνουν για μένα, φίλοι μου, αυτά
Και πόσο σπάνιο και παράξενο, να βρίσκεις
Σε μία ζωή τόσο πολύπλοκη, με τόσο αλλόκοτους σκοπούς,
{Πράγματι, δεν το αγαπώ… το ξέρατε; Δεν είσθε δα τυφλοί!
Βλέπετε τόσο καλά!}
Να βρίσκει έναν φίλο τόσο σπουδαίο,
Που έχει, και δίνει
Αυτά τα πλεονεκτήματα στις φιλικές του υπάρξεις.
Πόσο σπουδαίο αυτό που σου λέω-
Χωρίς αυτές τις φιλίες – η ζωή, τι εφιάλτης![2]
Ανάμεσα στους χαρούμενους ήχους των βιολιών
Και στις μελωδίες
Των ραγισμένων πνευστών
Μέσα στο μυαλό μου αρχίζει ένα πληκτικό ταμ-ταμ
Να παίζει ένα πρελούντιο δικό του, ανόητα,
Ιδιότροπα μονότονα,
Που τελικά δεν είναι παρά ένα «φαλτσάρισμα»
-Ας τραγουδήσουμε, λοιπόν, ναρκωμένοι από τον καπνό,
Ας θαυμάσουμε τα μνημεία,
Ας συζητήσουμε τα τελευταία γεγονότα,
Και ας ρυθμίσουμε τα ρολόγια μας με την επίσημη ώρα.
Και ύστερα, ας καθίσουμε για ένα μισάωρο να πιούμε τη μπύρα μας.
ΙΙ
Τώρα που οι πασχαλιές ανθίζουν
Έχει μία λεκάνη με άνθη πασχαλιάς στο δωμάτιό της
Και όσο μιλάει στριφογυρνάει ένα στα δάχτυλά της.
«Α, φίλε μου, δεν ξέρεις, δεν ξέρεις
Τι είναι η ζωή, ποτέ σου δεν το κράτησες στα χέρια σου.
(Αργά στριφογυρίζοντας το κοτσάνι του λουλουδιού)
«Το άφησες να σου πέσει, το άφησες να σου πέσει,
Τα νειάτα σκληρά, δεν νιώθουν τύψεις
Και χαμογελάνε σε ό,τι δεν μπορούν να δουν.»
Και εγώ χαμογελώ,
Και πίνω το τσάι μου,
«Ακόμη και με αυτά τα ηλιοβασιλέματα του Απρίλη,
Που μου θυμίζουν κάπως τη χαμένη μου ζωή, και το Παρίσι την Άνοιξη,
Βρίσκομαι σε ανυπολόγιστη ηρεμία, και βρίσκω τον κόσμο
Θαυμάσιο και νεανικό, παρόλα αυτά.»
Η φωνή ξαναγυρνάει, σαν ένα γρήγορο φαλτσάρισμα
Ενός σπασμένου βιολιού ένα απόγευμα του Αυγούστου:
«Είμαι σίγουρη κάθε στιγμή που περνάει πως καταλαβαίνεις
Τα αισθήματά μου, σίγουρη πάντοτε πως νιώθεις,
Σίγουρη πως μέσα από το βάραθρο τεντώνεις τα χέρια σου.
Ποιος μπορεί να σε πληγώσει, δεν έχεις «Αχίλλειο Πτέρνα».
Θα συνεχίσεις, και όταν θα έχεις επιτύχει
Θα λες: εδώ, πολλές φορές, κάποιος απέτυχε.
Όμως, τι έχω εγώ, φίλε μου, τι έχω,
Να σου δώσω, τι μπορείς να πάρεις από εμένα;
Μόνο τη φιλία, μόνο τη συμπάθεια
Ενός που τελειώνει το ταξίδι του.
Θα καθίσω εδώ, να σερβίρω τσάι στους φίλους…»
Παίρνω το καπέλο μου: πώς μπορώ να επανορθώσω
Για όσα μου είπε με τη δειλία που με χαρακτηρίζει;
Θα με δεις στο πάρκο κάποιο πρωινό
Να διαβάζω κόμικς και την αθλητική σελίδα της εφημερίδας.
Κυρίως παρατηρώ
Μία Αγγλίδα λαίδη βγαίνει στη σκηνή.
Ένας Έλληνας δολοφονήθηκε σε κάποιον πολωνέζικο χορό,
Ένας ληστής τραπεζών ομολόγησε.
Κρατάω την αταραξία μου,
Παραμένω ψύχραιμος
Εκτός κι αν ένα πλανόδιο πιάνω, μηχανικό και ξεχαρβαλωμένο
Επαναλαμβάνει κάποιο παλιό συνηθισμένο τραγούδι
Με τις ευωδιές των υακίνθων στον κήπο
Να ανακαλούν στη μνήμη πράγματα που επεθύμησαν άλλοι.
Είναι οι σκέψεις αυτές σωστές ή λανθασμένες;
ΙΙΙ
Η νύχτα του Οκτώβρη απλώνεται παντού. Γυρνώντας όπως πριν
Έχοντας επιπλέον μία λεπτή αίσθηση ανησυχίας
Αναβαίνω τα σκαλοπάτια και γυρνάω το χερούλι της πόρτας
Και νιώθω σαν να έχω ανεβεί με τα χέρια και τα γόνατα.
«Έτσι λοιπόν, φεύγεις για έξω. Και πότε θα γυρίσεις;
Θα δεις τόσα και θα μάθεις.»
Το χαμόγελό μου πέφτει βαρύ στα κειμήλια.
«Ίσως μου γράψεις.»
Η αυτοκυριαρχία μου χάνεται για ένα δευτερόλεπτο.
Ήταν όπως το είχα υπολογίσει.
Αναρωτήθηκα συχνά τις τελευταίες ημέρες
(Όμως η αρχή δεν γνωρίζει ποτέ της το τέλος!)
Γιατί δεν αποκαλυφτήκαμε στους φίλους.»
Αισθάνομαι σαν αυτόν που χαμογελάει και που γυρνώντας ξαφνικά
Παρατηρεί την έκφρασή του στον καθρέφτη.
Η αυτοκυριαρχία μου χάνεται. Είμαστε στ’ αλήθεια στο σκοτάδι.
«Για όλους μίλησα έτσι, για όλους τους φίλους μας,
Όλοι ήταν σίγουροι πως τα αισθήματά μας θα έμεναν
Κλεισμένα ερμητικά! Πόσο λίγο καταλαβαίνω τον εαυτό μου!
Πρέπει να το αφήσουμε στη μοίρα τώρα.
Θα γράψεις οπωσδήποτε.
Ίσως δεν είναι και τόσο αργά.
Θα μείνω εδώ να σερβίρω το τσάι στους φίλους.»
Και εγώ πρέπει να δανείζομαι κάθεμεταβαλλόμενο σχήμα
Να βρω μία έκφραση… χόρεψε, χόρεψε
Σαν την αρκούδα
Φώναξε σαν παπαγάλος, ούρλιαξε σαν πίθηκος.
Ας τραγουδήσουμε λοιπόν, ναρκωμένοι από τον καπνό. –
Ωραία! Και αν πέθαινε κάποιο απόγευμα,
Ένα απόγευμα γκρίζο και σκοτεινό, ένα βράδυ κίτρινο και ροδοκόκκινο.
Θα πέθαινε και θα με άφηνε με την πέννα στο χέρι
Με τους καπνούς να κατεβαίνουν από τις στέγες των σπιτιών.
Χωρίς αμφιβολία
Χωρίς να ξέρω τι να αισθανθώ ή και αν καταλαβαίνω
Αν ήμουνα ανόητος ή σοφός, ταχύτατος ή αργοκίνητο καράβι…
Δεν θα ήταν σε πλεονεκτική θέση, μετά από όλα αυτά;
Αυτή η μουσική είναι επιτυχημένη με μία «θανατηφόρα πτώση»
Τώρα που μιλάμε για θάνατο –
Δεν θα είχα δίκιο να χαμογελάω λοιπόν;
Πολύ καλή μετάφρασις !
What the poet didn’t reveal?