Η τοποθεσία The Dry Salvages-πιθανότατα Les Trois Sauvages– είναι ένα μικρό σύμπλεγμα βράχων, μ’ ένα φάρο, στ’ ανοιχτά της Β.Δ. ακτής του Κέηπ Ανν της Μασαχουσέτης. Το Salvages προφέρεται έτσι ώστε να ομοιοκαταληκτεί με το Assuages. Groaner: Σημαδούρα που σφυρίζει.
I
Δεν ξέρω πολλά για τους θεούς’ όμως θαρρώ πως το ποτάμι
Είναι ένας δυνατός μιγάς θεός – βαρύθυμος, αδάμαστος κι ατίθασος,
Υπομονετικός εν τινι μέτρω, σαν όριο αναγνωρισμένος στην αρχή
Χρήσιμος, αναξιόπιστος, σαν εμπορομεσίτης.
Ύστερα, μόνο ένα πρόβλημα αντιμετωπίζει ο γεφυροποιός.
Μόλις λυθεί το πρόβλημα, σχεδόν ξεχνιέται ο μιγάς θεός
Απ’ τους αστούς — ωστόσο πάντα αδυσώπητος,
Τις εποχές τηρώντας και τα πάθη του, καταστροφέας, υπομνηστής
Αυτών που οι άνθρωποι επιλέγουν να ξεχάσουν.
Χωρίς τιμή, αδάμαστος
Απ’ τους πιστούς της μηχανής, περιμένοντας όμως, προσέχοντας και περιμένοντας.
Στο υπνοδωμάτιο του βρέφους παρών ήτανε ο ρυθμός του,
Στον δύσοσμο αΐλαντο της απριλιάτικης αυλής,
Στη μυρωδιά των σταφυλιών στο φθινοπωρινό τραπέζι
Και στη βεγγέρα γύρω απ’ τη λάμπα με το γκάζι το χειμώνα.
Το ποτάμι είναι μέσα μας, η θάλασσα ολόγυρά μας
Η θάλασσα είν’ επίσης η άκρη της στεριάς, ο γρανίτης
Που εισδύει, οι ακτές όπου αναδεύει
Τις νύξεις μιας πιο πρώιμης, άλλης δημιουργίας.
Τον αστερία, το βασιλικό καβούρι, το ραχοκόκαλο της φάλαινας’
Τις λιμνούλες όπου προσφέρει στην περιέργειά μας 20
Τα πιο ντελικάτα φύκια και τη θαλάσσια ανεμώνη.
Η θάλασσα αναδεύει τις απώλειές μας, το σκισμένο δίχτυ,
Τον κομματιασμένο κιούρτο για τους αστακούς, το σπασμένο κουπί
Και τα σύνεργα πεθαμένων ξένων. Η θάλασσα έχει πολλές φωνές
Πολλούς θεούς και πολλές φωνές.
Το αλάτι είναι πάνω στ’ άνθος του ρεικιού,
Η καταχνιά είναι μέσα στα έλατα.
Το ουρλιαχτό της θάλασσας
Και το αλύχτισμα της θάλασσας είναι διαφορετικές φωνές
Που ακούγονται συχνά μαζί: το κλαψούρισμα στα ξάρτια,
Η φοβέρα και το χάδι του κύματος που σπάζει στο νερό,
Ο μακρινός ρόχθος πάνω στα γρανιτένια δόντια,
Και η θρηνητική προειδοποίηση από το ακρωτήριο που ζυγώνει
Είναι όλα φωνές θαλασσινές, κι η σημαδούρα που σκαμπανεβάζει
Κάνοντας κύκλους προς του γυρισμού το δρόμο, και ο γλάρος:
Και κάτω από την πίεση της σιωπηλής ομίχλης
Η καμπάνα που σημαίνει
Μετράει χρόνο, όχι το χρόνο μας, τον μετρημένο απ’ τη νωχελική
Φουσκοθαλασσιά, ένα χρόνο
Παλιότερο απ’ το χρόνο των χρονομέτρων, παλιότερο
Από το χρόνο που μέτρησαν ανήσυχες γυναίκες σε αγωνία
Πλαγιάζοντας άγρυπνες, λογαριάζοντας το μέλλον, 40
Πασχίζοντας να ξηλώσουν, να ξετυλίξουν, να ξεμπλέξουν
Να συνταιριάσουν παρελθόν και μέλλον,
Ανάμεσα μεσάνυχτα και χάραμα, όταν το παρελθόν είναι όλο μια ψευδαίσθηση,
Το μέλλον χωρίς μέλλον, πριν από την πρωινή βάρδια
Όταν ο χρόνος σταματά κι ο χρόνος είναι ατελείωτος·
Κι η φουσκοθαλασσιά που υπάρχει και υπήρχε απ’ την αρχή,
Χτυπάει
Την καμπάνα.
(…)