Ο Νυχάρας ήταν μπράβος, ναύτης πάνω σε καϊκι
Αγριόγατος βαρβάτος, σκόρπιζε παντού τη φρίκη
Απ’ το Γκρέιβσεντ ως την Όξφορντ που ταξίδευε λοστρόμος
Ήταν κοσμοξακουσμένος ως «Του Τάμεση ο τρόμος».
Η κοψιά του και οι τρόποι μαρτυρούσαν τον μπαμπέση
Κουρελιάρα είχε γούνα που σακούλιαζε στη μέση
Απ’ το ένα το αυτί του έλειπε γερό κομμάτι
Και τον κόσμο, τον εχθρό του, τον κοιτούσε μ’ ένα μάτι.
Ως το Ράδερχιθ τον ξέραν και τη φήμη του γνωρίζαν
Ντόπιοι, ξένοι και τουρίστες που τυχόν παραθερίζαν
Τα κοτέτσια αμπαρώναν κι ασφαλίζαν μάνι μάνι
Σαν ακούγαν το μαντάτο «Ο Νυχάρας καταφθάνει!».
Κλάψτε για το καναρίνι που θα βγει απ΄το κλουβί του
Το πεκινουά ξεχάστε, πού χει χάσει το λουρί του!
Και ξεγράψτε το ποντίκι που στ’ αμπάρι θα βολτάρει
Και θρηνείστε όποιον Γάτο τον Νυχάρα θα τρακάρει.
Όλους βέβαια, τους γάτους τους μισούσε, μα κυρίως
Πέρσες, Τούρκους, Σιαμέζους, τους μαχότανε αγρίως.
Οι αλλοδαποί τον τρέμαν κι αποφεύγαν την οργή του
Γιατί ήταν Σιαμέζος κείνος πούφαγε τα’ αυτί του.
Μια γλυκιά βραδιά στο Μόλσυ – ήτανε καλοκαιράκι
Το καϊκι είχε αράξει, τόλουζε το φεγγαράκι
Κι όπως αργολικνιζόταν κι ασημίζαν τα πανιά του
Τη ρομαντική ο Νυχάρας ανακάλυπτε πλευρά του.
Ο Τζη-Μαν, ο σύντροφός του, προ πολλού τον είχε αφήσει
Και ο Μαύρος Πητ, ο μούτσος, είχε πια λιποτακτήσει.
Σ’ ένα μπαρ κάπου στο Χάμπτον τάπινε ο πρώτος τώρα
Και στο Λάιον ο άλλος είχε αράξει για την ώρα.
Ήταν μόνος ο Νυχάρας και καθότανε στην πρώρα
Κι είχε νου και μάτι μόνο για την Λαίδη την Κακιώρα.
Οι δικοί του, απ΄το τσούρμο, στις κουκέτες ροχαλίζαν
Με σαμπάν και με πιρόγες οι εχθροί καθώς πλευρίζαν
Οι Σιαμέζοι πλησιάσαν, περικύκλωσαν το σκάφος
Σιωπηλά, καθώς το ζεύγος, τώρα ούρλιαζε με πάθος
Και στα τελευταία ήταν ερωτιάρικα ντουέτα
Τη στιγμή που υψωθήκαν τα καμάκια, τα στιλέτα.
Ο Σιρχάν έδωσε σήμα, τέλειωσαν τα σούρτα φέρτα
Οι Μογγόλοι του σαλτάραν και μπουκάραν στην κουβέρτα
Εγκατέλειψαν πλοιάρια και σχεδίες και γολέτες
Δέσαν, φίμωσαν το τσούρμο ξαπλωμένο στις κουκέτες.
Η Κακιώρα, αναπηδάει, τρέμει, σκούζει τρομαγμένη
Και – λυπάμαι που το λέω – , φεύγει σα κυνηγημένη.
Μάλλον γλίτωσε στο τέλος, δεν μας πνίγηκε κι εκείνη
Ο Νυχάρας όμως, πάει: τον στριμώξανε στην πρύμνη.
Αντιστάθηκε γενναία, μα χαμένος ήταν, ήδη
Και ανάποδα τον βάλαν να βαδίσει στο σανίδι.
Ήρθε η ώρα να πληρώσει για τα τόσα κρίματά του
Και εκδίκηση να πάρουν τα δεκάδες θύματά του.
Κάνανε γιορτή στο Γουάπινγκ όταν έφτασαν τα νέα
Απ’ το Μέιντεχεντ στο Χένλεϋ χόρευαν στην προκυμαία
Σούβλιζαν παχιά ποντίκια ως το Μπρέντφορντ, μες στα ντοκ
Κι εθνική γιορτή τη μέρα την κηρύξαν στην Μπαγκόγκ.