Γιούλη Ζαχαρίου: Αυτονόμηση
Τον φαντάστηκα ψηλό, ξερακιανό, λαϊκό παιδί, γέννημα θρέμμα Κερατσινιώτη. Τον έβαλα να δουλεύει στην υπηρεσία καθαρισμού φρεατίων και δεξαμενών του Δήμου και να ζει με τη μάνα του. Τον είπα Φώτη και, ειλικρινά, είχα τις καλύτερες προθέσεις απέναντι του.
Αποδείχτηκε ζόρικη περίπτωση λογοτεχνικού ήρωα. Αναποδογύριζε με το έτσι θέλω την ιστορία μου, έκοβε το νήμα της αφήγησης για να πει τα δικά του και γελούσε με την αγωνία μου για τις λέξεις. Στο τέλος, και ενώ έπαιρνε πια σαφώς το πάνω χέρι, είδα κι απόειδα και μεθόδευσα μιαν ανατροπή στην πλοκή που λειτούργησε εναντίον του. Όταν έβαλα την τελευταία τελεία, χωρίσαμε αμήχανοι. Εκείνος μάλλον χολωμένος, εγώ με ανακούφιση. Ήμουν σίγουρος όμως ότι μας συνέδεε κάτι – τουλάχιστον μια συνενοχή.
Τον συνάντησα δυο χρόνια αργότερα, περασμένα μεσάνυχτα, στην έρημη KnezMihailova, στο Βελιγράδι, να παίζει σαξόφωνο κάτω από ένα φανάρι. Τον πλησίασα ταραγμένος και στάθηκα στα πέντε βήματα. Είδα έκπληκτος ότι ήταν πολύ πιο μεγάλος απ’ ό, τι τον άφησα, σχεδόν γέρος, με τα μαλλιά του κάτασπρα. Όταν σταμάτησε να παίζει, με κάρφωσε εύθυμα και χαμογέλασε. Lakunoc*, ψιθύρισε και απομακρύνθηκε κουτσαίνοντας ελαφρά.
* καληνύχτα
Άννα Αφεντουλίδου: Ιστορία με λύκο
Η μητέρα με κουβάλησε σ’ αυτό το βαρετό καμένο δάσος. Να προσέχω τη γιαγιά, που είναι άρρωστη. Εγώ μάζευα βότσαλα, ενώ εκείνη φορούσε το κόκκινο καπέλο που της χάρισες. Ξεχνούσε ότι ο λύκος ήταν για μένα. Της άρεσε που ήσουν μορφωμένος και ήξερες να περιμένεις. Κρυβόμουν πίσω απ’ τα δέντρα και σας άκουγα. Μια χοντρή γυναίκα φρόντιζε τη γιαγιά κι όταν μαγείρευε, εγώ κοίταζα τις ιδρωμένες της μασχάλες.
Εκείνο το βράδυ το φεγγάρι ήταν φωτεινό, η μητέρα είχε αίμα και κοιμήθηκε νωρίς. Καθόσουν στον βράχο κι έπινες. Μύριζες, όπως ο πατέρας μου, καφενείο.
-Τι θέλεις, μικρή;
Έπεσα στο ποτάμι με τα ρούχα. Φώναξες, αλλά όχι δυνατά. Βγήκα αμέσως και έβγαλα το βρεγμένο μου φόρεμα. Τα μάτια σου γυάλισαν, όπως του λύκου.
-Έλα, να σου δείξω τα βότσαλά μου, είπα.
Πίσω απ’ το σπίτι σε μια στοίβα καμένα, έβγαλα το τενεκεδένιο κουτί.
-Είναι όλα σπασμένα, είπες.
-Αυτά δεν τα θέλει κανείς.
Λαχάνιασες. Ακούμπησα πάνω σου, όπως εκείνη. Μετά γέμισα χώματα. Ήσουν βαρύς, δεν μπορούσα να πάρω ανάσα. Σκεφτόμουν να κόψω την κοιλιά σου και να ράψω μέσα τα βότσαλα.
Στέλιος Πελασγός: Κοιτούσε το χώμα
Κοιτούσε το χώμα. Στη σκιά. Στο πεζούλι της μουριάς. Κοιτούσε το χώμα. Μια τρύπα σκαμμένη και μέσα έμπαιναν κάτι μαυριδερά. Κουβαλούσανε. Κι αυτός κουβαλούσε. Η σακούλα δίπλα του. Πού την πήγαινε; Βαριά πράγματα και τα κατεβάζανε μέσα στην τρύπα. Του ’λεγε η Μάνα για τα καρκαντζέλια. Μαύρα και βγαίνανε από την γη. Αλλά δεν κουβαλούσανε. Αυτός κουβαλούσε. Του δίναν και κουβαλούσε. Μπιτττ, τα ψιθύριζε. Γέλαγε. Μπιτ, μυρμυρ, μμμπππρρ. Ε δεν του χαν μείνει πια λέξεις. Δεν τον ακούγανε. Κουβαλούσαν. Μήπως κι αυτός άκουγε πια; Ο άντρας έλεγε ο Πατέρας είναι κουβαλητής. Κι αυτά τα μαυριδερά; Αντράκια είναι; Πού είναι οι γυναίκες τους; Λες να χει και μες στο χώμα διαζύγια! Θυμήθηκε την γυναίκα του. Κουβαλητή μου, του ’λεγε. Δεν ήξερε άλλο καλό λόγο. Δεν είχανε τέτοια. Κοιτούσε το χώμα και γέλαγε Του άρεσε που μπαίνανε μόνα τους στην τρύπα. Στο χώμα. Η Μαρίκα, ο αδελφός του ο Βλάσης … ΕΕΕΕΕΕΕΕΕ ΠΑΠΠΟΥ, ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΚΕΙ; Τρόμαξε. Ο Γιαννάκης. Είχε μάθει από τον πατέρα του να τον μαλώνει. Του γέλασε Κοιτάω τα … τα … μπιρ, μμμ, μυρ .. Δεν σου ’πα να κουβαλήσεις τις σακούλες στο αυτοκίνητο; Κοιτάω τα …. Μμμ… Μμμπ… μυρμήγκια…
Γιώργος Οικονόμου- Σιβίκ –
Καθώς περνάω από τη βιτρίνα, σταματάω το καρότσι με τη γιαγιά, κλειδώνω το φρένο και την αφήνω για λίγο παράμερα. Κολλάω το πρόσωπό μου στο τζάμι, μπροστά στις καινούριες γυαλιστερές ηλεκτρικές κιθάρες. Μερικά μόνο δευτερόλεπτα και ένα φανταστικό σόλο αργότερα, γυρίζω να πιάσω το καρότσι, όμως τα χέρια μου μένουν άδεια στο ύψος των λαβών και με έκπληκτο βλέμμα εντοπίζω το αναπηρικό καρότσι της γιαγιάς να φεύγει με αυξανόμενη ταχύτητα στο ελαφρώς κατηφορικό πεζοδρόμιο και να κατεβαίνει, χωρίς να ντεραπάρει, στον δρόμο. Σαν κάποιος να ξεπάγωσε ξαφνικά την εικόνα μου, αρχίζω να κυνηγάω το καρότσι αναρωτώμενος αν η αφασική γιαγιά φοβάται, ευχαριστιέται ή έστω αντιλαμβάνεται αυτή τη μοναδική εμπειρία και, παράλληλα, αναθεματίζω που δεν άλλαξα τα λαστιχάκια στα φρένα, παρότι είχα δει εδώ και ένα μήνα πόσο φθαρμένα ήταν. Δυστυχώς, δεν αργώ να διαπιστώσω ότι δεν πρόκειται με τίποτα να προλάβω το καρότσι και σκέφτομαι αν έχει νόημα να συνεχίσω να τρέχω. Η γιαγιά είναι εξάλλου ογδόντα εννιά χρονών πια… Μακάρι να έφτανα κι εγώ στην ηλικία της. Τελικά αποφασίζω να σταματήσω και στέκομαι καταμεσής του δρόμου, με τα χέρια στα νεφρά, παρατηρώντας την τρελή πορεία του καροτσιού. Ταυτόχρονα, από την κλειστή αριστερή στροφή πίσω μου, έρχεται με φόρα και γκάζια το καινούριο σπορ Σιβίκ. Αυτό με είδε πολύ αργά, εγώ λίγο πάνω από τον ώμο μου. Τι αμαξάρα.