Δύο ετυμηγορίες
Βλέπω ένα χαμόγελο
κατεβασμένο από το λευκό του πρόσωπο
κάτω από το τείχος.
Ο προάγγελος του θανάτου ο Άγνωστος
έχει σκύψει το κεφάλι του
πιο κάτω
Βλέπω
ένα γελοίο άγαλμα πόνου
με πολυπατημένες παντόφλες
δίπλα στην κουζίνα
ένα μικρό στραβό
άγαλμα
απολιθωμένης μητέρας
Νεκρό φρούτο
Χρυσά αχλάδια σε ένα πιάτο
λουλούδια και δύο νεαρά κορίτσια
Στο τραπέζι η φωτογραφία ενός αγοριού
λαμπερό και άκαμπτο με μαύρο πηλήκιο
Τα κορίτσια έχουν απαλά χείλη
Τα κορίτσια έχουν γλυκά μάτια
Tο δωμάτιο διασχίζει μια φτωχή μητέρα
διορθώνει τη φωτογραφία και κλαίει
Σβήνουν πάνω στο τραπέζι οι χρυσαφένιοι ήλιοι
και τo νεκρό φρούτο της ζωής της.
Επιστροφή
Αίφνης ένα παράθυρο θα ανοίξει
και η μητέρα μου θα με φωνάξει
ότι είναι ώρα να γυρίσω πίσω
ο τοίχος θα ανοίξει
και θα μπω στον παράδεισο με λασπωμένες μπότες
θα κάτσω στο τραπέζι
και άξεστα θα απαντήσω σε ερωτήσεις
καλά είμαι καλά
αφήστε με ήσυχο. Με το κεφάλι στα χέρια μου
έτσι κάθομαι και κάθομαι. Πώς θα τους
πω για αυτόν τον μακρύ
και μπερδεμένο δρόμο.
Εδώ στον ουρανό οι μητέρες
πλέκουν πράσινα κασκόλ
οι μύγες βουίζουν
ο πατέρας κοιμάται κάτω δίπλα στον φούρνο
μετά από έξι μέρες δουλειάς.
Όχι – εξάλλου δεν μπορώ να
τους πω ότι ο άνθρωπος
πιάνει ο ένας τον άλλον από το λαιμό
Η γυναίκα με τα μαύρα περπατάει πάνω στα τριαντάφυλλα
Στρέφει το κίτρινο πρόσωπο φαγωμένο
από έννοιες προς τον καλό
ήλιο και τότε ένα χαμόγελο
που είναι ήδη μόνο μια επουλωμένη
πληγή τη φωτίζει.
Αργοσβήνοντας βλέπει στο μονοπάτι
της ζωής της ένα μόνο τριαντάφυλλο
κι αυτή λοιπόν περπατούσε πάνω στα τριαντάφυλλα
σκυμμένη πάνω σ’ αυτό το παράξενο λουλούδι από τον κόσμο
των ζωντανών σκέψεων
της καταπατημένης ευτυχίας.
Σκέφτεται τους γιους της που φύγανε
από κοντά της φορώντας τραχιές στολές
φύγανε με σκληρά βήματα και ξένες γυναίκες
ρίχναν κάτω από τα σιδερένια
πόδια τους κόκκινα τριαντάφυλλα.
Και το στερνοπαίδι Πέμπτη
γεννημένος έφυγε με ένα ατσάλινο κράνος
και δεν μπόρεσε
να χαϊδέψει το κεφάλι του
έτρεξε πίσω τους χτυπημένη από
τη φλόγα των χρυσών μεγάλων σαλπίγγων.
Τώρα μόνη της περπατάει σ’ αυτόν το δρόμο
και κουβαλά μικρό ψωμί
που πλέον δεν χρειάζεται να μοιραστεί.
Στρέφει το σβησμένο της πρόσωπο στον ήλιο.
Ιδού η κηλίδα του φωτός
έπεσε σε πέτρινο δρόμο
σε δρόμο με σιδερένιους σταυρούς
δρόμο από μαύρα μάρμαρα
από όπου βγαίνουν
μικρές φιγούρες λευκών παχουλών παιδιών.
Από τον ουρανό κρέμεται ένα γλυκό
τσαμπί νεκρά αγγελάκια.
Τοίχος
Γύρισε το πρόσωπό της στον τοίχο
μα όμως με αγαπάει
γιατί τότε γύρισε το κεφάλι της;
έτσι με μια στροφή του κεφαλιού
μπορεί κανείς να απομακρυνθεί από έναν κόσμο
όπου τα σπουργίτια κελαηδούν
και οι νέοι άνδρες περπατούν
με πλουμιστές γραβάτες
Τώρα είναι μόνη της
μπροστά σε έναν νεκρό τοίχο
και έτσι θα παραμείνει
θα μείνει κάτω από τον τοίχο
που αγριεύει
σκυφτή και μαζεμένη
με σφιγμένη τη γροθιά
ενώ εγώ κάθομαι
με πέτρινα πόδια
και δεν την αρπάζω από αυτό το σημείο
δεν την σηκώνω
την ελαφρύτερη από έναν αναστεναγμό.
Η καστανιά
Το πιο λυπηρό είναι να φεύγεις
ένα φθινοπωρινό πρωινό από το σπίτι
όταν τίποτα δεν προμηνύει την επικείμενη επιστροφή σου
Μια καστανιά μπροστά από το σπίτι φυτεμένη
από τον πατέρα μας μεγαλώνει γρήγορα στα μάτια μας
η μητέρα είναι μικρόσωμη
και μπορείς να την κουβαλάς στην αγκαλιά σου
πάνω στο ράφι βάζα
μέσα μαρμελάδες
σαν θεές με γλυκά στόματα
έχουν διατηρήσει τη γεύση
της αιώνιας νεότητας
ο στρατός στη γωνία του συρταριού ήδη και
μέχρι το τέλος του κόσμου μολυβένιος
και ο παντοδύναμος Θεός που ανακάτευε
πίκρα στη γλύκα
κρέμεται στον τοίχο ανήμπορος
και άσχημα ζωγραφισμένος
Τα παιδικά χρόνια είναι σαν ένα θολό πρόσωπο
σε ένα χρυσό νόμισμα που ηχεί
καθαρά.
Τοίχος
Γύρισε το πρόσωπό της στον τοίχο
μα όμως με αγαπάει
γιατί τότε γύρισε το κεφάλι της;
έτσι με μια στροφή του κεφαλιού
μπορεί κανείς να απομακρυνθεί από έναν κόσμο
όπου τα σπουργίτια κελαηδούν
και οι νέοι άνδρες περπατούν
με πλουμιστές γραβάτες
Τώρα είναι μόνη της
μπροστά σε έναν νεκρό τοίχο
και έτσι θα παραμείνει
θα μείνει κάτω από τον τοίχο
που αγριεύει
σκυφτή και μαζεμένη
με σφιγμένη τη γροθιά
ενώ εγώ κάθομαι
με πέτρινα πόδια
και δεν την αρπάζω από αυτό το μέρος
δεν την σηκώνω
την ελαφρύτερη από έναν αναστεναγμό.
Βιογραφικό:
Ο Ταντέους Ρουζέβιτς (1921 – 2014) ήταν Πολωνός ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, συγγραφέας και μεταφραστής. Ο Ταντέους Ρουζέβιτς ανήκε στην πρώτη γενιά Πολωνών συγγραφέων που γεννήθηκαν μετά την ανάκτηση της ανεξαρτησίας της Πολωνίας το 1918 και μαζί με τη Σιμπόρσκα και τον Χέρμπερτ συμπληρώνει τη λαμπρή τριάδα των κορυφαίων μεταπολεμικών ποιητών της Πολωνίας. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου Ο Ταντέους Ρουζέβιτς υπηρέτησε στον πολωνικό αντιστασιακό Στρατό Εσωτερικού. Ο μεγαλύτερος αδελφός του, επίσης ποιητής, εκτελέστηκε από την Γκεστάπο το 1944. Ο μικρότερος αδελφός του, Στάνισλαβ, έγινε γνωστός σκηνοθέτης και σεναριογράφος.
Ο Ταντέους Ρουζέβιτς έχει θεωρηθεί ως «ένας από τους πιο ευέλικτους και δημιουργικούς συνεχιστές της πολωνικής και διεθνούς πρωτοπορίας. Προτάθηκε πολλές φορές για το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Το 2000, ο Ρουζέβιτς έλαβε το πιο σημαντικό λογοτεχνικό βραβείο της Πολωνίας, το βραβείο Nike, για το βιβλίο του Matka odchodzi (Η μητέρα φεύγει) από το οποίο προέρχονται τα ποιήματα που επέλεξα.