Η ενατένιση του παρελθόντος
σε ωθεί να κάνεις διανοητικά άλματα προς το μέλλον,
αγνοώντας το παρόν.
Το 1991 λεφτά υπήρχαν. Ο Βασίλης αποφάσισε να ψαχτεί για εισαγωγή μηχανών εσπρέσο. Το ιταλικό ρόφημα μόλις άρχισε να εισβάλει δυναμικά στην ελληνική αγορά περιορίζοντας τις φραπεδιέρες και το παραδοσιακό μπρίκι. Από παιδί στις αλάνες διακρινόταν για την τολμηρότητά του. Και τη ζωή τότε σαν ποδοσφαιρικό γήπεδο την αντιμετώπιζε. Μια ντρίπλα να του καθόταν, ένα πέναλτι να κέρδιζε και να το νέο συμβόλαιο στη ζωή του, να η απογείωση. Το Νοέμβρη στο Μιλάνο γινόταν μια αντίστοιχη έκθεση. Η γυναίκα του άλλο που δεν ήθελε.
«Και να μην βρούμε αυτό που έχω στο μυαλό μου θα έχουμε πάει ένα πενθήμερο ταξίδι στην Ιταλία.»
Η Πηνελόπη ήταν η αποκλειστική μεταφράστρια του «επιχειρηματία» Βασίλη. Ήταν και το μοναδικό άτομο που ο «επιχειρηματίας» εκδήλωνε την ιδιορρυθμία τού να μην θέλει να είναι παθητικός θεατής των καθηλωτικής ομορφιάς εικόνων που εισέπρατταν από μνημεία και μουσεία, αλλά με υπεροπτικό εθνικιστικό οίστρο να αντιστέκεται σε όσα τον βομβάρδιζαν. Κάτι μεταξύ του «ναι μεν μου αρέσουν αλλά δεν μένω και με ανοιχτό το στόμα.» Θαύμαζαν δεξιά και αριστερά την αρχιτεκτονική του Μιλάνου και την άνεση των Ιταλών να ζουν σε ένα ολοζώντανο και παλλόμενο παρελθόν. Ατένιζαν την αρχαία, τη μεσαιωνική και τη σύγχρονη όψη της πόλης σε μια φυσιολογική αλληλουχία. Και βέβαια την επιρροή του Καθολικισμού με τους επιβλητικούς ναούς που οι περισσότεροι είναι φορτωμένοι με κλασσικά εικαστικά έργα πολύ επώνυμων καλλιτεχνών. Το Μιλάνο έμοιαζε με κάποιο άρμα που σέρνει στη σύγχρονη εποχή όλη την Ιταλία, ειδικά το Νότο.
Παράλληλα με το θαυμασμό ασκούσε για όλα ανελέητη κριτική. Παρατηρούσε τρούλους, κίονες και αετώματα και άξεστους και κακούς μαθητές των Ελλήνων τους ανέβαζε και πρόχειρους αντιγραφείς του ελληνικού πολιτισμού τους κατέβαζε. Άσε δε η ακατάσχετη πολυλογία τους. Από τον εγωισμό του υποβάθμιζε τη φυσιολογική μετάπλαση και εξέλιξη του ιταλικού πολιτισμού. Και παρέβλεπε πως ο λαός αυτός τράβηξε τα πάνδεινα από Έλληνες, Φοίνικες, Γερμανούς, Φράγκους, Ισπανούς, Αλαμανούς, Οστρογότθους και Άραβες, εισβολείς. Παρόλα αυτά επιβίωσε, έστησε στη Μεσόγειο αυτοκρατορία και με τη σειρά του επέβαλε για αιώνες τη Λατινική γλώσσα σε όλους τους λαούς και βγήκε μπροστά στις πολιτιστικές λεωφόρους. Για περισσότερο από χίλια χρόνια ο πολιτισμός, οι επιστήμες, η φιλοσοφία και η θρησκεία της Ευρώπης εκδηλώνονταν και αναπτύσσονταν υποχρεωτικά μέσα από τα Λατινικά κι από την μελέτη της Βίβλου και του Αριστοτέλη. Κι αυτή η γλώσσα ναι μεν προέκυψε και βασίστηκε στην Ελληνική, αλλά στην πορεία έγινε αυτάρκης και με τη σειρά της μπόλιασε την Αγγλική, τη Γαλλική και κυρίως την Ισπανική από όπου και εξαπλώθηκε στο Νέο Κόσμο.
Αντίθετα οι Έλληνες βάδισαν στους σκοτεινούς διαδρόμους των Βυζαντινών παλατιών, ανάμεσα σε ίντριγκες και αγκαλιά με δηλητηριάστριες και μαυροφορεμένους ρασοφόρους που την πίστη τους τη στήριξαν στην Καινή Διαθήκη και στον Πλάτωνα. Και στα πιο σύγχρονα χρόνια οι Έλληνες μάτωσαν τα πόδια τους στα κακοτράχαλα ορεινά μονοπάτια της Πίνδου, του Καϊμακτσακλάν και του Γράμμου, προσκολλημένοι σε ένα αδικαίωτο παρελθόν που είναι και δεν είναι δικό τους. Μέσα του πάλευε. Του άρεσαν όσα έβλεπε, αλλά διατηρούσε το προσωπείο ενός Κάτωνα Τιμητή. Karthago delenta est, έλεγε ο βλοσυρός Λατίνος. Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει ψέλλιζε ο Βασίλης, χωρίς να το πολυπιστεύει.
Βόλτα νωρίς το βράδυ στη Brera. Κατέβηκαν τα λίγα σκαλιά μιας μπουάτ, η ατμόσφαιρα τους άρεσε και κάθισαν. Ο τραγουδιστής με μια κιθάρα και ελκυστική φωνή, έπαιζε τρυφερά και παραπονιάρικα τραγούδια, κάποιες φορές οι εξάρσεις του στα ρεφρέν έκανε πιο οικεία την ατμόσφαιρα. Ο τρόπος που ερμήνευε και μια βραχνάδα στη χροιά τους θύμιζε πολύ το Loutsio Dalla και τον δικό τους Σαββόπουλο. Μαγεύτηκαν με τα ακομπανιαμέντα και την μελωμένες μουσικές του. Στριμώχτηκαν σε ένα τραπέζι παρέα με αγνώστους και άγνωστες. Μία από αυτές ήταν όμορφη και σοβαρή κοπέλα, με υπερήφανο στητό κορμί, μάτια μεγάλα και ίσια ολόμαυρα μαλλιά. Η Πηνελόπη καλησπέρισε, και σύντομα έμαθαν πως τα τραγούδια που ακούγονταν ήταν ερωτικά, κοινωνικά και επαναστατικά. Η κοπέλα τούς είπε πως αυτή είναι από την Κατάνη κι ο τραγουδιστής σύζυγός της από το Μιλάνο. Laura και Leadro. Δεν θυμάται τώρα που γράφει το επώνυμο. Άρχιζε από Bo. Πρέπει να σηκωθεί από το πληκτρολόγιο, να ξυπνήσει την Πηνελόπη, γιατί γράφει πάντα χαράματα, αυτή να ψάξει σε κάποιο κουτί που φυλάει αρχαίες αναμνήσεις και να βρει μια αφισούλα της παράστασης. Τους την είχαν δώσει φεύγοντας, όπως και μια κασέτα με τον ίδιο να ερμηνεύει. Άσε που και να βρει την κασέτα τώρα πια κασετόφωνα δεν υπάρχουν.
Στο διάλειμμα της παράστασης ήρθε κοντά τους αλέγκρος και φωνακλάς ο Leadro Bo… Συστήθηκαν και μόλις του είπαν πως ήταν Έλληνες και η Πηνελόπη είναι κι αυτή τραγουδίστρια ενθουσιάστηκε. Για να δείξει τη χαρά του σήκωσε το πουκάμισο και μέσα από τον αγκώνα του αριστερού του χεριού έκανε εικονικά ένεση ηρωίνης, παίρνοντας ταυτόχρονα και μια έκφραση ηδονής. Πώς λέμε εμείς «πεθαίνω για σένα ρε φίλε; Κόβω τις φλέβες μου;» Αυτός, σαν Ιταλός, το έπαιξε. Αργότερα κάλεσε και την Πηνελόπη που είπε ένα τραγούδι του Μίκη a capella. Πολιτικοποιημένος ο καλλιτέχνης και η συντροφιά του, όλοι τους έλαμπαν από χαρά. Η παρέα αλλά και ο Leadro ήταν ευγενικοί και εγκάρδιοι μαζί τους, ολοφάνερο πως δεν τους αντιμετώπιζαν σαν Γιαπωνέζους φιλόμουσους τουρίστες. Όμως… Υπήρχε μεν μια συναισθηματική αποδοχή, σαν να υποδέχτηκαν από τα ξένα κάποιους ξεχασμένους συγγενείς, αλλά υπήρχε και μια λύπηση, ένας οίκτος γιατί αυτοί οι συγγενείς εκεί που ζουν κακοπερνάνε.
«Την αγαπάτε την Ελλάδα και τους Έλληνες» τους είπε αδιάφορα.
«Πολύ! Τόσο πολύ που αν εγώ γίνω διάσημος και έχω πολλά χρήματα θα μπαζώσω την Αδριατική να ενωθούμε. Και λυπόμαστε για τον εμφύλιο και τη δικτατορία που είχατε και για το γεγονός πως αυτά σας κράτησαν πίσω» είπε ο Leadro με σοβαρό ύφος.
«Όπως είναι και κρίμα που χαλάτε την εικόνα και την ιστορία σας» συμπλήρωσε ένας φίλος, ο Mario και συνέχισε τις αναφορές του στα χθεσινά επεισόδια με το κάψιμο του Πολυτεχνείου. Οι εικόνες με την Πρυτανεία λαμπαδιασμένη σαν την Αρχαία Ρώμη του Νέρωνα έπαιζαν σε όλες τις τηλεοράσεις.
Τι λένε ρε οι άνθρωποι; αναρωτήθηκε ενοχλημένος. Μας επιπλήττουν αυτοί; Οι Ιταλοί; Τις Ερυθρές Ταξιαρχίες με τα τυφλά χτυπήματα και τη δολοφονία του Άλντο Μόρο πώς τις ανέχτηκαν οι Ιταλοί; Η Brigate Rosse που έμπλεξε την επαναστατική δράση με τα ναρκωτικά των μαφιόζων πώς ξεχνιέται τόσο εύκολα; Η Μαφία που καθορίζει τη ζωή τους με τους ωμούς φόνους και την omerta; Τον Μουσολίνι και το φασισμό τους τα λησμόνησαν; Κι αν ναι πώς τα κατάφεραν; Εμφύλιο αυτοί δεν είχαν; Και ποιος λαός στην ιστορία του δεν έχει εμφύλιο; Ποιος λαός δεν έχει Τεμπονέρες και Καλαμπόκες; Όμως δεν είπε τίποτε. Ο χώρος άλλωστε δεν ήταν κατάλληλος για τέτοιες κουβέντες. Και μέσα του φόρτωνε.
Εκείνη την εποχή στο Μιλάνο τα μαγαζιά διασκέδασης κλείνανε κάποια συγκεκριμένη ώρα. Έμεναν δυο τρία ανοιχτά στην πόλη μέχρι το πρωί που πήγαιναν οι καλλιτέχνες να αποφορτιστούν και να χαλαρώσουν πριν πάνε για ύπνο. Σε ένα τέτοιο βρεθήκανε στη συνέχεια όλοι. Το αλκοόλ, αντί της ηρωίνης, έρεε άφθονο στις φλέβες του Βασίλη και κάπου εκεί αρχίζει τη δική του παράσταση. Με λίγα Αγγλικά, περισσότερα Γερμανικά, με Λατινικά και πολλά Ελληνικά δεν άργησε να πλάσει μια γλώσσα σαν αυτοί των αλλοεθνών πειρατών της Μεσογείου και με τη βοήθεια και της Πηνελόπης να «συνομιλήσει» μαζί τους. Ο Leadro ήταν χαμογελαστός, παραστατικός και κυρίως πειραχτήρι. Κάθε τόσο όταν τον ενθουσίαζε κάποια ατάκα έκανε και μια ένεση ηρωίνης. Για να πικάρει την γυναίκα του και τον Βασίλη αμόλαγε κάτι για τους «Αραβικής καταγωγής Σικελούς», ο Βασίλης ατάραχος τον διόρθωνε σε «Ελληνικής καταγωγής Σικελούς», η Laura χαμογελώντας τσίριζε Io sonno vera Sisiliana, σύντομα έφτασαν και στο ποια είναι η Ελλάδα σήμερα, το 1991. Ξανά ο οίκτος στη φωνή του και η συμπόνια. Είχε κάτι το καταπιεστικό το στυλ όταν αναφερόταν σε Έλληνες και Σικελούς, μα όχι προσβλητικό. Η Πηνελόπη τον σκούνταγε γιατί καταλάβαινε πως ο Βασίλης ήταν έτοιμος να περάσει την αόρατη γραμμή. Φτάνει πια έλεγε, γιατί δεν προλάβαινε να μεταφράζει.
Δεν της έδωσε σημασία παρά με έκδηλο σαρκασμό στη φωνή είπε:
«Στο Μιλάνο μένουμε σε ένα ξενοδοχείο στη Via Ippodromo. Την μπουάτ που σας γνωρίσαμε τη λένε Nemesis και βρίσκεται στη Via San Carpoforo! Όπου γυρνώ συναντώ τέτοια. Και να θέλω ν’ αγιάσω δεν με αφήνει αυτή η ακομπλεξάριστη αποδοχή από τους Ιταλούς της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού.»
«Όλες οι γλώσσες έχουν δάνεια και επιμειξίες» είπε με βιασύνη ο Leadro.
Ψύχραιμα και χαμογελώντας ειρωνικά ο Βασίλης παίρνει μια χαρτοπετσέτα, ζωγραφίζει το χάρτη με την Ελλάδα από τη Δυτική Τουρκία και τον Εύξεινο Πόντο, μέχρι τη Δυτική Μεσόγειο με την Ιταλία, βάζει επάνω δυο βυζιά με τις ρόγες μεγάλες σαν τάλιρα και φωνάζει αυτάρεσκα:
«Platon και Aristotelis. Βυζάξτε βάρβαροι!»
Λέγοντας αυτά τα λόγια έκανε κι ο ίδιος μια ένεση ηρωίνης.
«Mama Mia! Εκεί ζεις ακόμη.»
Σοβάρεψαν για λίγο. Η Laura, η Σισιλιάνα του, με το πρόσωπο να φέγγει σαν την ολόγιομη και μυστηριώδη Luna από την τανεία Chaos και με το μάτι να λαμπιρίζει, λοξοκοιτούσε και τους δυο μας. Η μεθυσμένη παρέα με αντεγκλήσεις και σκωπτικές κόντρες ξανοίχτηκε και σε άλλα τα θέματα.
«Ναι αλλά στη μουσική σήμερα τι κάνετε; Εμείς έχουμε την όπερα που την τραγουδούν με σεβασμό και αγάπη σε όλο τον κόσμο» φώναξε ο Mario.
Τον κοίταξε υποτιμητικά.
«Pythagoras!», είπε και ρούφηξε λίγο ουίσκι.
«Maria Kallas» συμπλήρωσε.
«Και βέβαια: Μίκης Θεοδωράκης!»
κραύγασε και τον αποτελείωσε.
Ένιωθε σαν Ρωμαίος αυτοκράτορας που κάνει τον Θρίαμβό του μπροστά στους πληβείους την Ρώμης.
Είδε πίσω από το μόνιμο χαμόγελο του Leadro μια αδιόρατη σκιά, κάτι σαν ζήλεια, να φωλιάζει. Ο Βασίλης του είχε κάνει σαδιστικά τη δική του ένεση ηρωίνης, με ατόφιο προϊόν και όχι νοθευμένο. Στη διάρκεια της βραδιάς δεν επεκτάθηκαν σε θρησκευτικού τύπου διαφορές. Αυτές παρόλο που ορθώνονται σαν πελώρια τείχη ανάμεσα σε δυο όμοιους και όμορους λαούς παρέμειναν αόρατες. Συμπαθέστατα παιδιά όλα τους. Και πολιτικοποιημένα. Μέχρι το πρωί πέρασαν υπέροχα μέσα σε γέλια, φωνασκίες, πειράγματα, αντεγκλήσεις και άφθονο αλκοόλ. Την άλλη μέρα το ταξίδι τους τελείωνε.
Επέστρεψαν στη μιζέρια της Αθήνας με τα σουβλατζίδικα, τα Γιουσουρούμ, τις μινιατούρες του Παρθενώνα και τα τσολιαδάκια, με τα μποτιλιαρίσματα στον μπαζωμένο Κηφισό, με τις χωματερές δίπλα σε κατοικημένες περιοχές, με τη δική τους Brigate Rosse στη ζωή τους τη 17 Νοέμβρη, με τα Εξάρχεια, τη Μύκονο και τα Κουφονήσια που είχαν γίνει μόδα και… χάθηκαν.