…στο παγκάκι, μπροστά από την είσοδο του σχολείου. Γεια. Πώς είσαι; Γεια, καλά αλλά έχω νεύρα. Γιατί μωρέ; Τι σου κάνανε; Περίμενα στη στάση πολύ ώρα και δε πέρασε. Βλαστήμησα με την ψυχή μου, το κέρατό μου μέσα. Στ’ αρχίδια του ο οδηγός αν περιμένει κόσμος. Είχατε ραντεβού; Όχι ακριβώς.
Συναντιόμαστε κάθε τόσο τα μεσημέρια όταν παίρνουμε τα εγγόνια από το δημοτικό. Γνωριστήκαμε. Τάκης, εσύ; Γιώργος. Έτσι απλά και κατόπιν επεκταθήκαμε. Συνταξιούχος, ετών 83. Συνταξιούχος ετών 71. Καλά κρατιέσαι όμως μη σε ματιάσω. Τι καλά ρε Τάκη; Καλάθια. 12 φάρμακα τη μέρα παίρνω. Αυτά μια Δευτέρα. Μια Παρασκευή, ακούω που λένε οι νέοι δεν περνά η ώρα και τρελαίνομαι. Σαν νεράκι τρέχει γαμώ τον αδόξαστο. Κι η ώρα κι η μέρα κι η βδομάδα. Πρέπει κάτι να κάνουμε Γιώργο. Να βάλουμε εμπόδια στο χρόνο να μην τρέχει. Ή να επιβάλουμε στη Γη να πηγαίνει ανάποδα. Να βλέπουμε ηλιοβασίλεμα και να λέμε καλημέρα. Χα χα χα.
Ο τελευταίος μου φίλος έχει χιούμορ. Αλλά ρε Γιώργο εδώ που είμαστε αντί να καθόμαστε στη στάση και να λέμε άργησε πάλι να περάσει το λεωφορείο, αυτός ο οδηγός είναι αργός, δεν είναι καλύτερα να παρακαλάμε να μην ξαναπεράσει ποτέ και κανένα λεωφορείο; Με κοίταξε με απλανές βλέμμα. Ντριννν. Το κουδούνι ακούστηκε.