Η πρώτη ποιητική συλλογή
Με τον Άγγελο Αρόρα με συνδέει σχέση δασκάλας και μαθητή, σχέση ιερή που αναπτύχθηκε στην αίθουσα διδασκαλίας του Ιδρύματος το οποίο στεγάζεται στο σπίτι του επιφανούς εκπροσώπου της Πρώτης Μεταπολεμικής Γενιάς, ποιητή Τάκη Σινόπουλου. Πρόκειται για σχέση που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια της μαθητείας του Άγγελου στο ομώνυμο Ποιητικό Εργαστήρι, στο οποίο έχω την τιμή να διδάσκω.
Ο Άγγελος διαθέτει βασικές προϋποθέσεις για την διαμόρφωση της ιδιότητας ενός άξιου θεράποντος της ποίησης: εργατικότητα, φιλομάθεια, ευαισθησία, προσήλωση στην κατάκτηση μιας αναγνωστικής επάρκειας, πάντα με απώτερο στόχο την βαθύτερη γνώση του αστείρευτου πλούτου της ελληνικής ποιητικής γλώσσας. Ο Άγγελος γνωρίζει πως η αναμέτρηση ενός νέου ποιητή με τα λαμπρά αποστάγματα της ποιητικής παράδοσης είναι αγώνισμα βίου στο οποίο οφείλει να προσέρχεται κανείς με σεβασμό και σεμνότητα.
Δείγμα αυτής της αφοσίωσης παρέχει η συλλογή του με το αινιγματώδες αίτημα στον τίτλο: στη χαρά παραδομένο το κομμάτι αυτό, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΕΚΑΤΗ στα τέλη του 2023.
Δεν ξέρω εάν η πρώτη ποιητική συλλογή ισοδυναμεί με το πρώτο σκαλί στης ποιήσεως τη σκάλα, σύμφωνα με την αυστηρή ρήση του ποιητή Θεόκριτου στο γνωστό καβαφικό ποίημα με τον ομώνυμο εύγλωττο τίτλο. Έχω όμως τη βεβαιότητα ότι ο αναγνώστης του παρθενικού αυτού εκδοτικού εγχειρήματος κατά κανόνα αναζητά στις σελίδες του τα χνάρια, λανθάνοντα ή ευδιάκριτα, μιας προσωπικής ποιητικής φωνής που επιχειρεί να κομίσει στην τέχνη κάτι καινούργιο: ίσως το ανεπαίσθητο ρίγος μιας λεπτής αύρας ανανέωσης του ποιητικού λόγου.
Τα σημάδια αυτά μπορεί κανείς να αναγνωρίσει και στο βιβλίο που σήμερα παρουσιάζεται.
Ο Άγγελος είναι ένας συστηματικός αναγνώστης της ποίησης με σχέση ερωτική μαζί της αφομοιώνει δημιουργικά την αναγνωστική του εμπειρία και παράλληλα, ως ευαίσθητος δέκτης των μηνυμάτων του καιρού του, καταθέτει την προσωπική του ποιητική στάση απέναντι στη σύγχρονη πραγματικότητα.
Η συλλογή του δεν διακρίνεται για τη χαρακτηριστική εσωστρέφεια, τόσο συχνά απαντωμένη στο έργο των νέων ποιητών. Αντίθετα διατηρεί μονίμως ανοικτό παράθυρο στον κόσμο, κυκλοφορεί στους δρόμους του άστεως και δεν διστάζει να εγγράψει την ασχήμια που συναντά στις περιθωριοποιημένες γειτονιές της πόλης, παραπέμποντας ενίοτε σε πραγματικές οδούς και διευθύνσεις.
Με καταγωγικές ρίζες από τη μακρινή, μυθική στη συνείδησή μας, Ινδία και συγχρόνως άξιος κάτοχος ανθρωπιστικής ελληνικής παιδείας συμπάσχει με το δράμα των εξαθλιωμένων προσφύγων, καθώς αναγνωρίζει στο φουσκωμένο ποτάμι της μετανάστευσης τα χνάρια της ταυτότητας και δικών του προγόνων:
φουσκωμένο ποτάμι
Όλα τελικά, όλα, όλα τελικά ξαναγυρνάν σ’ εμάς,
πλάσματα κοιμούνται στα δάση
στην ύπαιθρο
πεινούν ζητιανεύουν
παράσιτα, λένε, που κατέρχονται
σαν χείμαρρος για να κατακτήσουν
τη Μεσόγειο
ποτάμι φουσκωμένο,
γιορτή Δωριέων σεμνή
σκυταλοδρομία
αφυδατωμένος καιρός
η ψυχούλα μας
Με γλώσσα λιτή και αιχμηρή, η οποία —επειδή απέχει από τη γλυκερή εκδήλωση συμπόνοιας — λειτουργεί συγκινησιακά με την αμεσότητά της, ο Αρόρα εκθέτει και την τραγωδία των βασανισμένων γυναικών, που από τα πέρατα του κόσμου οι άγριοι άνεμοι των πολέμων και της πείνας τις πετούν στις ξέρες των οίκων ανοχής, για να βιώσουν σε συνθήκες της πιο απάνθρωπης σωματικής εξαθλίωσης τη διάψευση του ονείρου μιας καλύτερης ζωής.
Τα ποιήματα συνολικά χαρακτηρίζονται από έναν ώμο ρεαλισμό, ο οποίος συνοδεύεται από υπερρεαλιστικά στοιχεία που αποδίδουν τον παραλογισμό και την ανελέητη σκληρότητα του σύγχρονου κόσμου. Παράλληλα, κάτω από την επιφάνεια μιας απέριττης και τραχιάς ενίοτε γλώσσας ανακαλύπτει κανείς καλά κρυμμένη την πληγωμένη ευαισθησία του ποιητικού υποκειμένου.
Αινιγματώδεις τίτλοι, όπως στο ποίημα με τον τίτλο «υπερταχεία», αποτελούν παγίδες για τον αναγνώστη δημιουργώντας την προσδοκία μιας επιθυμητής εξόδου από την ακινησία, που —μεταβαλλόμενη εις το ενάντιον — διαψεύδεται από το σώμα του ποιήματος το οποίο παραπέμπει στην αίθουσα ενός χειρουργείου.
Ενδιαφέροντες είναι και οι επιγραμματικοί καταληκτικοί στίχοι που με την αποφθεγματικότητά τους λειτουργούν ως επιμύθια, όπως
κι η μοναξιά στη σκηνή
σαν θέρεμιν τσιρίζει
(το θέρεμιν, όπως μαθαίνουμε, είναι μουσικό όργανο που παράγει ήχο χωρίς να το αγγίζει οργανοπαίκτης).
Ο καταληκτικός στίχος πολλές φορές εγγράφει ένα αγωνιώδες αίτημα όπως:
αγάπη πότε θα αρχίσει η ίνδικτός σου;
Και άλλοτε προσφέρει συμπυκνωμένη μια τρυφερότητα που αντισταθμίζει τη σκληρή γλώσσα του κυρίως ποιητικού σώματος.
Θα άξιζε να αναφερθούμε και στις συχνές παραπομπές σε σύγχρονα μουσικά ακούσματα (τραγούδια —επιτυχίες μουσικών συγκροτημάτων αλλά και σε ήχους από τη στιβαρή φωνή του Καζαντζίδη), που εκτός των άλλων καταδεικνύουν ότι ο Άγγελος ενωτίζεται τους ήχους της εποχής, μεταφερμένους στην αμετάφραστη μουσική γλώσσα, την ομοαίματη αδελφή της ποίησης.
Συχνές είναι και οι διακειμενικές αναφορές. Υπάρχουν, λόγου χάριν, στοιχεία από την ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη, καθώς τα πρόσωπα στα ποιήματα του Αρόρα εμφανίζονται κάποτε με την ιδιότητά τους και όχι με το κύριό τους όνομα: η μάνα, ο πατέρας, οι γείτονες, όλα ενταγμένα σε ένα σκηνικό λαϊκής γειτονιάς
Στοιχεία διακειμενικά είναι ευδιάκριτα και στις διάσπαρτες συνομιλίες με την ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη. Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα «ο τρελός αγρός», μια παραλλαγή στον τίτλο που ανακαλεί το περίφημο ποίημα του Σαχτούρη «ο τρελός λαγός». Το ποίημα κλείνει με το εμμονικό — και στον Σαχτούρη— σχήμα της επανάληψης. Πρόκειται πάντα για επιδράσεις που είναι γόνιμες, απολύτως αφομοιωμένες και ενταγμένες όλες στο προσωπικό ύφος του Άγγελου.
Σταθερή όμως και μόνιμη είναι η παρουσία του Κώστα Καρυωτάκη είτε εμφανής με τους νεανικούς του στίχους στο μότο της συλλογής είτε λανθάνουσα, όπως στο ποίημα με τον τίτλο «αντάρτικο» στο οποίο νιώθουμε να υπόκειται το καρυωτακικό «Όλοι μαζί…» —μια απόρριψη των όσων γράφουν ποιήματα για να τιτλοφορούνται ποιητές. Στο ποίημα του Αρόρα η επίδραση είναι μακρινή και απολύτως ποιητικά αφομοιωμένη:
αντάρτικο
υπάρχουν κι αυτοί
του πετάνε τις πιο βρόμικες λέξεις
σαν ανθάκια. Ἡ γλώσσα σιωπά ντρέπεται
και μες στην ακινησία της νύχτας
πασχίζουν να βγουν
από την προϊστορία του κορμιού της
με φωνή που γκαρίζει
στα σαλόνια ρίχνουν κάτω μια φτυσιά
και βρίζουν τις μανούλες τους
χτυπάν τους πατεράδες τους
γλείφουν το καμένο λάδι αγαπούν τον συρφετό
κρατάνε ένα λεπτό σιγής καψωμένοι
εκσπερματώνουν στο λευκό χαρτί
τον ίμερο της γραφής — ονειρεύονται
γυναίκες να χαϊδεύονται
τα μπαρ να τους κερνάνε
για τους στίχους τους
όταν ξεπερνούν το βάρος μιας ακόμα μέρας
μακριά από κάθε στόχο
σκαλίζουν στίχους στο κουφάρι
μιας νέας χιλιετίας
τυχοδιώχτες που δεν θέλουν να ησυχάσουν
υπάρχουν — όλοι αυτοί
σε διαρκές σάστισμα
ανάμεσα σε βόθρους
βάθρα βάραθρα
άνθρωποι πυροτεχνήματα
Στον τίτλο της συλλογής (στη χαρά παραδομένο το κομμάτια αυτό) μπορεί κανείς να ανιχνεύσει ένα αίτημα για επιστροφή στη χαρά, σε ένα ανθρώπινο βίο πρωτογενούς αθωότητας, συμφιλιωμένο με τη φύση και αλληλέγγυο με τον άλλο, μακριά από τον ζόφο και τη βαναυσότητα της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας.
Κλείνοντας λοιπόν τη μικρή παρουσίαση επισημαίνω πως βρισκόμαστε μπροστά σε μια ποιητική συλλογή που αντιλαμβάνεται την ποίηση ως επιτέλεση ενός οφειλόμενου χρέους απέναντι στην Τέχνη, στην αλήθεια και στην κοινότητα των ανθρώπων. Σήμερα η ποιητική αυτή στάση δεν είναι αυτονόητη και ο Ἀγγελος Αρόρα αναλαμβάνει να ανταποκριθεί σ’ αυτή την οφειλή διατηρώντας πάντα το ήθος, τη σεμνότητα και την εργατικότητά του. Εξάλλου εργασία πολύμοχθη είναι και η ποίηση. Και ο Άγγελος είναι ένας φέρελπις εργάτης της ποιητικής τέχνης .