You are currently viewing Τασούλα Καραγεωργίου: Γιάννης Στρούμπας, Περίμετρος, Σμίλη 2023

Τασούλα Καραγεωργίου: Γιάννης Στρούμπας, Περίμετρος, Σμίλη 2023

«κυλιόμενες καταβάσεις/ κυλιόμενα αισθήματα»

 

Την πρόταση του φίλου ποιητή και συναδέλφου Γιάννη Στρούμπα να συμμετάσχω στην παρουσίαση της συλλογής του Η περίμετρος (Σμίλη 2023) την αποδέχτηκα με διπλή χαρά. Εκτός από την αμοιβαία εκτίμηση και τη συναδελφική αγάπη που συνέχει τη φιλία μας,  ο Γιάννης είχε ήδη ανοίξει την πόρτα του ποιητικού διαλόγου με το δικό μου Μετρό (Κέδρος 2004) επισημαίνοντας στο δεύτερο  ποίημα της συλλογής του (σ. 12)  παράλληλα με τη θεματική συγγένεια τη διαφορετική ποιητική του προσέγγιση.

Το ποίημα αυτό, με τον επιγραμματικό τίτλο «Είναι σκηνή», θέτει ως μότο τους εξής στίχους από το Μετρό του 2004: πως είναι οι γραμμές Αχέροντας /πως ο συρμός δεν είναι παρά η λέμβος/ πως τα εισιτήρια υποκαθιστούν τα κέρματα/ στο στόμα των νεκρών/ κι ακόμα ότι οδηγός/ είν’ ο ψυχοπομπός, για να αντιπαραβάλει στη μυθική μέθοδο που αντιμετωπίζει τον υπόγειο συρμό ως μια εκδοχή της ομηρικής νέκυιας, την άποψη πως το υπόγειο τρένο με τους συρμούς και τις αποβάθρες του δεν είναι παρά το  σκηνικό ενός σύγχρονου θεάτρου:

Οι αποβάθρες τούτες εδώ

 δεν είναι αποβάθρες.

Είναι σκηνή θεατρική.

Μ’ αυλαία που δεν πέφτει.

Έτσι Η περίμετρος (που σύμφωνα με τα λεξικά είναι η γραμμή, η οποία περιλαμβάνει ή περιβάλλει ένα δισδιάστατο σχήμα), στην προκειμένη συλλογή μετατρέπεται σε ένα νοητό κιγκλίδωμα που περιβάλλει τον κόσμο του Μετρό και γίνεται σύμβολο μιας ανελέητης αστικής καθημερινότητας, η οποία επαναλαμβανόμενη λειτουργεί ως θεατρική σκηνή της οποίας η αυλαία δεν πέφτει ποτέ.

Χωρίς τον Αχιλλέα ή τον Αίαντα της νέκυιας,  χωρίς τους θαλάμους της Περσεφόνης ή την παρουσία της Αντιγόνης, ηρωίδας που πατρίδα της θέλησε την Κάτω Κόσμο, ο Γιάννης στήνει αριστοτεχνικά στον χώρο του σταθμού ένα αστικό θεατρικό σκηνικό με κεντρικό του πρόσωπο τον ίδιο ως ποιητικό εγώ που πάσχει και αυτοσαρκάζεται, περιπλανώμενος μέσα σε σήραγγες και αποβάθρες.

Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον· ἢ μάθε παίζειν

 τὴν σπουδὴν μεταθεὶς ἢ φέρε τὰς ὀδύνας.

γράφει επιγραμματικά ο αλεξανδρινός Παλλαδάς εθνικός ποιητής του 4ου μ.Χ. αιώνα.

Πρόκειται γα μια σύγχρονη θεατρική σκηνή που χωρίς να αναζητεί καταφύγιο στο μεγαλείο των τραγικών ηρώων, αναθέτει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο ποιητικό εγώ της συλλογής —μια περσόνα του ίδιου—, ένα πρόσωπο που ταυτίζεται με τα πλήθη που συρρέουν στο Μετρό και με γενναιόδωρη ταπεινοσύνη υιοθετεί τις αδυναμίες τους.

Το χιούμορ, ένα χαρακτηριστικό στοιχείο της ποιητικής ιδιοτυπίας του Στρούμπα, οδηγείται εδώ σε ένα ανηλεή κάποτε αυτοσαρκασμό, όπως  όταν παραβιάζει την αυστηρή απαγόρευση «Η χρήσις προώρισται διά άτομα με ειδικές ανάγκες» και αντιμετωπίζει με χαριτωμένη αυθάδεια στην επίκριση μιας γηραιάς κυρίας για τη χρήση του ασανσέρ:

Σιγά μην απαντήσω.

Μονάχος μου το ξέρω πως

 συνοδεύομαι

από τα ανάπηρα μου αισθήματα (σ.13)

Εξάλλου ο απρόσωπος κόσμος που συρρέει στους υπόγειους σταθμούς νομίζοντας πως ενεργεί βάσει ενός σχεδίου, στην πραγματικότητα είναι έρμαιο μιας αενάως επαναλαμβανόμενης καθημερινότητας, παρόμοιας με τους ενοίκους της μυρμηγκοφωλιάς, του πολύ ωραίου ποιήματος, που τόσο εύστοχα μας εισάγει στην ατμόσφαιρα της Περιμέτρου, εκεί που κυκλοφορούν ανυποψίαστοι επιβάτες —φορείς μιας νέας αίσθησης του τραγικού και κυριαρχούν, όπως γράφει:

κυλιόμενες καταβάσεις

 κυλιόμενα αισθήματα (σ.14)

Με υποδόριο χιούμορ αντιμετωπίζεται η ματαιότης του σύγχρονου αυτοματισμού που παρέχει την ψευδαίσθηση μιας προσωπικής καταξίωσης αυτής που υπόσχεται ο αυτόματος κερματοδέκτης

Εισάγετε στον κερματοδέκτη ακριβώς

τη βεβαιότητά σας.

 Παραλαμβάνετε την αυτοπεποίθηση πολλαπλών διαδρομών

(«Επανακατάβαση», σ.16)

Παρά το ότι στη συλλογή κυριαρχεί το πνεύμα μιας μεταμοντέρνας ποιητικής που αποστρέφεται τη μεγαλοστομία της τραγικότητας, εν τούτοις στο πολύ ωραίο ποίημα «Απ’ το παράθυρο», (πώς θα μπορούσε άλλωστε να λείπει το μητρικό καταφύγιο;) υπόκειται η φανταστική παρουσία της μάνας, συνοδευμένης από την ανάκληση της παιδικής μνήμης, που υπεισέρχεται μαγικά για να προσδώσει στίγμα προσωπικό σε ένα περιβάλλον απρόσωπο:

ΑΠ’ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ

στη μητέρα μου

Κολλώ το πρόσωπο στο τζάμι

 

στατικός ηλεκτρισμός

στατικοί επιβάτες

καθίσματα

οθόνες

σκάλες ηλεκτρικές

 

ξεψυχισμένο βουητό ξεψυχισμένη εκκίνηση

το φως βουλιάζει στις στοές

 

γκρίζο χλωμό μαύρο

μπετόν τσιμέντο σκυρόδεματα

μπετόν τσιμέντα σκυροδέματα

 

νέο φως, νέα στάση, νέα εκκίνηση

μπετόν τσιμέντα σκυροδέματα

απ’ το παράθυρό μου τρέχουν

τα σκυροδέματα.

Υπόγειο καθώς είναι το Μετρό, φέρνει κάποτε στην επιφάνεια τις ενοχές ενός επίσης υπόγειου ψυχισμού και οδηγεί έτσι σε αναμέτρηση την ανθρωπιά μας με ό,τι συνιστά την αλλοτριωμένη μας συνείδηση που φεύγει τρέχοντας σε κάθε συνάντηση με την ανθρώπινη εξαθλίωση. Ο Στρούμπας αναμιγνύει τότε τον αυτοσαρκασμό με ένα δυσάρεστο ωστόσο εξοβελιστέο αίσθημα ενοχής, το οποίο προκαλούν οι άστεγοι πωλητές του περιοδικού Δρόμου Σχεδία:

Σχεδἰα; Σχεδία; Σχεδία, πού βρέθηκαν αυτοί σε κάθε έξοδο; πώς τόσες διαφυγές μου τις βουλιάζουν στην επιφάνεια; από παντού πώς έκλεισαν σε μέγγενη περίμετρο την κάθε μου απόδραση;……….

Φεύγω ευθύς αμέσως/μήτε να τους κοιτάξω δεν γυρνώ. /Θα φέρω εδώ την Καλυψώ όλους να τους βολέψει. Μακριά, πολύ μακριά, απ’ την ενοχλημένη βόλεψή μου.

(«Σχεδία ψηλά στο κύμα», σ.27).

 Αξίζει εδώ να επαινεθεί η ποιητική του ειλικρίνεια, η οποία αποστρέφεται την ευκολία του μελοδραματισμού και καταφεύγει στο παιγνιώδες φιλολογικό σχόλιο με την Καλυψώ —μοναδική αναφορά σε πρόσωπο μυθικό— που ανακαλεί τη ραψωδία ε της Οδύσσειας, γνωστής και ως Οδυσσέως σχεδία.

Στο ίδιο κλίμα, η ρεαλιστική απεικόνιση της δυστυχίας που κατακλύζει τους δρόμους του άστεως, χαρακτηριστική της ζωηρής αντίθεσης με την επιφανειακή ευμάρεια της μεγαλούπολης, με τις εικόνες των αστέγων που αναζητούν ζεστασιά στις υπέργειες σχάρες εξαερισμού του μητροπολιτικού συρμού της Αθήνας.

ΕΞΑΕΡΙΣΜΟΣ

λιγοστά στρωσίδια πάνω στη σχάρα

 

απ τα βάθη /θαλπωρή του εξαερισμού/ από υπόγειες τριβές/απ’ τα ουράνια θαλπωρή ψιλόβροχου/ τσιτσιρίζει./στην πυρακτωμένη σχάρα με τον σκύλο αγκαλιά/ κι η γαλαρία εξαερίζεται κι ή πνοή εξαερώνεται.(σ.28)

Έπαινοι ξεχωριστοί για την ποίηση που αναδύεται μέσα από την Περίμετρο του Γιάννη Στρούμπα οφείλονται στις ποικίλες εναλλαγές του φωτισμού, που συνολικά παραπέμπουν σε ένα φως νωθρό και αφύσικο, που έχει λησμονήσει τον ήλιο και μοιάζει να είναι μια εφιαλτική παραλλαγή του σκότους.

Αντιγράφω στίχους από τη σελίδα 20 με τους προβολείς που παραπέμπουν σε ανακριτική διαδικασία και επισημαίνω την επιτυχή παρώδηση του σολωμικού στίχου, του προερχόμενου από ένα κατ’ εξοχήν ποιητή του φωτός

νωθροί προβολείς

σε υποφωτισμένη γαλαρία

………………………………………..

Πάντα ανοιχτά πάντ’ άρρωστα

τα φώτα της στοάς μου \

(«Αιώνας των φώτων», σ.20)

Με καίριο τρόπο επιγραμματική είναι και η παράδοξη, ωστόσο εξαιρετικά δραστική ως προς την εκφραστική της δύναμη, περιγραφή της πορείας του σκοτεινού ερέβους, από τη σελίδα 21:

το σκότος ταξιδεύει

με ταχύτητα φωτός.

Δεν πρόκειται βέβαια για το σεφερικό αγγελικό και μαύρο φως αλλά για ένα φως ερεβώδες, συνώνυμο του σκότους, με πολλές μεταφορικές συνδηλώσεις για τον σκοτεινό κόσμο που προβάλλει στον ορίζοντα, απειλητικότερος συχνά από αυτόν τον οποίο διαδέχεται, και ίσως εφιαλτικότερος ακόμα και από τους χούλιγκαν της παλαιάς γραμμής1.

ΤΟΥ ΠΙΟ ΜΟΥΝΤΟΥ ΦΩΤΟΣ

ηλεκτρικός./ Στρατιές χούλιγκαν./ Ραντεβού θανάτου. /Στιλέτα. /Σιδερογροθιές.//οι ήρωες του σκότους υπό το φως του ήλιου.//τερματικός του σκότους οι επίγειες γραμμές/ ανταπόκριση με το μετρό / δεν σηκώνει/το κάτω σκότος καθαρό/οπλισμένος αστακός.//Στρατιές χούλιγκαν // ραντεβού θανάτου./και ο θάνατος εξορισμένος από σκότος πολυτελείας στη σκονισμένη επικράτεια/ του πιο μουντού φωτός.

Ο Γιάννης Στρούμπας ανήκει στους ποιητές που βλέπουν την ποίηση ως χώρο επιτέλεσης ενός χρέους απέναντι στον άνθρωπο, τόσο τραγικά ευάλωτο σήμερα με την επικράτηση της τεχνολογίας που τρέχει με ταχύτητα μητροπολιτικού συρμού και υπόγεια ενίοτε υποσκάπτει τις ανθρώπινες σχέσεις, θυσιάζοντάς τες σε μιαν απρόσωπη υποφωτισμένη με αφύσικους λαμπτήρες αστική καθημερινότητα.

Με εφόδια λαμπρά τη γόνιμη ποιητική του ευαισθησία και την πρωτότυπη ικανότητά του να μας συγκινεί ακόμα και όταν παρωδεί το καθημερινό, προσέφερε ως ανήσυχος και οξυδερκής παρατηρητής των συρμών, αυτός ένας Θραξ, μόνιμος κάτοικος Κομοτηνής,  μια πολυφωνικά φθεγγομένη εικόνα της αστικής ζωής που επικρατεί στο κλεινόν μας άστυ.

Τον συγχαίρω διπλά και τον ευχαριστώ πολλαπλά και για την επάξια βράβευση της Περιμέτρου από την Ακαδημία Αθηνών και για τα ανανεωμένα ερεθίσματα που μου προκάλεσε, ώστε να βρεθώ ξανά, μετά από εικοσαετία, σε ένα χώρο, όπως το Μετρό που καθόρισε σημαντικά και τη δική μου ποιητική πορεία.

Έπαινοι οφείλονται και στο εξαίρετο εξώφυλλο που φιλοξενεί έργο του ζωγράφου Νίκου Οικονομίδη.

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.