Το σχοινί της ζωής
Η ζωή είναι ένα τεντωμένο σχοινί
Την αρχή του μόνο γνωρίζω
Καθώς, ξυπόλυτος, πάνω του περπατώ,
κάτω, σαν αιχμηρά αντικείμενα
απρόσεκτα πεταμένα,
αιωρούνται στεναχώριες και θλίψεις.
Εδώ κι εκεί υπάρχει κάποια σπιθαμή γης
με πράσινη βλάστηση χαράς και ελπίδας.
Εσύ μόνο, κάπου-κάπου, μου απλώνεις το χέρι
για να μπορώ την ισορροπία μου
να κρατήσω.
Καλοκαιρινές διακοπές
Απόψε, νωρίτερα θα κλείσεις
το μπαρ-καφέ «η Ελπίς».
Το βράδυ, προσεκτικά θα διπλώσεις
τα πράγματά σου μέσα στη βαλίτσα.
Το μαγιό, το καπέλο και τα αεράτα σου φορέματα για την παραλία,
τις βραδινές τουαλέτες που μια σαραντάχρονη μπορεί και φοράει.
Το σετ του μακιγιάζ, τα αρώματα,
χωρίς όμως να ξεχάσεις το αγαπημένο σου βιβλίο.
Την επόμενη μέρα το πρωί
οι ηλικιωμένοι της μικρής και μακρινής αυτής πόλης
θα πλησιάσουν τη βιτρίνα με τις κλειστές πόρτες
της «Ελπίδας».
Αναγκαστικά θα πάρουν τον καφέ τους αλλού, σκέτο
και οι δεκαπέντε μέρες απουσίας σου
θα μοιάζουν δεκαπέντε μήνες.
Για τη μαργαρίτα
Μιλώ γι’ αυτή τη μαργαρίτα, που ανθίζει κάθε άνοιξη
Μιλώ γι’ αυτή τη μαργαρίτα που ελεύθερη μεγαλώνει
Μιλώ γι’ αυτή τη μαργαρίτα
που είδα για πρώτη φορά στη βρεφική μου ηλικία,
τότε που δεν θυμάσαι ούτε την ημέρα, ούτε τον τόπο.
Μιλώ για αυτή τη μαργαρίτα
που ζωγράφισα για πρώτη φορά στο μπλοκ ζωγραφικής.
Μιλώ γι’ αυτή τη μαργαρίτα που πιτσιλίζει με λευκό
τους λοφίσκους της ψυχής μου.
Μιλώ για εκείνο το μικρό κορίτσι,
της πρώιμης ανθρώπινης κοινωνίας,
που για πρώτη φορά ονομάστηκε Μαργαρίτα
Μιλώ για εκείνη τη μαργαρίτα
που πρώτη τοποθέτησα στο στεφάνι που έπλεξα
για την παιδική μου φίλη.
Μιλώ για τη μαργαρίτα στα χέρια μιας έφηβης
καθώς παίζει το παιχνίδι με τα πέταλα,
«μ ’αγαπάς» «δε’ μ ‘αγαπάς».
Μιλώ για εκείνη τη μαργαρίτα,
της νιότης μου, που απουσιάζει.
Μιλώ για την αθώα της λευκότητα,
για την αρμονία της.
Μιλώ για εκείνη τη μαργαρίτα
την οποία γνώρισα μια μέρα τον Αύγουστο.
Μιλώ για εκείνη τη μαργαρίτα που κάπου ζει,
αλλά ποτέ δεν θα μπορέσω να συναντήσω.
Μιλάω μαζί σου
και για σένα,
Μαργαρίτα.
Κάποιον Σεπτέμβρη
Από της μνήμης το παράθυρο
προβάλλει το κεφάλι
του μικρού παιδιού που υπήρξα.
Δεν μου ζητά βιβλία ή τετράδια,
ούτε καν μολύβι.
(Ξέρει, τα βιβλία είναι ακριβά
σ’ αυτή την αγαπημένη πατρίδα).
Με καλεί σε ένα αθώο παιχνίδι
το παιδί,
σε ένα παιχνίδι χωρίς απώλειες,
χωρίς κανέναν νικητή.
Ο Ντασαμίρ Μάλο είναι Αλβανός ποιητής και μεταφραστής. Γεννήθηκε στην Πρεμετή και μένει μόνιμα οικογενειακώς στην πόλη των Αγίων Σαράντα. Με την ποίηση έχει ασχοληθεί από τα μαθητικά του χρόνια. Έως τώρα, έχουν κυκλοφορήσει έξι ποιητικές του συλλογές. Επίσης, ανθολόγησε και μετέφρασε στην αλβανική γλώσσα άλλα τρία βιβλία ποίησης ξένων ποιητών. Ποιήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες στην αλβανική και άλλες γλώσσες. Έχει τιμηθεί με διάφορα βραβεία εντός και εκτός της χώρας. Είναι ένας απ’ τους συνδιοργανωτές του ετήσιου Φεστιβάλ Ποίησης των Αγίων Σαράντα, «Ποιητική Τριήρης».
(Οι φωτογραφίες είναι του ποιητή)