You are currently viewing Θεοδώρα Δέδε: Με ρούφηξε ένας πίνακας…Και τώρα…    

Θεοδώρα Δέδε: Με ρούφηξε ένας πίνακας…Και τώρα…    

Τι σου κάνει η τέχνη;;;…Τι μπορεί να σου κάνει;;;…Να σου παρουσιαστεί ως μια δεύτερη – στατική, όμως, με άπειρες προεκτατικές, νοερές δυνατότητες – πραγματικότητα, που τα παρακολουθεί όλα βουβή, πάντα, παρούσα…Που, αν και ακίνητη, ρέει με την αεικίνητη ζωή;;;…Ενα τοπίο καδροποιημένο, που, κοιτώντας το, αιώνες τώρα, να σ’ ατενίζει, αναρωτιέσαι: ”Ποιος παρατηρεί ποιον”;;;…Είναι δε πιθανόν πως, κάποια στιγμή, μπορεί να σε καλέσει…Ναι, μπορεί να λάβεις προσκλητήριο, για να σε φιλοξενήσει εντός του…
Πώς είναι να ζεις σ’ ένα ονειρικό, ειδυλλιακό τοπίο, ηλιοβασιλεματικό;…Σ’ έναν κολπίσκο ακροθαλασσιάς, βουτηγμένο όλο σε πορτοκανελοκανελί αποχρώσεις, κάτω απ’ τον ουρανό, που κατάφερε να γίνει τόσο πετιμεζένιος, παρά το σκούρο σύννεφο, που, αντί να του κάνει χαλάστρα, τον μελώνει περισσότερο;…Σαν να έχει όλο το τοπίο ομοιόμορφα ξεροψηθεί;…Εκεί, στην άκρη της αμμουδιάς, που γίνεται ένα με το υγρό στοιχείο, πέρασα κι…εγώ από το κενό, που έχει δημιουργηθεί σ’ έναν μισάνοιχτο φράχτη, σαν να ήταν, κάποτε, ιδιωτικό το…όνειρο και κάποιος το…διέρρηξε, για να βγει από τον εφιάλτη του και να το ζήσει κι εκείνος…
Είχα πρόσκληση, χρόνια τώρα, για θέση κάτω από το καχεκτικό, ημιφάλακρο δέντρο, στο οποίο κρατούσε παρηγοριά ένα παρόμοιο γειτονάκι του δέντρο…Και, τώρα, που αποδέχθηκα την επίσημη πρόταση του πίνακα – αφού κατάλαβε, μετά από τόσα χρόνια συμβίωσης, πως εμβάλλομαι από τις καταστάσεις και, επομένως, εισχωρώ, μετά μεγίστης ευκολίας, στα μυαλά και τα έργα τους – να το πράξω και στην… πράξη!…Και διαπιστώνω πως δεν είναι μόνο η εντύπωση, την οποία σου δίνει, ως θεατή, πως όλα είναι κανελοακίνητα, γιατί, ενώ εισχωρώντας σ’ αυτόν, το πρώτο πράγμα που περίμενα ν’ ακούσω ήταν, έστω, ένα: φλλλουπ, της ελάχιστης ανάσας μιας γυάλινης έως ανύπαρκτης επιφάνειας παφλασμού, ακόμη κι ο αναμενόμενος ήχος στάθηκε ακίνητος!…Η πλήρης ακινησία, παρότι στην απέναντι όχθη αχνοφέγγουν δυο λάμψεις φώτων…Αρα, σίγουρα υπάρχει ζωή, αφού κάποιος πληρώνει τη ΔΕΗ…Η θάλασσα, σ’ αυτό το ψαροχώρι τού ενός εμφανούς σπιτιού και των υποτιθέμενων –γιατί δεν διακρίνονται, παρά υπάρχει μόνον η υποψία τους- ενός-δυο σπιτιών, είναι σαν υδάτινη συνέχεια του εδάφους, τόσο που νομίζεις πως η θάλασσα είναι το έδαφος, που το έχουν επιστρώσει με κάποια γυάλινη τεχνοτροπία…Ομως, αυτό το σπιτάκι, που ξεχωρίζει ολοκάθαρα, αριστερά, πάνω σε ένα μικρό υψωματάκι, όπου, για να φτάσεις εκεί, περπατάς ανάμεσα σε μακρόστενα ξερά φύκια, αρμυρίκια, ίσως και κάπαρη, να ανήκει σε ψαράδες ή σε κάποιο ζευγάρι που αγάπησε τρελά αυτόν τον κολπίσκο-καταφύγιο ερωτευμένων ψυχών ή σε…;……Και ανάμεσα στον ανοιχτό φράχτη και την ακροθαλασσιά, αραγμένες δυο βαρκούλες, απλές, ξύλινες, με κουπιά…Σαν να βρίσκονται εκεί, προβοκατόρικα ζωγραφισμένες από τον δημιουργό του πίνακα, ώστε, όποιος τολμήσει και δεχθεί την πρόσκληση τού κάδρου, να μπορεί, έστω την ύστατη στιγμή, να δραπετεύσει για την κίνηση…Για το άλλο…Για το ιδεατό…Γι’ αυτό, που είναι πίσω από τον πίνακα, πίσω από τη ζωή ή, μάλλον, στο βάθος της ζωής…Ισως, όμως, και για το πιο μυστηριώδες έως και πιο επικίνδυνο απ’ αυτό, που μας ετοιμάζει η ίδια η ζωή…

 

Αν κι εμένα με πιλατεύει η ανεξακρίβωτη βεβαιότητα πως έχω ξαναεπισκεφθεί το μέρος, όταν κάποιες βαθειές επιθυμίες μου σαν να με ήθελαν απούσα -αν και, διαρκώς, τραγικά παρούσα- και σαν να έκαναν απόπειρα να βρουν καταφύγιο στο ελαφρώς υπερυψωμένο σπιτάκι του πίνακα, για να γλυτώσουν απ’ τις μεγάλες πληγές τής ζωής μου, όταν αυτή προχώρησε κατά πάνω μου ισοπεδωτικά…Ομως, φρονώ πως δεν είναι παρά μια παραίσθηση…Απορώ, τόσα χρόνια, πόσο τυφλή ήμουν, που δεν αποδεχόμουν την πρόταση, να μείνω εκεί και ν’ αφήσω να συντελείται η ζωή, κατά τη βούλησή της, χωρίς να της δίνω την άδειά μου να με άγει και να φέρει…Χωρίς να με κουμαντάρει και να με βγάζει, συνέχεια, σε μανιασμένα, τρικυμιώδη ταξίδια…Χωρίς ερήμην μου, να μου κανονίζει ταξίδια…Ταξίδια, κατά τα οποία ρούφαγε το βαθύ μπλε τους κύμα πολλούς δικούς μου συνταξιδιώτες ζωής…
 
Αλλά, ακόμη κι αν η απόγνωσή μου επισκεπτόταν το σπιτάκι του πίνακα, τις ώρες, κατά τις οποίες θυμάμαι τη ζωή μου σαν να επρόκειτο για ταινία της ζωής κάποιου άλλου στο εκράν της πραγματικότητας, προφανώς, άφηνα, σε κλάσματα δευτερολέπτου, αυτή τη σχεδόν ναρκωτική ηρεμία του, για να ξαναβυθιστώ στην αντάρα και την ταραχή των κακοκαιριών, που διαισθανόμουν ότι έρχονταν να με συναντήσουν…Φημίζομαι, άλλωστε, για τη συνέπειά μου στα ραντεβού…Αν και η ερημιά αυτού του σκούρου κανελί τοπίου, όταν την ζεις εκ των έσω, παύει κάπου να είναι δελεαστική και σου αφήνει μια αίσθηση σεληνιακή και απόκοσμη, δεν ξέρω, πια, αν θέλω να επιστρέψω στη ζωή εκτός πίνακα…Σαν ένα όνειρο, που ξεκινά ονειρεμένα και εξελίσσεται σε θρίλερ κι ενώ είσαι μισοξύπνιος, τα θέλει ο οργανισμός σου να δεις τι σου επιφυλάσσει η συνέχεια και επιδιώκεις να τερματίσεις την αγωνία και την υπνική καρδιακή προσβολή…Ετσι και τώρα!…Είμαι ανάμεσα στην ειδυλλιακή γραφική απεικόνιση, που πιστεύεις πως είναι αδύνατον να επικρατήσει, αιωνίως, τέτοια ησυχία και τι, άραγε, ακραίο θα μπορούσε να σε περιμένει;;;…Και στην υπερκινητική πραγματικότητα, της οποίας η παραμικρή αδράνεια σε κάνει να τρως τα μούτρα σου απ’ την κεκτημένη ταχύτητα, στην οποία η ίδια η πραγματικότητα σε ρίχνει…Τελικά, αυτός ο κύκλος αποδεικνύεται, όντως, πολύ φαύλος!…Αλλά αυτός ο, εν τέλει, τρομώδης για την πραγματικότητα πίνακας, δεν με τρομάζει, γιατί η αδράνειά του είναι η ζωή του…Δεν έχεις να φοβηθείς απ’ αυτόν τίποτα, γιατί τίποτα δεν συντελείται, ώστε να φοβάσαι πως κάποτε θα σταματήσει, πως κάποτε θ’ αλλάξει…
 
Τώρα, πια, ίσως, πρέπει να μ’ αφήσουν οι φαύλοι κύκλοι να ξεκουραστώ στην αδράνεια…Την εσωτερική μου, την εξωτερική μου και τη συμπαντική…Θ’ αποσυρθώ, σ’ αυτήν την αν(για την άγνωστη συνθήκη που κουβαλά)-ησυχητική και απόκοσμη ηρεμία…Ακόμη και να εγκλωβιστώ στη στασιμότητα της στιγμής…Στην αιώνια απεικόνιση…Αλλά και στην παρακολούθηση των γεγονότων, εκ της ασφαλούς αποστάσεως…Ο πίνακας με ρούφηξε και δεν λέω να βγω…Εκεί θα ζω, από ‘δω και πέρα…Κι ας νομίζουν, έτσι, ούσα ακίνητη, χωρίς ν’ ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα, πως αφίχθην στις ακτές του Αχέροντα…Σ’ αυτό το χωρίς ταυτότητα σπιτάκι να μου στέλνετε, πλέον, την αλληλογραφία μου…Σημειώστε, παρακαλώ: ”Τρίτος δεξιά πίνακας στον τοίχο του σαλονιού”…
(Αν και, κατά -πολύ- βάθος μου, θα ήθελα, κάποια στιγμή, να μου απονείμω ένα βραβείο και να μου πω: ”Καλά έκανες που δεν…κρύφτηκες -παρά τη βαθειά επιθυμία…Που…λούστηκες όλα τ’ αναπόφευκτα της ζωής…Που στάθηκες στο κέντρο των τυφώνων και των δινών…Και που στροβιλίστηκες…Και που μουσκεύτηκες με μαύρα σύννεφα νεροποντών…Και που δεν φοβήθηκες τον φόβο!…Που δεν απαίτησες άλλο ένα χέρι συμπαράστασης…Αλλά όλο αυτό το τοπίο είναι πολύ βαρύ για μια καρδιά, μια ψυχή, ένα μυαλό, μια καλαμιά, στο διηνεκές…Και παρότι με διεκδικούσε κι άλλος ένας πίνακας: με μια αγροικία, 5 ελιές, φόντο θάλασσα, πολλή πρασινάδα, λουσμένος στο φως, εγώ επέλεξα…εμένα)…

 

This Post Has One Comment

  1. Αταλάντη

    Πολύ ωραίο …

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.