Αλλά, όσο γέμιζαν οι κρεμάστρες, τόσο θυμόμουν τον δικό μου…Αϊ-Τζοβάννι, έναν πρωτοχρονιάτικο…αυγουστιάτικο…Τον Ιταλό, ρακένδυτο, ηλικιωμένο επαίτη, που έσταζε εγκατάλειψη, πόνο, θλίψη, πληγές…Που απομακρυνόταν από εκείνον που τον ελεημονούσε, από φόβο μην τον λερώσει με τα πετσιασμένα στη σάρκα του ρούχα και του μεταδώσει τη δυσωδία απ’ την πολυεπίπεδη ‘’ταλαιπωρία’’ του…Αριστοκρατική ψυχή σε ένδυμα ρακοσυλλέκτη!…
Θυμήθηκα, αυτομάτως, πότε αισθανόμουν κι εγώ…παρομοίως (χωρίς να αποτελεί ύβρι προς την κατάσταση των επαιτών ή των σκληρά, χειρονακτικώς, εργαζομένων)…..Επειτα από 10 ώρες τρύγου, μουσκίδι από ιδρώτα, μούστο, θειάφι, με άπειρες πληγές στα χέρια, δεν ήθελα να με πλησιάσει ούτε η…σκιά μου! Τα ρούχα μου ήταν η ντροπή του πολιτισμού, της καθαριότητας, αλλά η υπερηφάνεια ενός αγροτικού άθλου!…
Τότε, σκέφθηκα, τη στιγμή, κατά την οποία είχα συναντήσει, για συνέντευξη, εκπροσώπους μεγάλης γαλλικής εταιρείας ρούχων…Τι να λέει στον αγρότη φουλάρι…τετρακοσίων ευρώ;;;..Απερίγραπτη ματαιότητα;;;…Αλλά, όταν ρώτησα τους Γάλλους εκπροσώπους, γιατί κάποιος, ακόμη και πλούσιος, να διαθέσει τέτοιο ποσό για ένα μαντήλι, είχαν απαντήσει: ”Μα, για την άλλη αίσθηση, την υφή, τη μοναδική ιστορία που αφηγείται’’˙ εγώ κατέληξα ‘’για το…όνειρο’’…Είναι ωραία…παγίδα, όταν το ρούχο πωλείται και σαν έργο τέχνης, πρωτοτυπίας, σπανιότητας, εκλεπτυσμένης ποιότητας…
Τότε, με τρελή νοσταλγία, θυμήθηκα τις φιλοσοφικές συζητήσεις, με αγαπημένα πρόσωπα, περί χρώματος ρούχων…Οπως με ηθοποιό, υπέρμαχο του μαύρου χρώματος, της αβύσσου, του χαμού, που διατεινόταν: ’’Για να ξεπεράσεις τον πόνο σου, πρέπει να ντυθείς το μαύρο σου’’…Η πανίσχυρη προσωπικότητα, ονόματι…Μαλβίνα, υπο-στήριζε:‘’Το μαύρο είναι η άρση κάθε κοκεταρίας μέσα απ’ την ουσιαστική επιβολή της, γιατί, μέσα απ’ την ουσιαστική κοκεταρία, γίνεται και η άρση της”!…
Κοκέτες και οι γονείς μας…Κοιτώντας, όμως, τα άδεια, κρεμασμένα ρούχα τους, θυμόμαστε χαρές και λύπες…Αυτό το μάλλινο, ασπρόμαυρο φόρεμα, σε ίσια γραμμή, με ένα μαύρο προσαρτημένο τρίγωνο πανάκι στο ύφασμα του στέρνου, σαν ιστιοφόρο, έτοιμο να πλεύσει σε άλλη γη, το φόραγε η μητέρα μας, κατά τη διάρκειας μιας σοβαρότατης νοσοκομειακής της περιπέτειας…Ηταν βουτηγμένο σε ωκεανούς …αγωνίας, όταν πηγαίναμε και, μέσα σε γαλαζοπράσινα γαλήνια νερά ευγνωμοσύνης, όταν επιστρέφαμε, λόγω της αίσιας κατάληξης…Μαγικό ρούχο…ανατροπών!…Σαν να ήθελε και το ίδιο να πετάξει από πάνω του τη ρετσινιά της θλίψης, με το μαύρο ”πανί-φτερό”…Δίπλα, κρέμεται το εξαίσιο, χειροποίητο, μπεζ κοστούμι τού μπαμπά, ραμμένο σ’ έναν από τους υπέροχους εναπομείναντες ραφτάδες, που γνώρισε στα δροσερά του νιάτα, στην πλατεία Λαυρίου…Το ‘’δρόσιζε’’, μάλιστα, εκτός από τον απερίγραπτο κι ανεξάντλητο ενθουσιασμό του για ζωή, με ανάμειξη αρωμάτων,δημιουργώντας, κάθε φορά, δικής του έμπνευσης πανδαισία!…Αυτό το αξιοσημείωτο οσφρητικό κράμα επέμενε, ακόμη κι όταν το κοστούμι…ορφάνεψε, αρκετά χρόνια μετά το τελευταίο ψέκασμά του…Ηταν σαν να ζει, κάπου, ο ίδιος κι έρχεται κρυφά και το φοράει …
Και μετά απ’ όλα αυτά, πέφτω κι εγώ πάνω σ’ εμένα…Πάνω στο πρώτο ταξίδι, που το κατάλαβα ως παιδί, στα 3 μου…Στην Αίγινα με τον πρώτο μας … μακρινό φίλο, τον Νικολάκη και τους παππούδες του, βέρους Αιγινιώτες …Κρυφά κι εγώ συλλογιέμαι πως, όσες ζορζέτες, βελούδα, ταφτάδες κι αν έχω φορέσει, το πιο λατρεμένο είναι το παιδικό λουλουδιαστό…μαγιό, γιατί ευωδιάζει τη θάλασσα της ζωής, που ανοιγόταν μπροστά μου, μ’ όλη την απλωσιά, την αλμύρα και την αύρα της…Κοίτα τι μούκανε μια παλάμη ύφασμα…