Στην Ελλάδα τα λογοτεχνικά έργα δίγλωσσων συγγραφέων δεύτερης ή τρίτης γενιάς μεταναστών αποτελούν ακόμα terra incognita για τους Έλληνες αναγνώστες, παρ’ όλο που στην υπόλοιπη Ευρώπη έχουν εδώ και χρόνια κερδίσει μία θέση στην παγκόσμια λογοτεχνία.
Το «Αποχαιρέτα την τη Στουτγάρδη, Αστυάνακτα» από τις εκδόσεις Κέδρος που κυκλοφόρησε μόλις το 2023 είναι το πρώτο ελληνικό μυθιστόρημα μεταμεταναστευτικής λογοτεχνίας, το οποίο πραγματεύεται κυρίως ζητήματα της δεύτερης γενιάς μεταναστών.
Πρόκειται για ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, αποτελούμενο από 37 κεφάλαια-ιστορίες που συνδέονται μεταξύ τους. Μέσα από την αθώα ματιά της μικρής Αγλαΐας, της πρωταγωνίστριας του βιβλίου, εκτυλίσσεται μπροστά μας η ιστορία μιας ελληνικής οικογένειας μεταναστών στη Γερμανία από τη δεκαετία του 60 μέχρι τα μέσα του 80, καθώς και η επιστροφή τους στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα όμως φωτίζονται και σημαντικές πτυχές της ελληνικής ιστορίας, όπως η μικρασιατική καταστροφή, η γερμανική κατοχή και η ελληνική αντίσταση, ο εμφύλιος και το παιδομάζωμα και η επταετής δικτατορία. Όλα αυτά όμως, όχι ως τυπικές, ουδέτερες αναφορές ιστορικών γεγονότων, αλλά ως βιωμένη πραγματικότητα των ηρώων του βιβλίου, η οποία πλέκεται εντέχνως με στοιχεία της γερμανικής ιστορίας και φαινόμενα της γερμανικής κοινωνίας.
Κατά αυτόν τον τρόπο προβάλλεται, προωθείται η ιδέα μιας κοινής «ευρωπαϊκής μνήμης», αφού το κείμενο πραγματεύεται διαπολιτισμικά θέματα, ζητήματα υβριδικών ταυτοτήτων που σχετίζονται άμεσα με προβλήματα ένταξης και κοινωνικού αποκλεισμού και γενικότερα με ζητήματα μίας ευρύτερα ρατσιστικής αντιμετώπισης, εξαιτίας της μεταναστευτικής ταυτότητας τόσο στη Γερμανία όσο και την Ελλάδα, υπογραμμίζοντας ουσιαστικά τις δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος: δηλαδή του φαινομένου της σύγχρονης μετανάστευσης στην Ευρώπη. Σε αυτό το πνεύμα η μετανάστευση θα μπορούσε να συμβάλει στην απεθνικοποίηση των κρατών, με την έννοια της άρσης εθνικιστικών προκαταλήψεων και φυλετικών στερεοτύπων.
Το βιβλίο αυτό δεν είναι αυτοβιογραφικό, όπως θα σκεφτεί κανείς αρχικά και βιαστικά θα το χαρακτηρίσει έτσι. Όχι, είναι αυτομυθοπλαστικό όπως αναφέρει η συγγραφέας στο τελευταίο κεφάλαιο, δανειζόμενη τον όρο αυτομυθοπλασία (Autofiktion) από την Γερμανίδα συγγραφέα Herta Müller.
Η συγγραφέας, έχοντας ή ίδια βιώσει στο πετσί της αυτήν την πραγματικότητα του/της μετανάστη/τριας δεύτερης γενιάς και γνωρίζοντας από πρώτο χέρι το ιστορικοκοινωνικό υπόβαθρο και των δύο χωρών, συνήθειες, συμπεριφορές, νοοτροπίες και αντιλήψεις τους, αποδίδει με μαεστρία τη διαφορετικότητα αλλά και το πάντρεμα αυτών των δύο πολιτισμών στην αυτοσυνειδησία της δεύτερης γενιάς.
Ως δίγλωσση συγγραφέας επεξεργάζεται λογοτεχνικά το θέμα της διττής υβριδικής ταυτότητας, αποτυπώνει θετικά διαφορετικά στοιχεία των δύο πολιτισμών, επιτυγχάνοντας μία πρώτη, συνάντηση, μία σύγκλιση του ελλαδικού ελληνισμού και του ελληνισμού της διασποράς.
Όλα αυτά ξετυλίγονται στις σελίδες του βιβλίου με έναν τρόπο κινηματογραφικό, τόσο εξαιτίας της συχνής εναλλαγής του χρόνου μέσα από στιγμιοτυπικές ανασκοπήσεις στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον των πρωταγωνιστών, όσο και λόγω της πολυεπίπεδης προσέγγισης της μετανάστευσης και των ονειρικών εμφανίσεων του Αστυάνακτα που προσδίδουν μία φαντασιακή διάσταση στην ιστορία.
Η Αγλαΐα που γεννήθηκε στη Γερμανία, πήγε σε γερμανικό σχολείο, αργότερα σπουδάζει Γερμανική Φιλολογία στην Ελλάδα και ζει ανάμεσα σε δύο χώρες και με δύο πολιτισμούς μαζί. Κουβαλάει και τους δύο μέσα της. Αυτά τα βιώματα της Αγλαΐας αποτυπώνονται λογοτεχνικά, ρίχνοντας για πρώτη φορά φως σε στιγμές της σύγχρονης ελληνικής μετανάστευσης ως προς τις ελληνογερμανικές σχέσεις, αλλά παράλληλα μας κάνουν κατά αναλογία να συλλογιστούμε και να προβληματιστούμε για τα παιδιά των δικών μας μεταναστών και να αναλογιστούμε πόσες χιλιάδες τέτοιες μικρές Αγλαΐες, οι οποίες κυκλοφορούν αόρατες δίπλα μας βιώνοντας μια εχθρική και ρατσιστική αντιμετώπιση, καλούνται κι αυτές να σπάσουν κώδικες πολιτισμικούς και να ορθώσουν το υβριδικό τους ανάστημα. Οι διαφορετικότητες συναντιούνται σε αυτό το μυθιστόρημα, παντρεύονται και γεννούν την Αγλαΐα, ένα νέο πρότυπο ανθρώπου.
Συνοδοιπόρος της ηρωίδας μας στα φανταστικά ταξίδια απόδρασής της από τη συχνά στενάχωρη καθημερινότητά της είναι ο Αστυάνακτας από την Τροία, ο μυθικός ήρωας της ομηρικής Ιλιάδας. Μαζί τους όμως πάντα και μια ξύλινη βαλίτσα από κόντρα πλακέ, η οποία κρύβει πολλές ιστορίες και ανοίγει μόνο με κωδικό.
Η γλώσσα, η οποία μετατρέπεται σε βασικό εργαλείο διαπολιτισμικότητας για τα δίγλωσσα παιδιά της δεύτερης γενιάς μεταναστών κατέχει εξέχουσα θέση στο κείμενο, αφού η συγγραφέας εντάσσει περίτεχνα στοιχεία διγλωσσίας στην αφήγηση, καταδεικνύοντας τη σπουδαιότητα της διγλωσσίας ως φορέα διαπολιτισμικής μνήμης και πολιτισμικής υβριδοποίησης. Στο μυθιστόρημα απαντάται τόσο η εμφανής όσο και η υπολανθάνουσα ετερογλωσσία. Η εναλλαγή μεταξύ ελληνικής και γερμανικής γλώσσας εκφράζει τη δυαδική ταυτότητα της συγγραφέως, η οποία είναι και τα δύο: και Ελληνίδα και Γερμανίδα. Με αυτόν τον πολύ ευφυή τρόπο αναδεικνύεται η πλαστικότητα και η ευμεταβλητότητα της έννοιας της ταυτότητας.
Όπως έχει πει και η ίδια η συγγραφέας στο κείμενο θα βρούμε πλάι πλάι τα Ελληνικά και τα Γερμανικά, την ιδιάλεκτο των Γκάσταρμπάιτερ, την τοπική διάλεκτο από την Κρανιά Ελασσόνας, τη διάλεκτο των Σουαβών της Στουτγάρδης και φυσικά ελληνικά και γερμανικά λογοπαίγνια, λαϊκές ρήσεις, καθώς και την εσκεμμένη ανάμειξη των γλωσσών ακόμα και σε επίπεδο γραφής. Για κάποιες λέξεις δεν απαιτείται οπωσδήποτε η ελληνική σημασία τους, ενώ άλλες εξηγούνται άμεσα ή σε υποσημειώσεις. Το αποκορύφωμα της διγλωσσίας του βιβλίου αποτελεί το γερμανόφωνο κεφάλαιο “Zigeunerzug“, στοιχεία του οποίου μεταφέρονται στο επόμενο κεφάλαιο ως μία τεχνική απόδοσης του γερμανικού κειμένου. Είναι βέβαια σαφές ότι ο Έλληνας αναγνώστης δε θα μπορέσει να κατανοήσει εντελώς το συγκεκριμένο κεφάλαιο, γεγονός που τον θέτει στη θέση του ξένου, για να βιώσει έστω και στιγμιαία την ξενότητα.
Σε αφηγηματικό επίπεδο η αθώα ματιά της μικρής Αγλαΐας συνδιαλέγεται με τον ανώνυμο αφηγητή, που άλλοτε ταυτίζεται μαζί της και άλλοτε πάλι όχι. Το πρόσωπο του αφηγητή εναλλάσσεται από το πρώτο στο τρίτο πρόσωπο, ενώ ο ανώνυμος αφηγητής κάποιες φορές απευθύνεται άμεσα σε δεύτερο πρόσωπο είτε στον αναγνώστη είτε στα υπόλοιπα πρόσωπα του βιβλίου.
Τέλος, σημαίνον διακειμενικό στοιχείο του μυθιστορήματος αποτελεί η ύπαρξη αποσπασμάτων από ποιήματα του Κ. Καβάφη, η οποία είναι εμφανής ήδη στον τίτλο. Η επιλογή ποιημάτων του Καβάφη δεν είναι καθόλου τυχαία, αφού θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ελληνισμού της διασποράς. Η «Ιθάκη» επιλέχτηκε συνειδητά από τη συγγραφέα, γιατί με το απόσπασμα αυτό ουσιαστικά τελειώνει το μεγάλο ταξίδι της μετανάστευσης και ξεκινά εκείνο της παλινόστησης.
Κλείνοντας, θα ήθελα να τονίσω ότι το βιβλίο θα άξιζε να διαβαστεί και από τους Γερμανούς, αφού αποτελεί καθρέφτη της δικής τους κοινωνίας. Απεικονίζει τη γερμανική καθημερινότητα και κουλτούρα, δοσμένη μέσα από τα μάτια ενός ξένου ή πιο σωστά ενός υβριδίου. Έδωσε εικόνα και φωνή στα παιδιά των Ελλήνων μεταναστών να αρθρώσουν τα αισθήματά τους και να ζωγραφίσουν τη ζωή τους. Το κείμενο θυμίζει εξομολόγηση αγάπης της συγγραφέως για δυο πατρίδες που ενώθηκαν σε μια, σμιλεμένη από ατσάλι γερμανικό και λουσμένη στο ελληνικό φως του απέραντου γαλάζιου.