ήπαψε-νε και έφυγα-με το βαρκάκι
τράβηξα-με στ’ ανοιχτά
κύμα πήρε-μας τους μακρυά
κι έσβηνα σιγά σιγά με τους συντρόφους
δίχως παρηγοριά
σβήναμ’ ένας ένας
έβλεπά-τους
σ’ ίδια βάρκα μέσα άνθρωποι δικοί μου
που πεθαίναν από πείνα κι από δίψα
μες στο θέρος μακρυά ‘πό την ακρογιαλιά
όμοια μικρό πεντάχρονο αγόρι
πούθε να γλυτώσει
ως ο Θαλής εκείνος
τ’ άστρα
στο βαθύ πηγάδι
πέντε μέρες ήδη και
νεκρό το βρήκαν
μες στη ρεματιά
που ‘πεσε ακροβατώντας
αναρριχητής μονάχος
με το σήμα στην κωλοτσέπη
ν’ αλυχτά