Μάζεψα τους νεκρούς μου
τους τοποθέτησα στα πλήκτρα
και οι φωνές τους γέμισαν τη νύχτα
Από τη συλλογή Η σκουριά του Μεγαλέξανδρου
Συμπληρώθηκαν ήδη έντεκα χρόνια από τότε που μας αποχαιρέτησε οριστικά η αγαπημένη μας συμφοιτήτρια και φίλη Μπίλη Βέμη (Νοέμβρης 1954 – Δεκέμβρης 2012). Η ποιητική της πορεία και δημιουργία συνιστά μια ξεχωριστή και εξόχως ιδιαίτερη περίπτωση μέσα στο πλαίσιο του μοντέρνου ελληνικού ποιητικού λόγου, από τη δεκαετία του 1970 μέχρι τη μέρα που έφυγε. Άρχισε να γράφει από παιδί (ήταν σα να μεγάλωνε ανασαίνοντας ποίηση) και εξέδωσε την πρώτη της ποιητική συλλογή σε ηλικία μόλις δώδεκα ετών. Έξι ποιητικές συλλογές (Νέλτο, Ο κόκορας των θεμελίων, Η σκουριά του Μεγαλέξανδρου, Τοπίο που σε λένε ποίημα, Τα φυτά του ύπνου, Το δέντρο που το φέραν στο μουσείο, σε δίγλωσση έκδοση η τελευταία, ελληνική και γαλλική), που συμπληρώνονται από μεταφράσεις έργων της ξένης λογοτεχνίας, ιδιαίτερης σημασίας για την ίδια, είναι η ποιητική της παρακαταθήκη που πρόφτασε να μας αφήσει.
Η ποίηση της Μπίλης Βέμη στερεώνεται στα εσώτερα στρώματα της ανθρώπινης ύπαρξης, εκεί από όπου πηγάζει η φωνή και ο λόγος, και αναπτύσσεται με μηχανισμούς της αφήγησης που προσιδιάζουν είτε στο παραμύθι είτε σε μοντέρνες θεατρικές τεχνικές. Ο αναγνώστης νιώθει ότι στα ποιήματά της φυσά ένα αεράκι που έρχεται από αλλού, από έναν άγνωστο, παράξενο αλλά στοργικό κόσμο. Η φωνή της στην αρχή εκπλήσσει και ακούγεται ανοίκεια, αλλά πολύ γρήγορα γοητεύει τόσο, ώστε στη συνέχεια ριζώνει δυνατά μέσα του, αρχίζει να πετά βλαστάρια και να ανθοφορεί με τα πιο όμορφα και εξωτικά λουλούδια, ξανοίγοντας στην ψυχή του τη βαθύτερη αλήθεια του κόσμου. Ο χώρος της ποίησης για την Μπίλη Βέμη αποτελεί μια μεταμόρφωση της πραγματικότητας, που λειτουργεί λυτρωτικά απέναντι στις εφιαλτικές εκδοχές της, ενώ το έντονο στοιχείο της «ιδιωτικότητας», των «προσωπικών ιστοριών», που χαρακτηρίζει τα ποιήματά της, αντανακλά μια βαθιά γνώση της κοινωνίας και της εποχής μας, που αντιστοιχεί σε μια ευαίσθητη, εν τη πράξει, κοινωνική στάση.
Η Μπίλη είχε την τεράστια δύναμη, ως γνήσια ποιήτρια, να βλέπει και να αποδέχεται: τον εαυτό της, τους άλλους, την αλήθεια του κόσμου και των πραγμάτων γύρω της. Αυτό που εντυπωσιάζει σε όλο το ποιητικό της έργο, και αποτελεί νομίζω θεμελιακό χαρακτηριστικό του, είναι το γεγονός ότι εξαρχής, από τις δυο ακόμη πρώτες συλλογές της, την παιδική και την εφηβική, και μέχρι το τέλος, εντάσσει άφοβα τα σκοτάδια της ύπαρξης στη γραφή της, ξεκινά από μια δυστοπική πραγματικότητα, η οποία όμως, μέσω της γραφής και της αφήγησης, μεταλλάσσεται σε μια παρηγορητική υπέρβαση. Γιατί η αποδοχή της Μπίλης σημαίνει πρωτίστως κατανόηση κι όχι υποταγή στις τερατώδεις αποφύσεις του ανθρώπου και της κοινωνίας του. Κι αν ακόμη η υπέρβαση αυτή είναι δύσκολο να ανιχνευθεί ή να πραγματωθεί στην πραγματική ζωή, η Ποίηση και το Ποίημα αποτελούν τον κατεξοχήν χώρο της αποκατάστασης, έναν χώρο καταφυγής και ευλογίας, όπως υπέροχα διατυπώνεται στο πρώτο ποίημα της σπουδαίας συλλογής της Τοπίο που σε λένε ποίημα:
Κοντεύαμε να βγούμε έξω απ’ το
ποίημα
όταν
κάποιος μας φώναξε
Σιγά!
έχει κι η έξοδος το Μεσολόγγι της
κοιτάξαμε ένα γύρω
τις μυρτιές
μόνο οι μύγες βούιζαν
χρυσόμυγες
και η γη κυμάτιζε απ’ τη ζέστη
παρά τον κίνδυνο κανένας δεν φοβήθηκε
μόνο γονατιστός συλλάβιζε καθείς
την προσευχή του
Τοπίο πού σε λένε ποίημα
ευλόγα με να μη σε λησμονήσω
Η Μπίλη μπαινόβγαινε στην Ποίηση και στα ποιήματα, ή εναλλάξ έμπαζε τις επαγγελματικές ή πρακτικές δραστηριότητες της σε αυτά και το αντίστροφο, με μια χαρακτηριστική εξοικείωση, σαν να πήγαινε από το ένα δωμάτιο του ίδιου σπιτιού σε ένα άλλο. Εκεί, στο δωμάτιο της Ποίησης, ήταν που ζωντάνευε όλος ο κόσμος της πραγματικότητας που κουβαλούσε μέσα της: τα δύσκολα παιδικά και νεανικά της χρόνια, οι θάνατοι και οι απώλειες, οι κατά καιρούς διαψεύσεις, οι εμπειρίες της από τις σχέσεις και τη συμπεριφορά των ανθρώπων, η συνεχής της πάλη με τη γραφή, αλλά και τα ξέφωτα εκείνα της ζωής, που της έδιναν τη δύναμη να συνεχίζει και να εμπιστεύεται, όλο και πιο βαθιά, όσα αγαπούσε και τα θεωρούσε άξια για τη ζωή. Η Μπίλη μού έμοιαζε πάντα σαν τα εξωτικά εκείνα φυτά, που, ενώ μεγαλώνουν μαζεύοντας φαρμάκι στους βλαστούς και τα φύλλα τους, το μεταστοιχειώνουν στα λουλούδια τους, όταν ανθίζουν, σε σπάνια ομορφιά και μεθυστική ευωδιά. Χρειαζόταν μεγάλη δύναμη και άλλη τόση γενναιότητα και ανιδιοτέλεια για μια τέτοια διαδικασία, για να μετατρέπει το σκοτάδι σε φως, την ανθρώπινη μικρότητα σε γενναιόδωρη χειρονομία, τον πόνο σε χαρά δημιουργίας. Το να αποδέχεσαι ότι πολλά από όσα αγαπάς θα χαθούν, αλλά να πιστεύεις ότι εν τέλει θα σωθούν τα πιο άξια και δυνατά πράγματα, εντός των οποίων βρίσκει τη δικαίωσή της η ζωή, όπως η Τέχνη και ο Έρωτας, αποτελεί μια κίνηση απελευθερωτική, μια τελική κατάφαση, που σμίλεψε καθοριστικά το έργο της:
Ας φύγει ό,τι είναι να χαθεί
ας μείνει ό,τι είναι να σωθεί
Εξάλλου οι σοφοί το έχουν ορίσει
η σημασία έγκειται στη μουσική
και κάποτε στο ερωτικό
αλισβερίσι
(«Ο μικρός Νέρωνας», Τοπίο που σε λένε ποίημα)
Ας θέσουμε το ερώτημα: Πού, μέσα στο πολύπτυχο έργο της Μπίλης Βέμη (επιστημονικό, διδακτικό και ποιητικό), τη συναντούμε κυρίως; Μια πρώτη απάντηση θα ήταν: σε όλες τις πτυχές του, αφού η Μπίλη βασικό της κίνητρο για να κάνει ο,τιδήποτε είχε την αγάπη και το μεράκι. Σε κάθε πτυχή του έργου της υπάρχει κι ένα αυθεντικό κομμάτι της. Ας εξειδικεύσουμε το ερώτημα: Αν ρωτούσαμε την ίδια, τι θα απαντούσε; Με το βλέμμα της και μόνο (ζεστό, διακριτικό αλλά και τόσο διεισδυτικό συνάμα) θα μας οδηγούσε στο βαθύ υπόστρωμα της ύπαρξης της από όπου ανάβλυσε η ποίησή της. Πάντως στο ποίημά της «Ποια είσαι;», στην κορυφαία, κατά την άποψή μου, ποιητική της συλλογή Τα φυτά του ύπνου, όπου τα ποιήματα της τρέφονται από το αίμα των ονείρων, στην ερώτηση που της απευθύνει επιτακτικά, αλλά στοργικά, κάποιος μυστηριώδης ηλικιωμένος ασθενής – μια οικεία και σεβάσμια παρουσία – δίνει έμμεσα, αλλά σαφώς την απάντησή της (αποσπάσματα):
«… «Tι κάνεις;» (που θα σημαίνει, ποια είσαι στην ζωή;)… Σκέφτομαι μια πρώτη απάντηση. «Είμαι ποιήτρια». Καθώς αισθάνομαι ήδη την ατμόσφαιρα του δωματίου του και τη σοβαρότητα της στιγμής, παίρνω πίσω την απάντηση («I am a poet»), ξέροντας την ειρωνεία του για τους αυτοαποκαλούμενους «ποιητές». Όμως νιώθω ότι είναι η μόνη αλήθεια για μένα, που ωστόσο πρέπει να βρω τον ακριβή τρόπο να την πω. «I am a troubadour», ψιθυρίζω κι αμέσως αισθάνομαι την πραγματικότητα κι αυτής της φράσης να με κατακλύζει και να μην είναι πάλι, αυτό ακριβώς που χρειάζεται.
Και τότε, μέσα σ’ αυτήν την μετέωρη αίσθηση του αυτοπροσδιορισμού, λέω σιγανά:
«Φτιάχνω, παραμύθια». Κι αμέσως
βρίσκομαι σε μεγάλη αίθουσα συγκέντρωσης, μ’ όλο το πλήθος
που μαζεύεται στο τραπέζι του τις γιορτές…
………………………………………………………….
κάνω βουτιά στο άγνωστο και λέω την πρώτη φράση
που είναι η επίκληση στην όραση:
«Ήτανε μια φορά…»
Και μόνα τους αναδύονται τα λόγια και η εικόνα:
«…Ένα σχολειό,
που για χάρη του…»
………………………………………………και συνεχίζω
βουτώντας άλλη μια φορά στην εμπειρία της διήγησης:
«ένα σχολειό, που για χάρη του
Έλιωσαν τα χιόνια!»
Πιάνομαι από την πρώτη φράση «Ήτανε μια φορά…» κι αμέσως ρίχνω άγκυρα στην όραση και συνεχίζω βουτώντας άλλη μια φορά στην εμπειρία της διήγησης:
«Ήτανε μια φορά
ένα σχολειό
που για χάρη του
Έλιωσαν τα χιόνια».
Αλήθεια, πόσοι συγγραφείς ποιημάτων σήμερα, επηρμένοι από την εφήμερη «δόξα» μιας δημοσίευσης ή έκδοσης, αυτοχαρακτηρίζονται ποιητές ελαφρά τη καρδία; Η Μπίλη, ακόμη και στην εποχή της ωριμότητας της, διστάζει να αποκαλέσει έτσι τον εαυτό της. Στέκεται στο κατώφλι της Ποίησης, ντροπαλή αλλά αποφασισμένη, ξέροντας κατά βάθος ότι στην αληθινή στόφα του ποιητή ταιριάζει η συνεχής αναζήτηση, η αγωνιώδης προσπάθεια να ανοίξει τις πύλες της για να βρεθεί ίσως κάποτε στη μεγάλη αίθουσα των δεξιώσεων. Και βρίσκει στο όνειρό της έναν χαρακτηρισμό, τον πιο κοντινό στην Ποίηση αλλά και τον πιο σημαδιακό του έργου της: Φτιάχνω παραμύθια! Και το πρώτο παραμύθι που αρχίζει να διηγείται στο ποίημα έχει σχέση με το σχολείο, με την Παιδεία! Από την πρώτη της παιδική ποιητική συλλογή μέχρι το τέλος αυτό έκανε η Μπίλη: Διηγούνταν πάντα ιστορίες, όσο μικρό κι αν ήταν το ποίημα, παράξενα παραμύθια, όπου τα εσωτερικά και τα εξωτερικά γεγονότα συμφύρονται σε μια ενιαία ροή αποκάλυψης ενός μυστικού που ήταν μπροστά στα μάτια μας, αλλά αδυνατούσαμε να το δούμε. Και η αφήγηση του παραμυθιού, όσο εφιαλτικές κι αν είναι οι εικόνες, όσο παράξενα ή ανοίκεια κι αν είναι τα γεγονότα, καταλήγει πάντα στην παραμυθία, στην παρηγορία. Αν αυτή δεν είναι η ύψιστη λειτουργία και προσφορά της Ποίησης, τότε ποια μπορεί να είναι;