Σεπτέμβρης
Ξαφνιασμένος σταμάτησε στο μπαλκόνι
του φθινοπωριάτικου εκείνου απομεσήμερου
μπροστά στη θέα των κήπων
που άρχισαν να φθίνουν.
Γύρισε αργά μέσα κοιτάζοντας με μέ απορία
μες απ’ τον καθρέφτη.
– Δεν πήγαμε ούτε φέτος στη θάλασσα, είπε,
περιμέναμε, λες και θα ερχόταν η θάλασσα εδώ…
Έγειρα σιωπώντας στο πλάι κι αποκοιμήθηκα.
Στον ύπνο μου ήρθε πάλι η θάλασσα.
Άρχισε να με σκεπάζει σιγά- σιγά,
όταν έφτασε στα ρουθούνια μου ξύπνησα.
Έξω είχε αρχίσει να βρέχει…
Τα μάτια του με κοίταζαν τώρα
πίσω απ’ το τζάμι του παράθυρου:
μια απέραντη φουρτουνιασμένη θάλασσα!
Οκτώβρης
Αυτή η αγάπη μένει πάντα ατέλειωτη,
πεθαίνει πριν ωριμάσει –
σαν τ’ ανοιξιάτικα λουλούδια
που ξανανθίζουν το Φθινόπωρο
χωρίς να ξέρουν τι Χειμώνας δριμύς
τα περιμένει!
Αυτή η αγάπη κλείνει τον κύκλο της
χωρίς να δώσει καρπούς.
Το σπέρμα, χωρίς διέξοδο,
κρούστα
που σκεπάζει σιγά – σιγά
τη στιλπνότητα των ονείρων μας!
Νοέμβρης
Από τα χρόνια τα χλωρά
έβλεπα να περνούν μπρος από τα μάτια μου
λακκούβες στάσιμου καλοκαιριού
διάσπαρτες πάνω στο βαρύ σκούρο του κάμπου,
ενώ τα φυλλοβόλα ανατριχιάζοντας
έστρωναν γύρω από τον κορμό τους
τον κίτρινο πάπλωμα της φυλλωσιάς τους
για τη χειμέρια νάρκη.
Μήλα, κυδώνια και ρόδια,
νεκρή φύση που αποθήκευσε φως και μνήμη,
ευώδιαζαν κάπου μέσα στο δωμάτιο,
ενώ στ’ αυτιά μου έφτανε ο ήχος του μούστου
που έβραζε ακόμη μέσα στο βαρέλι.
Κοιμόμουν…
Και τότε, καθώς μέσα στο όνειρο ξημέρωνε,
άκουσα εγερτική τη φωνή της μάνας μου:
«Θωμά σήκω, έλα έξω να δεις τα χρώματα»!
Πετάχτηκα γρήγορα στο πίσω μπαλκόνι του σπιτιού…
Μέσα στις απαλές αντανακλάσεις της Ανατολής
είδα για μια στιγμή τη μάνα κάτω από τη μουριά
να μαζεύει σωρό τα κίτρινα φύλλα της
κι ύστερα κοίταξα κατά τη Δύση:
Ένα τεράστιο φεγγάρι στην αρχή της χάσης του
κατέβαινε αργά και μεγαλόπρεπα πίσω από τα βουνά,
ενώ γύρω του σελάγιζε η καρδιά του Γαλαξία
με όλων των λαμπερών χρωμάτων τους ιριδισμούς!
«Σχεδόν Πανσέληνος που βασιλεύει ξημερώματα;»
αναρωτήθηκα απορώντας.
Τότε, εννοώντας, ξύπνησα απότομα, με ένα βαθύ λυγμό…
Κι ένιωσα την ομίχλη, τη βαριά ομίχλη του Νοέμβρη,
να σέρνεται έξω στον κήπο, όπως και μέσα μου,
σκεπάζοντας και καταπίνοντας λαίμαργα
τους ήχους, τα φρούτα, τις μυρωδιές και τα χρώματα.
Κι η μάνα μου, με τη σκούπα στο χέρι,
μαζί με τη μουριά και τα κίτρινα φύλλα της,
χάθηκε κι αυτή μέσα στο χαοτικό άσπρο,
σκιᾶς ὄναρ, αφήνοντας ένα φευγαλέο χαμόγελο
κι ένα βλέμμα αγάπης, πολύτιμο φυλαχτό της ψυχής!
Θωμάς Μπεχλιβάνης