Μα και βέβαια ενδιαφερόμαστε για τα δεινά του κόσμου,
τους πολέμους, τη φτώχια, την πείνα, τις αρρώστιες…
Και μεις μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο ζούμε.
Αλλά να, με τόσες συμφορές, τί να προλάβεις να κάνεις;
Εξάλλου, τόσο που είναι μπλεγμένα σήμερα τα πράγματα,
ποιον να υπερασπιστείς και ποιον να κατακρίνεις;
Οπότε, τι να λέμε και τι να κλαίμε…
Ας κοιτάξουμε το σπίτι μας, που κι αυτό ρημάζει,
κι ας συμμαζέψουμε τον κήπο, την αυλή μας,
ας φροντίσουμε για τις στοιχειώδεις ανέσεις μας
(δεν είναι δα στα χρόνια μας κι αυτές δεδομένες).
Και κείνη την πορτούλα που επικοινωνεί με τη διπλανή αυλή,
όπου συντελείται το εν εξελίξει σύγχρονο δράμα,
ας την αφήσουμε κλειστή. Ποιος ξέρει τι θα δούμε
ή τι μας περιμένει αν την ανοίξουμε,
καθώς οι δήμιοι κυκλοφορούν ένθεν και ένθεν…
Έτσι έμαθε η ανθρωπότητα: να αντλεί ευημερία βρώμικη
πάνω στο θάνατο και τη λεηλασία των άλλων.
Αφού και τα παλιά θύματα, με τελετές μνήμης ακόμη
για την φριχτή γενοκτονία που ανεξίτηλα τους σημάδεψε,
επιλήσμονες πια, ζητούν να αφανίσουν έναν ολόκληρο λαό,
μέσα στη μέγγενη της δικής τους ζώνης ενδιαφέροντος.