ΤΟ ΨΩΜΙ ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ
Στις 12 Οκτωβρίου 1944 νωρίς το πρωί, μετά από τριάμισι χρόνια κατοχής, οι γερμανικές δυνάμεις εγκαταλείπουν την ελληνική επικράτεια. Οι τελευταίοι Γερμανοί καταθέτουν στεφάνι χωρίς τον αγκυλωτό όμως σταυρό μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη με τις πρέπουσες στρατιωτικές τιμές. Την προηγουμένη η νύχτα ανακοινώνεται η ανακοίνωση του Γερμανού στρατηγού Χέλμουτ Φέλμι προς τον δήμαρχο της Αθήνας Άγγελο Γεωργάτο, ότι η Αθήνα κηρύσσεται «ανοχύρωτη πόλη». Το νέο στη στιγμή το παίρνει ο αέρας της Αθήνας που μυρίζει ελευθερία και το σκορπά στα τέσσερα σημεία της ενώ και οι καμπάνες των εκκλησιών ηχούν χαρμόσυνα.
Οι ημέρες που θα ακολουθήσουν την αποχώρηση των δυνάμεων του άξονα από την Αθήνα του τότε, είναι γεμάτες γεγονότα που πολλοί τα έζησαν και τα γιόρτασαν στις πλατείες και στους δρόμους της ταλαιπωρημένης από τον πόλεμο πρωτεύουσας.
Εκείνη την μέρα, 18η Οκτωβρίου 1945, για την Αθανασία είναι μια μέρα ίδια με τις άλλες. Παιδί ακόμη του δημοτικού δεν καταλαβαίνει καλά τις κουβέντες των μεγάλων και είναι ανυποψίαστη. Η κατοχή είχε αφανίσει το πλούσιο σπίτι τους, όπως άλλωστε και πολλά νοικοκυριά. Νηφάλια σηκώνεται από το κρεβάτι της για τις συνηθισμένες πρωινές ασχολίες της. Δεν φθάνουν στ’ αυτιά της ούτε οι καμπάνες, ούτε η σημαντική είδηση της ημέρας.
« Πήγαινε παιδί μου να αγοράσεις λίγο ψωμί», ακούει την προσταγή της μητέρας της που πασχίζει να εξοικονομήσει το καθημερινό τους πιάτο.
Φορεί το σκουρόχρωμο γυρισμένο και ραμμένο κι από την ανάποδη φόρεμα, που κληρονόμησε από την μεγαλύτερη αδελφή της, τα φθαρμένα παπούτσια της που τα παραγεμίζει καμιά φορά στο κρύο με εφημερίδες, για να ζεστάνει λίγο τα ακροδάχτυλα από τα λεπτά ποδαράκια της, σημάδι ανεπαρκούς σίτισης όλα αυτά τα χρόνια και κινάει για το γνωστό υπόγειο φούρνο του κυρ Περικλή που της δίνει το συμφωνημένο καρβέλι της οικογένειας.
Όμορφη η μέρα του Οκτώβρη, η απόσταση κοντινή, τίποτε δεν θα χαλάσει το παιχνίδι της με την μεγαλύτερη αδελφή της στην αυλή και ετοιμάζεται να ανέβει τα σκαλιά του κυρ Περικλή και να επιστρέψει σπίτι της. Στο πιο κάτω στενό βγαίνει στην Πατησίων. Παρέες μεγάλων την προσπερνούν βιαστικά και καθώς κατηφορίζει το πλήθος μεγαλώνει. Άνδρες, γυναίκες, χαμογελαστοί με γρήγορο βήμα κατεβαίνουν τώρα προς το Πολυτεχνείο. Δεν προφταίνει καν να στρίψει στη γωνία και να αφήσει πίσω της τον φούρνο της γειτονιάς της. Ο κόσμος, λαοθάλασσα, φωνάζοντας «Ζήτω η ελευθερία» την τραβά στο διάβα του. Προχωρά μεθυσμένη πασχίζοντας να κρατήσει το βήμα της. Το στενό που έπρεπε να στρίψει για το σπίτι είναι πια πολύ μακριά της. Μα πού την πάνε όλοι αυτοί; Δεν βλέπει κανέναν να ρωτήσει. Κανείς εξάλλου δεν την προσέχει, κανείς δεν της δίνει σημασία. Μόνο τρέχουν, όλο τρέχουν προς την Αθηνάς και κοιτάζουν την Ακρόπολη. «Ο Γεώργιος Παπανδρέου υψώνει τη γαλανόλευκη» ακούει που φωνάζουν. Ψηλώνει λίγο στις μύτες των ποδιών της, προσπαθεί να διακρίνει τον Ιερό Βράχο. Κοιτάζει προς τον ουρανό. Η Ελληνική σημαία ανεμίζει στο απαλό αεράκι που την χαϊδεύει απαλά. Δίπλα της ψέλνουν τον Εθνικό Ύμνο και δακρύζουν. Αισθάνεται συγκίνηση κι η ίδια. Ο παλμός του πλήθους είναι τόσος που κι εκείνη νιώθει πως κάτι το πολύ σπουδαίο συμβαίνει. Κι είναι εκεί μαζί τους και ψηλώνει, όλο και ψηλώνει, με την καρδιά της να χτυπά όσο τραγουδά μαζί τους τον Ύμνο, όσο ακούει δυνατά το «Ζήτω η Ελευθερία».
Σφίγγει το αχνιστό ψωμί στην αγκαλιά της, να βεβαιωθεί μήπως το καρβέλι παρασύρθηκε από το πλήθος που τόση ώρα την έσπρωχνε. Το αγγίζει έτσι όπως είναι ζεστό ακόμη και τσιμπολογάει κομμάτι-κομμάτι, την τραγανή κόρα. Πόσο νόστιμο της φαίνεται! Μια γυναίκα την παρατηρεί με τρυφερότητα. Την ρωτά πού μένει και την οδηγεί από το χέρι με το μισοφαγωμένο ακόμη ψωμί στην αγκαλιά.
Δάκρυα χαράς στο σπίτι και ευχαριστίες για το απολωλός παιδί τους, στην άγνωστη κυρία. Την συνοδεύουν στην μισοάδεια από έπιπλα σάλα −πολλά τα πούλησαν στη διάρκεια της κατοχής για να επιβιώσουν.
Η μητέρα παίρνει το μισοφαγωμένο ψωμί. Κοιτάζει στοργικά, με αγάπη την Αθανασία. «Είσαι πολύ τυχερή της λέει που δεν χάθηκες». Η Αθανασία καμαρώνει. Στιγμή δεν φοβήθηκε. Είναι ευτυχισμένη που μπόρεσε να ζήσει αυτές τις ιστορικές στιγμές για τον τόπο της. Να δει εκείνον τον… κύριο Παπανδρέου να υψώνει την σημαία τους, να μπορέσει να τον χειροκροτήσει κι αυτή.
Εις ανάμνηση εκείνου του ιστορικού γεγονότος, η Αθανασία κάθε τέτοια μέρα ζυμώνει η ίδια το ψωμί τους στο τραπέζι. «Το αποκαλεί μέχρι σήμερα «το ψωμί της απελευθέρωσης» κι ορκίζεται πως, έκτοτε ποτέ της δεν ξανάφαγε τόσο νόστιμο ψωμί.