ΤΟ ΑΝ ΜΙΑΣ ΓΝΩΡΙΜΙΑΣ
ΈΒΑΛΕ ΤΟ ΠΑΛΤΟ ΤΗΣ ΚΑΙ ΒΓΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ. Ο παγωμένος αέρας ήταν αναζωογονητικός κι εκείνη είχε τόσο ανάγκη έναν περίπατο. Θα πήγαινε στο κέντρο της πόλης να χαζέψει τα μαγαζιά, ίσως σταματούσε και στο καινούριο καφέ-βιβλιοπωλείο που είχε μόλις ανοίξει. Πολύ καιρό πολύ ήθελε να δει τις καινούριες εκδόσεις και να πιεί ένα καφέ διαβάζοντας μαζί κι ένα βιβλίο . Προσπάθησε να τυλιχτεί με το κασκόλ της και μπήκε στο πρώτο διαθέσιμο τραμ που θα την έφερνε στην κεντρική πλατεία. Παρατηρούσε γύρω της με συμπάθεια τις φιγούρες των επιβατών που ισορροπούσαν σφίγγοντας τις χειρολαβές. Μόλις είχε γλυτώσει από την καθημερινή βιοπάλη δίνοντας την παραίτησή της από την δισκογραφική όπου δούλευε ως γραμματέας επί σειρά ετών για να ασχοληθεί πιο συστηματικά με το όνειρό της, να γράψει ένα βιβλίο με σπουδαίο περιεχόμενο… που έπρεπε ακόμη ν’ ανακαλύψει.
Κατέβηκε από το τραμ με ανακούφιση που τέλειωσε το στριμωξίδι κι έστριψε στη γωνιά της λεωφόρου. Τα αρώματα από τον πρωινό καφέ και τα φρεσκοψημένα κουλούρια του ζαχαροπλαστείου «Κεντρικόν» τής έφτιαξαν τη διάθεση. Κοίταξε τη βιτρίνα και χαμογέλασε αλλά ο νους ήταν κολλημένος στο καφέ βιβλιοπωλείο που ήταν ο σημερινός στόχος της κι έτσι ανέβαλε την αγορά, ίσως, κάποιων σκανδαλιστικών γλυκισμάτων. Δεν είχε καταφέρει ακόμη όσα είχε σχεδιάσει. Οι καιροί για μεγάλα επιτεύγματα ήταν δυσοίωνοι, τα όνειρά της θα της κόστιζαν ακριβά αλλά δεν το έβαζε κάτω. Το να εφευρίσκει ιστορίες στο μυαλό και να τις γράφει ήταν πάντα το ταλέντο της, η δεύτερη φύση της. Χρόνια προσπαθούσε να συνδυάσει την ανάγκη της αυτή με τις απαιτήσεις της δουλειάς της μα πάντα έμενε με την αίσθηση της ατέλειας, της μετριότητας των προσπαθειών της, χώρια που η κούραση τής τσάκιζε σώμα και ψυχή. Όταν έδωσε την παραίτησή της απελευθερώθηκε. Θα προσπαθούσε να αδράξει κάθε ευκαιρία και να προκαλέσει, επιτέλους, την τύχη της.
Αστραφτερή με πλήθος βιβλίων ήταν η βιτρίνα του καφέ «Βιβλιοπωλιτεία» ενώ πέντε έξι υποψήφιοι αγοραστές στέκονταν και διάβαζαν τους τίτλους από τις νέες κυκλοφορίες των μεγάλων εκδοτικών οίκων. Μπήκε μέσα ανυπόμονη να εξερευνήσει τον νέο παράδεισο που της παρουσιάστηκε αλλά πρώτα θα χαλάρωνε μ’ ένα δυνατό καφέ. Πολλοί ήταν οι πελάτες που περίμεναν ουρά στο ταμείο κι άλλοι περιφέρονταν στους πάγκους ξεφυλλίζοντας βιβλία. Με τη σειρά της πλησίασε τον ορθοστάτη με τις νέες κυκλοφορίες του οίκου «ΕΚ». Ήταν ο επιθυμητός, αυτός που χρόνια αγωνιζόταν να προσεγγίσει. Είχε στείλει δείγμα της δουλειάς της που δυστυχώς δεν εκτιμήθηκε όσο πίστευε. «Λυπούμαστε αλλά δεν μας ενδιαφέρει προς το παρόν», η απάντησή τους.
Τον κοίταξε φευγαλέα όμως στην οθόνη του μυαλού της κάτι άστραψε κι επανάφερε το βλέμμα επάνω του. Μποέμικο στυλ, ατιμέλητο ντύσιμο, ονειροπόλα μάτια, κουλτουριάρης της φάνηκε, μ’ ένα αέρα απλό και φιλικό, φυλλομετρούσε ένα κατάλογο με τη νέα ποιητική παραγωγή της χρονιάς του εκδοτικού ΕΚ. «Λες;» μονολόγησε. Οι ματιές τους συναντήθηκαν και την πλησίασε εκείνος. «Καινούρια στον χώρο;» τη ρώτησε. «Μόνο στο καφέ ετούτο είμαι καινούρια» του απάντησε, οπλισμένη με εκείνο το θάρρος που λίγες φορές την επισκεπτόταν. «Διαβάζετε ή γράφετε;» συνέχισε εκείνος μονολεκτικά και άμεσα την κουβέντα, με ένα τόνο στη φωνή που διεκδικούσε βέβαιες απαντήσεις από τον συνομιλητή του. «Φανατική βιβλιοφάγος και εκκολαπτόμενη συγγραφέας», αντιγύρισε πανέτοιμη εκείνη διεκδικώντας τώρα πιο δυναμικά την προσοχή του. «Τα βιβλία μου είναι στα ράφια της «Π εκδοτικής» ποίηση και δοκίμια για την νέα ποιητική έκφραση της γενιάς μας, τελείωσε την κουβέντα της προσπαθώντας να ανιχνεύσει την εντύπωση που του προκάλεσε. «Ας καθίσουμε να τα πούμε με την ησυχία μας» της πρότεινε και την έσπρωξε απαλά προς τα καθίσματα του πλαϊνού χώρου που λειτουργούσε ως καφέ.
Μίλησαν πολλή ώρα, για την ομορφιά της γραφής, για τα συναισθήματα και τις εικόνες που γεννά ένα καλό βιβλίο, για την απόλαυση της ανάγνωσης. Μέλισσες οι σκέψεις μέσα της κέντριζαν το μυαλό της με χιλιάδες «Αν». Της μίλησε για τις δικές του δουλειές, κριτικός βιβλίων για μεγάλο χρονικό διάστημα που του εξασφάλιζε τον βιοπορισμό, για τις πρώτες ατυχείς προσπάθειες με τα γραπτά του και της είπε να επιμείνει. «Δουλειά και πάλι δουλειά, είναι το μυστικό μαζί με κάποιες σημαντικές συναντήσεις, κάτι σαν το «Συν Αθηνά και χείρα κίνει», τη συμβούλεψε και της συστήθηκε δείχνοντάς της έτσι τον τρόπο, αν ήθελε, να τον αναζητήσει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Θα δεχόταν να της γράψει δωρεάν την άποψή του στην πρώτη ποιητική συλλογή της. «Αν, μου αρέσει, μπορώ να τη συστήσω στον οίκο ΕΚ και ποιος ξέρει, όλα είναι πιθανά», της είπε. Έδωσαν τα χέρια φιλικά με χαμόγελο και χωρίστηκαν με ένα μεγάλο ΑΝ το πρώτο μετά από καιρό που ήταν γεμάτο με τόσες ελπίδες.
Έκλεισε τον φάκελο με ένα κόμπο στην καρδιά και έγραψε απ’ έξω τη διεύθυνση του οίκου. Το νέο της βιβλίο είχε ήδη ολοκληρωθεί. Διάβασε περήφανη τον τίτλο: ΤΟ ΑΝ ΜΙΑΣ ΓΝΩΡΙΜΙΑΣ. Εκείνης που την είχε σπρώξει τόσο γενναία στη μοίρα της. Πόσο ήταν ευγνώμων στη λογοτεχνία που μπορούσε να υλοποιήσει κάθε ευχή της, να ζήσει μέσα από τις σελίδες των γραπτών της τις ζωές των ηρώων της και να βιώσει έτσι όλες τις εκδοχές των ΑΝ του πεπρωμένου της.
ΤΙΝΑ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΟΥ