Εχθές, περνώντας από την παλιά μου γειτονιά τον είδα, δηλαδή μου φάνηκε πως ήταν αυτός. Περνούσε από το ίδιο στενό, Όθωνος και Σύμης γωνία, στον δρόμο με τις πανύψηλες λεύκες που κύκλωναν τα άλλοτε ισόγεια σπίτια της δεκαετίας του ’80. Λιγνός, ψηλός με το ίδιο μποέμικο στυλ ντυσίματος σαν τότε, κρατούσε μια τσάντα γραφείου παραμάσχαλα και βάδιζε σκεπτικός. Φαινόταν να βιάζεται. Δεν με πρόσεξε καθώς βράδυνα το βήμα και κοντοστάθηκα εμπρός του να τον κοιτάξω πιο προσεκτικά. Πάσχιζα να επιβεβαιώσω αν ήταν Εκείνος, η πρώτη αγάπη, το πρώτο μου σκίρτημα κάπου γύρω στα δεκάξι.
Η φωνή μου γεμάτη έκπληξη ακούστηκε να ψιθυρίζει τ’ όνομά του και το βλέμμα μου στάθηκε επάνω του. Σαστισμένος προσπάθησε να μ’ αναγνωρίσει μα δεν τα κατάφερε, αντίθετα κούνησε το κεφάλι, με χαιρέτησε ευγενικά και ρώτησε με απορία «Συγνώμη, γνωριζόμαστε; Δεν μπορώ να σας θυμηθώ». Απογοητεύτηκα αλλά δεν το έβαλα κάτω. Ήταν ακόμη όμορφος παρά τα άσπρα μαλλιά του, κομψός και με έναν αέρα πολύ αριστοκρατικό. Στο χέρι του που κρατούσε την τσάντα διέκρινα ένα ελαφρύ τρέμουλο, το ίδιο και στο κεφάλι που όταν μιλούσε κουνιόταν ελαφρά κι αυτό. Αρχή Πάρκινσον; αναρωτήθηκα. «Αχ, Στέλιο, τόσο πολύ άλλαξα λοιπόν; Δεν με αναγνώρισες. Είμαι η Μαίρη από το φροντιστήριο των αγγλικών», είπα και χαμογέλασα. Μια σπίθα έλαμψε στα κουρασμένα μάτια του. «Ε, φυσικά, μ’ αυτό το χαμόγελο μόνο μια γνώρισα, δεν άλλαξες από τότε βρε Μαίρη. Πού χάθηκες; Χρόνια και ζαμάνια έχω να σε δω στη γειτονιά».
Αυτό ήταν. Το κουβάρι των αναμνήσεων πήρε να ξετυλίγεται, ο αέρας αντηχούσε τις όλο έκπληξη κουβέντες μας, οι καρδιές μας ζεστάθηκαν, δώσαμε τα χέρια εγκάρδια σαν να μη πέρασε μια μέρα από τότε… Γεμάτοι περιέργεια για την αναπάντεχη συνάντησή μας καθίσαμε στο καφέ που είχε ξεφυτρώσει από την αντιπαροχή του νεοκλασικού της γωνίας. Ξεκινήσαμε κάπως αμήχανοι να συζητάμε για την καθημερινότητά μας, την πολιτική σκηνή της χώρας-πλησίαζαν και εκλογές- τη γειτονιά που άλλαξε πολύ μέσα σε τριάντα χρόνια. Όσο μιλούσαμε αισθανόμουν ένα κύμα ζεστό να πάλλεται μέσα μου και να με πλημμυρίζει, το νου να με καλεί να φανώ αξιοπρεπής κάνοντας επίκληση στη λογική. «Πρόσεξε Μαίρη, πέρασαν τριάντα χρόνια», μια μάχη γεννιόταν μέσα μου καλώντας με να φρενάρω την πάντα έντονη συναισθηματική παρόρμησή μου.
Περπατούσαμε στη μεγάλη λεωφόρο κρατώντας τις σχολικές μας τσάντες, μόλις είχαμε σχολάσει από τα αγγλικά «Φροντιστήρια Η Μεγάλη Βρετανία, 40 χρόνια εμπειρία», έγραφε στην ταμπέλα, το μοναδικό στη γειτονιά. Ήσουν ο μεγαλύτερος στην τάξη μας, ψηλός, με μεγάλα γαλανά μάτια που μου φαίνονταν ακόμη μεγαλύτερα όταν απαντούσες στ’ αγγλικά με εκείνη την ολόσωστη προφορά σου. Μήνες με πολιορκούσες κι εγώ άλλους τόσους δεν έχανα μάθημα για να σε βλέπω. Ο φτερωτός θεός είχε ξεκινήσει τα καπρίτσια του μαζί μας κι εγώ ξαφνικά είχα αρχίσει να λατρεύω τα αγγλικά. Παρούσα στο μάθημα βρέξει-χιονίσει. Σαν έφτανε το τέλος του πρώτου εξαμήνου που θα παίρναμε βαθμούς τα χρειάστηκα. Έπρεπε να φέρω καλή βαθμολογία σπίτι, αλλιώς… κινδύνευα από τις φωνές του πατέρα. Που πιθανόν και να με συνόδευε ο ίδιος στο μάθημα και τότε, αντίο βόλτες και γέλια κι έρωτες.
Τα αυτοκίνητα μάς προσπερνούσαν κι εγώ ήμουν όλο αγωνία μήπως κάποιος γνωστός μας δει, το πει στους γονείς και τότε είχα σίγουρη την τιμωρία και τον εξάψαλμο: Πού γυρνούσα, με ποιόν και τα ρέστα. Δεν θα έπιαναν οι αντιρρήσεις μου για την κοινωνία που προόδευσε, τα σχολεία που είναι μικτά, τα αγόρια που είναι μόνο συμμαθητές μας. Ξαφνικά σαν να κατάλαβες την ανησυχία μου έστριψες στο στενό, Όθωνος και Σύμης. Σ’ ακολούθησα χαρούμενη που βγαίναμε απ’ του κουτσομπόλη κόσμου το οπτικό πεδίο. Βαδίζαμε χαρούμενοι, γελαστοί, ερωτευμένοι και τότε… ξαφνικά με κράτησες από τη μέση μ’ έφερες στα σκοτεινά και με κόλλησες σχεδόν στον τοίχο. Η καρδιά μου ακουγόταν έτοιμη να σπάσει. Τα μηνίγγια μου χτυπούσαν ξέφρενα από την ένταση, η διαίσθησή μου δεν με γελούσε, κάτι σπουδαίο ήταν να μου συμβεί!
Ένιωσα τα χέρια σου να ξεσφίγγουν τη μέση μου, να μ’ αγκαλιάζουν και να μου χαϊδεύουν τα μαλλιά ανασηκώνοντάς μου το πρόσωπο. Τα λόγια σου ακούγονταν τώρα ψιθυριστά στ’ αυτιά μου. Λόγια τρυφερά, λόγια ανείπωτα. «Θέλεις να σε φιλήσω;» με ρώτησες «Δεν… δεν ξέρω», απάντησα κάπως μπερδεμένη μα ανυπόμονη για το φιλί.
Πλησίασες κοντά μου. Τα χέρια σου με είχαν τυλίξει κι εγώ χώθηκα ακόμη πιο βαθιά στον τοίχο, τον πίεζα με το φλογισμένο σώμα μου. Τα μάτια σου δυο λίμνες που χύθηκαν εντός μου, η ανάσα σου ζεστή απλώθηκε στο πρόσωπό μου. Παρέλυσα. Μια λάμψη από τον παράδεισο και μαζί μια γεύση από μέντα κι ύστερα η εγκατάλειψη των αισθήσεων στο έλεος της χημείας και της φυσικής έλξης. Δροσοσταλίδες έρωτα γευόμουν, γεύση από ζουμερά μικρόβια δικά σου, γεύση που ξεχυνόταν από τα βάθη τού είναι σου. Μύρισα τα χείλη σου, τα άγγιξα κι ήταν απαλά, μεταξένια. Κλείστηκα μέσα τους κι ευχήθηκα το πρώτο φιλί σου να μη γίνει τελευταίο. Ένιωθα όμορφα σαν ν’ ανοίχτηκε ένα παράθυρο στον κόσμο.
Έμεινα κάμποσα λεπτά καρφωμένη στη γωνία έχοντας στη καρδιά μου το βέλος του φτερωτού θεού. Ήμουν ευτυχισμένη κι αισθανόμουν πως το στήθος μου δεν μπορούσε να χωρέσει την ευτυχία μου. Είχα τα μάτια μου κλειστά τα χείλη μελωμένα, η φωνή μου… σιωπηλή, δεν έβγαινε. «Το πρώτο σου φιλί, το πρώτο μας», μου είπες χαμογελώντας και με έπιασες από το χέρι. «Πάμε; Θα αργήσεις», συμπλήρωσες. Δεν υπήρχε γη να ακουμπήσω τα βήματά μου. Περπατούσα σαν υπνωτισμένη με την γλύκα ακόμη στα χείλη κρατώντας τη βεβαιότητα στην καρδιά μου πως ήσουν πια δικός μου!
«Και τώρα που πας Μαίρη; Θέλεις να σε πάω κάπου; Η φωνή σου ακούστηκε κουρασμένη. Αρνήθηκα και σ’ ευχαρίστησα. Θα ήταν πολύ εκ μέρους μου να εκβιάσω ξανά την τύχη μου. Σε είχα χάσει μια φορά οριστικά και μου ήταν αρκετό. Οι παιδικοί έρωτες μένουν ανεξίτηλοι, σκέφτηκα, κακό να χαλάσω την παλιά αίσθηση γι’ αυτούς. Είχες μπει στη ζωή μου απρόσμενα κι έμεινες εκεί θριαμβευτής δυο χρόνια. Σαν πέτυχα στο Πανεπιστήμιο όλα άλλαξαν. Εσύ χάθηκες, η ζωή μάς οδήγησε αλλού. Μοιράσαμε εκείνο το πρώτο μας φιλί στη μέση και σήμερα ενώσαμε τα κομμάτια του ανακαλώντας τη στιγμή.
«Ας μην τα σκαλίσουμε ξανά», σου απάντησα. Χαιρετηθήκαμε εγκάρδια, με φιλί στο μάγουλο αυτή τη φορά, κι εξαφανιστήκαμε σαν παλιοί γνώριμοι στη βουή της μεγάλης λεωφόρου.