Μετά το δρασκέλισμα της ”πράσινης γραμμής”, της γραμμής της ελευθερίας της έκφρασης που τόλμησε με την πρώτη της συλλογή με τίτλο ” Χρόνος Πλοηγός”, η Φωτεινή Χρηστίδου επανέρχεται με μία δεύτερη με τον κυριολεκτικό αλλά κυρίως μεταφορικό τίτλο: “ εποχική χλωρίδα”.
Με τη νέα συλλογή επιχειρεί ένα βήμα προσέγγισης, δημιουργώντας ρωγμή στο αδιαπέραστο της περίκλειστης ατομικότητας, προτάσσοντας την ανάγκη επικοινωνίας, ως διαδικασία καθαρτική και απελευθερωτική.
Η ποίησή της κατά βάση βιωματική, επιβεβαιώνει τις προθέσεις της που διατυπώνονται σαφώς, ήδη από το δίστιχο πρόθεμα του βιβλίου :
“ Για της ψυχής το μοίρασμα, το ιερό μας νάμα.”
Η συλλογή διαμοιράζεται σε τέσσερις ενότητες με τίτλους – κλειδιά, που αποκαλύπτουν το πραγματικό ή μεταφορικό νοηματικό περιεχόμενο των συνθέσεων.
Ωδές και Ελεγείες – η πρώτη ενότητα
Με στοχαστική διάθεση, ευαισθησία και ενσυναίσθηση δημιουργεί μια διαλεκτική ανάμεσα στη χαρά και τη λύπη, τον έπαινο και τη θλιβερή μνήμη, ανάμεσα στον ευαγγελισμό της ΄Ανοιξης και το πένθος, την ελπίδα και την απελπισία, τη μνήμη και την αποστροφή από τη θλιβερή πραγματικότητα του διασπαρμένου μίσους, της κόλασης των ρουκετών, του μαύρου σκοτωμένου αίματος.
Από την αμφισβητούμενη προσωπική ασφάλεια της πεζής καθημερινότητας επεκτείνεται στη δεδομένη ανασφάλεια αυτών που ζουν στις εμπόλεμες ζώνες και νιώθουν με τρόμο το καθημερινό άγγιγμα του θανάτου, εκτίοντας την ποινή που αδίκως τους επιβλήθηκε.
Η Φωτεινή επιστρατεύει τη λειτουργία της μνήμης για να εκφράσει με λιτούς διαλογισμούς τον ανθρώπινο πόνο ή γεγονότα που κινητοποίησαν τις ευαισθησίες της. Διεισδυτική, ανιχνεύει τον πυρήνα των καταστάσεων, αποζητά το αδύνατο διατηρώντας ακόμη και την παράλογη ελπίδα στο παράδοξο καφκικό τοπίο της πραγματικότητας, κρατάει άμυνες, αρνείται να υποκύψει σ΄έναν ατελέσφορο μηδενισμό.
Κι όμως υπάρχουνε / ακόμη τρελοί φρύνοι / που κολυμπούν αντίθετα/ στο ρεύμα της υπακοής …
Στη θεματολογία της συνυφαίνονται επίσης οι υπαρξιακές ανησυχίες με το αμείλικτο πέρασμα του χρόνου, η επικαιρότητα με την πολιτική πρακτική απέναντι στη γενέτειρά της.
΄Ετσι αδιάντροπα καλωσορίζει η πόλη / τον κάθε επισκέπτη / αθώα κι ανυπόληπτη / συνάμα αναπαυμένη στο διττό της μύθο / συμπρωτεύουσα και προσφυγομάνα,
δεν παραγνωρίζει ωστόσο τις ζωογόνες ανάσες της παρηγορητικής θαλασσινής αγκαλιάς: διψούσα στον άχραντό της/ κόρφο να ριχτώ/ να βυθιστώ, να καθαρθώ/ […] να αφεθώ, να παρηγορηθώ/ για το σκοτάδι το αλγεινό/ που ολοένα μας κυκλώνει.
Η ποιήτρια, προεξοφλεί τη συνύπαρξη του τραγικού με το αδιανόητο,
Η αδηφάγα κόλαση που/ κατατρώει τα πάντα/ και την ανάσα μας στερεί,
γράφει ενώ, ακροπατώντας στον μοντερνισμό, θρηνεί για εκείνες τις γυναίκες που
δολοφόνησαν χέρια συντρόφων.
Στης σάλας το πεδίο μάχης, στάλες το αίμα σπαρταράει/ πάνω στο φονικό μαχαίρι, κι εσύ στο πάτωμα ριγμένη, με πρόσωπο μελανιασμένο/ κόρες διεσταλμένες/ ανοίγεις τρύπες στο ταβάνι.
Η δεύτερη ενότητα επιγράφεται “ Για τον χρόνο πάλι”
Η αυτοαναφορικότητα αντάμα με την υπαρξιακή ανησυχία, και τις προσωπικές ευαισθησίες σε πρώτο πλάνο. Οι εκδοχές του εαυτού στο πέρασμα του χρόνου, που αποτυπώνονται σ΄ότι άγγιξε τη σάρκα, η κλεψύδρα που αθόρυβα κι ανυποψίαστα μένει αδειανή, ο καθρέφτης και το αποτύπωμα του εκάστοτε εαυτού στην πορεία του χρόνου που δραπετεύει λάθρα, σαν τον αβέβαιο χορό της νιφάδας,
Ανθρωποκεντρικός ο χαρακτήρας των ποιημάτων με εστίαστη στο διαχρονικό υπαρξιακό δίπολο, ζωή – θάνατος, και το μέγεθος της αναμεταξύ τους γραμμής.
Με τη μεταφορική έκφραση να παίζει σημαντικό ρόλο στη χρήση της γλώσσας αναφέρεται στον διαχρονικό πόθο του ανθρώπου να διακτινισθεί στους αιθέρες, ν΄αφήσει το στίγμα του στο άφθαρτο γαλάζιο του ουρανού, πάνω από τη ματαιωμένη βεβαιότητα του πατήματος στη γη. Ο πόθος αναπαριστάται ποιητικά με το πέταγμα των πολύχρωμων χαρταετών της Αποκριάς.
Διακτινισμοί οι πτήσεις τους /σε χώρο και σε χρόνο / με σύμμαχο ούριο άνεμο/ και οδηγό τον πόθο/ για διάρρηξη αιθέρων.
Η τρίτη ενότητα φέρει κυριολεκτικά, τον τίτλο της συλλογής
“ εποχική χλωρίδα ”
Οι ποιητικές συνθέσεις της ενότητας αναδεικνύουν την πηγαία ανάβλυση συναισθημάτων του ποιητικού υποκειμένου, που προκαλούνται από τη ζεστή ομορφιά των καρπών της νεραντζιάς στο καταχείμωνο, τις λευκές γιρλάντες των ανθισμένων αρμυρικιών την ΄Ανοιξη, εκεί που σκάει το κύμα ως αντανακλάσεις νεφών/ προσομοιώσεις αφρού κυμάτων, ενώ κλέβει το βλέμμα της το κυπαρίσσι της πρασιάς στητό με την ψηλόλιγνη θωριά του ταγμένο σε πορεία ανόδου.
Αισθαντικοί στίχοι με τη λιτότητα της τεχνικής των χαϊκού διακρίνονται για τη γλωσσική τους επιμέλεια και την ενότητα του ύφους.
Η Φωτεινή πέρα από τα αισθητικά κριτήρια της ομορφιάς του φυτικού βασιλείου, προβάλλει μέσα από την ποίησή της και τα ψυχοπνευματικά οφέλη που προσφέρει η επαφή με τη φύση, την οποία δυστυχώς υπονομεύουμε με αποτέλεσμα να χάνουμε διαρκώς αυτές τις πολύτιμες οάσεις, εμείς, οι κάτοικοι των αστικών κέντρων.
Και για να τιμήσουμε τον μήνα που διανύουμε παρά το γεγονός ότι δεν μας φέρθηκε όμορφα, ιδού ένα χαϊκού:
Μάης ένθρονος σε καρδιά παπαρούνας χαμογελάει.
Η τέταρτη και τελευταία ενότητα έχει τον τίτλο “ Αναστοχασμοί”
Ο φιλοσοφικός στοχασμός δένεται με ενταφιασμούς απογοητεύσεων, εξαπατήσεων, προδοσιών, και ματαιώσεων, με ένα δέσιμο στενό, που αναπαριστά με τρόπο ευθύ, υπαινικτικό, συχνά συμβολικό, μια πραγματικότητα.
Ας το παραδεχτώ, λοιπόν, / έχω ταλέντο στην εξιδανίκευση / ενταφιάζω απογοητεύσεις / εξαπατήσεις / ψευδαισθήσεις / όσο κι αν μου κόστισαν.
Διάσπαρτες πτυχές της συνήθως πνιγηρής καθημερινότητας κραυγάζουν απογοήτευση, πόνο, μοναξιά… μάταια ερωτοτροπεί κανείς με πτήσεις… η πτώση είναι αναπόφευκτη…
βουλιάζεις πόντο πόντο, σε απύθμενο κενό, σκούρο θολό
πηχτό σαν έλος που επίμονα/ βαθαίνει ρουφώντας πρώτα / το αφρολέξ του καναπέ.
Υπαρξιακοί στοχασμοί, δοξαστικοί και ιαματικοί – ο κύκλος της ζωής, με τους φόβους, αλλά και τις προσδοκίες, τις αναγκαστικές “πυροβασίες”, αλλά και τη φιλία που λυτρώνει από τη μοναξιά, γεφυρώνει την απόσταση ανάμεσα στη βαριά σιωπή της παραίτησης, αναγεννά την ελπίδα σαν φάρος.
Οι φίλες μου είναι Κυριακές/ και σχόλες ολοφώτιστες/ ίριδες έναστρου ουρανού,
γράφει η Φωτεινή, και προτρέπει: Να είσαι φάρος / είναι προορισμός […] δίχως να προσδοκάς ανταπόδοση ή έπαινο.
Η Χρηστίδου έχει καταφέρει να ενσωματώσει με ισορροπία, ελλειπτικότητα και ποιητικότητα από το φαινομενικά απλό, καθημερινό, μέχρι το πάγκοινο, το παγκόσμιο, το διαχρονικό.
Τζένη Μανάκη