Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ*
Θα πρέπει να ήταν το 1944 μέσα στον πόλεμο όταν με πήρε η μαμά μου από το χέρι να πάμε να με γράψει στην Α! Δημοτικού. Έκλαιγα και φοβόμουν, δεν ήθελα να πάω.
Το σχολείο ήταν στην άλλη γειτονιά, κοντά στον άγ. Λουκά Πατησίων.
Μπήκαμε στο γραφείο του κ. Αδαμόπουλου. Ο κ. Αδαμόπουλος ήταν ο διευθυντής του ιδιωτικού σχολείου όπου και τελειώσαμε το Δημοτικό η αδελφή μου Κοραλία κι’ εγώ. Ένιωσα φυλακισμένη σ’ έναν άγνωστο κόσμο. Τόλμησα να σηκώσω το βλέμμα μου. Με κοίταζε πάνω από τα γυαλιά του. Έμοιαζε με λύκο! Σκούρο δέρμα, μάτια σκοτεινά, φρύδια και δόντια σουβλερά που μου χαμογελούσαν, όπως ο λύκος του παραμυθιού. Κόντεψα να κατουρηθώ από το φόβο μου, ίσως και νά’ γινε.
Όταν πέθανε ξαφνικά, μας κουβαλήσανε όλο το Σχολείο στον άγ. Λουκά Πατησίων για την κηδεία του. Έκλαιγα μαύρο δάκρυ όχι για τον διευθυντή μας, αλλά επειδή τότε συνειδητοποίησα ότι όλοι θα πεθάνουμε κάποτε. Με παρηγόρησε όμως η σκέψη ότι ο κ. Αδαμόπουλος επειδή μπορεί να κατάγεται από λύκο δεν πειράζει που πέθανε.
Από εκείνα τα χρόνια μού καρφώθηκε το παιχνίδι που το βάφτισα «Η καταγωγή του ανθρώπου». Ο κόσμος συνηθίζει να λέει για τις όμορφες «αυτή είναι σα γαζέλα»! Για τους δυνατούς «αυτός είναι σαν ταύρος»!
Στο Γυμνάσιο δεν δίσταζα να ανακαλύπτω με την πρώτη ματιά την καταγωγή των καθηγητών μας. «Αυτός κατάγεται από σαύρα»! Ό «από σαύρα» ταίριαζε για τον καθηγητή μας της Φυσικής στη Σχολή Χατζιδάκι, όπου φοιτήσαμε όλο το Γυμνάσιο η αδελφή μου κι’ εγώ. Ή, για μια καθηγήτρια μας «αυτή κατάγεται από πρόβατο» και ήταν για την Θρησκευτικού μας, που απορούσα όταν μας δίδασκε πως αντί να βελάζει, μιλάει ανθρώπινα! Ένας άλλος καθηγητής μας έμοιαζε με γεράκι. Ο πατέρας μιας συμμαθήτριας έλεγα ότι είχε καταγωγή από μοσχάρι και η μάνα της από νυφίτσα. Το παιχνίδι συνεχιζόταν, ώσπου κορυφώθηκε στο πρώτο μου ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη.
Ταξίδεψα για πρώτη φορά στα δώδεκα μου, από το παλιό αεροδρόμιο του Ελληνικού με τετρακινητήριο αεροπλάνο της BA με προορισμό την Κωνσταντινούπολη, που ήταν η γενέθλια πόλη του πατέρα μου. Όπως την πρωτοείδα το 1950 μύριζε Ανατολή! Το πλήθος συνωστιζόταν διασχίζοντας τη γέφυρα του Γαλατά, με μπόλικους χαμάληδες, άγνωστο είδος για μένα, να κουβαλάνε σε ζεμπίλια τα μύρια όσα πράγματα. Με το καραβάκι κι’ ένα σημείωμα από τον θείο μου στο χέρι, φτάνω στο νησί! Η Πρίγκηπος είναι το μεγαλύτερο νησί των Πριγκηπονήσων στη θάλασσα του Μαρμαρά. Μαγεύομαι από όλα όσα με περιτριγυρίζουν! Αραδιασμένα τα μικρομάγαζα στην προκυμαία με ορθάνοιχτες τις πόρτες, ν’ αργοσαλεύει το μπες-βγες του κοσμάκη στα μισοσκότεινα σοκάκια, όπως στο σύνορο των παραμυθιών που ήξερα! Και να μυρίζει ο τόπος φτηνή κολώνια από το κουρείο εκεί κοντά και καβαλίνες από τα άλογα που περίμεναν παραδίπλα με τους αμαξάδες στη σειρά. Με το αμαξάκι φτάνω στο σπίτι που νοίκιαζε ο θείος μου Όθων κάθε καλοκαίρι. Εκεί περίμενα να με υποδεχθεί η Ιταλίδα θεία μου. Η θεία Αντζολέττα ήταν μια καλλονή!
Την ήξερα από τις οικογενειακές φωτογραφίες. Γενοβέζα στην καταγωγή, την ερωτεύτηκε ο θείος Όθων όταν σπούδαζε στη Γένοβα γύρω στο 1920.
Αντί για τη θεία Αντζολέττα, αντικρίζω να με περιμένει στην εξώπορτα ένα πλάσμα αλλόκοτο, κοντό, μυώδες, με σώμα τριχωτό από κορφής μέχρις ονύχων, γκρίζο αγκαθωτό μαλλί πιασμένο πίσω, μούρη και στάση σώματος πρωτόγονου και βλέμμα επιθετικό να με καρφώνει στα μάτια. Φοράει γκρίζα ποδιά και δεν το κουνάει να περάσω από την εξώπορτα, ούτε μου μιλάει, παρά με κοιτάζει.
Το σημείωμα του θείου μου με τις οδηγίες κατέληγε: «Θα είναι εκεί η θεία σου και η υπηρέτρια που την φωνάζουμε «Χιόντισα». Έχω χάσει τη λαλιά μου, αλλά την ξαναβρίσκω και προφέρω καθαρά το όνομα μου και λίγα ακόμα λόγια: « Καλημέρα, είμαι η Τζούλια, η ανεψιά του θείου…» «Κυρίαααα», ακούω τη φωνή της Χιόντισας κι εμφανίζεται η θεία Αντζολέττα, ωραία και ζωηρή σαν ταραντέλλα!
Χαιρόμουν την δροσερή θάλασσα, τις βόλτες με τα δύο κυνηγόσκυλα ως κάτω στο ντεμπαρκαντέρ, όπως ονόμαζαν την προκυμαία, αλλά και τις μυθικές αστακό-μακαρονάδες της θείας μου! Στην Αθήνα όλα αυτά ήτανε ονειροφαντασίες για τα κουρελιασμένα χρόνια που ζούσαμε στη διάρκεια και μετά τον Β! Παγκόσμιο πόλεμο και τον Εμφύλιο με τον απόηχο του να σπαράζει τη χώρα.
Πού και πού έπιανα την κουβέντα με την Χιόντισα για τα σκυλιά που δεν τα χώνευε ή για τα απλά καθημερινά πράγματα. Ένα μεσημέρι στο σπίτι, όπως κάτι ζωγράφιζα ή διάβαζα, δεν θυμάμαι ακριβώς, βλέπω με την άκρη του ματιού μου την Χιόντισα με τη γκρίζα ποδιά της να ξεσκονίζει στο χωλ τα έπιπλα και να σταματάει για λίγο, να γυρίζει προς την πόρτα της κρεβατοκάμαρας της θείας και του θείου, να μουρμουρίζει κάτι κατάρες, να κουνάει τα δάχτυλα της, να μουτζώνει και να φτύνει τρεις φορές! Αυτό να την αγριεύει και να το συνεχίζει κυκλικά μέσα στο δωμάτιο περνώντας από μπροστά μου λες κι ήμουν αόρατη.
Οι πόρτες των δωματίων που ήταν γύρω στο χωλ, είχαν τζαμάκια που τα σκέπαζαν κουρτινάκια από τη μέσα μεριά. Ή θεία Αντζολέττα ήταν μέσα στο δωμάτιο και μάλλον θα καλλωπιζόταν. Είχε όμορφο πρόσωπο που εξέπεμπε ναρκισσισμό και σώμα με καμπύλες μεσογειακής θεάς, όπως οι Ιταλίδες σταρ εκείνων των καιρών. Όταν συνόδευε τον θείο μου σε σουαρέ στον κύκλο τους, καθόταν στο πιάνο και τραγουδούσε το «Τσίρι-μπίρι-μπί». Λάτρευε τις ιταλικές οπερέτες και το μελόδραμα, άλλωστε κάπως έτσι έμοιαζε η ζωή της με το θείο Όθωνα και τους εκρηκτικούς καυγάδες για τις απιστίες του.
Όλα αυτά φυτεμένα με το φθόνο και τη ζήλεια για την όμορφη κυρά είχαν ριζώσει μέσα στο πρωτόγονο μυαλό της αδικημένης από τη Φύση υπηρέτριας κι’ έθρεφαν τις κατάρες και τις μούντζες που έστελνε ξεσκονίζοντας. Η θεία δεν είχε πάρει χαμπάρι αυτό το δρώμενο που παιζόταν έξω από την πόρτα της, βγαλμένο από τα θολά βάθη της ανθρώπινης φύσης.
Εμένα με πάγωσε. Μια τρελή σκέψη με διέλυσε: τι να κάνω αν αρπάξει ένα μαχαίρι και ορμήσει μέσα στο δωμάτιο; Δεν κουνήθηκα από τη θέση μου, έμεινα να παρακολουθώ με φόβο, πλαγίως και προσεχτικά αυτό το αλλόκοτο πλάσμα και την ανεξήγητη καταγωγή του.
Περίμενα να έρθει η αδελφή μου από την Αθήνα για να τα εξιστορίσω όλα. Όταν με άκουσαν, ο θείος μου γέλασε, ενώ η θεία μου κατατρόμαξε! Παρ’ όλα αυτά, η Κοραλία δύο χρόνια μεγαλύτερή μου κι εγώ που έμπαινα στην εφηβεία, μάλλον γλυτώσαμε από τις κατάρες της Χιόντισας και περάσαμε ένα αξέχαστο καλοκαίρι στην Πρίγκηπο.
Το παιχνίδι ως προς την «Καταγωγή του ανθρώπου» δεν το εγκαταλείπω, έχω συμπεριλάβει πολιτικούς και σελέμπριτεις με ομοιότητες που ταιριάζουν με τη γεωγραφία του σώματος, αλλά ταιριάζουν επίσης συμβολικά: Μια γυναίκα «ιπποπόταμος», «καμήλα» ή «έχιδνα» ή ένας άνδρας «γουρούνι» ή «κότα» είναι από τα χειρότερα που μπορείς να πεις. Αν πεις κάποιον «γάτα» τον προβιβάζεις! Για ψαρικό γενικώς βρίσκω συχνά ομοιότητες καταγωγής στο θολό βλέμμα και το ηλίθιο χαμόγελο.
Τώρα αναζητώ στο Διαδίκτυο κάποιες αναπαραστάσεις πρωτόγονων ανθρώπων. Η εικόνα της Χιόντισας έχει τυπωθεί ανεξίτηλα στη μνήμη μου και πλησιάζει περισσότερο στο είδος του Νεάντερταλ! Την έχω σχεδιάσει από μνήμης δύο φορές. Δεν μπορώ να εξηγήσω πως θα μπορούσε να έχει επιζήσει ένα δείγμα Νεάντερταλ στην εποχή μας και πόσο χρήσιμο θα προέκυπτε σε σύγκριση με το σημερινό.
Αυτό που με εκπλήσσει στον 21ο αιώνα είναι η αντίθετη μέτρηση από το «θαύμα της εξέλιξης» του είδους μας που θυμίζει πλέον αγέλη. Η εξέλιξη φαίνεται ότι έχει μετακινηθεί στα «ανεπιθύμητα». Εκεί καταλήγω.
Τζούλια Ανδρειάδου.
* Από τη σειρά «Τα Φύρδην Μίγδην», διηγήματα με αληθινές ιστορίες.
Βιογραφικό:
ΤΖΟΥΛΙΑ ΑΝΔΡΕΙΑΔΟΥ
Αθήνα 1937
Σπούδασε ζωγραφική με τον Κώστα Ηλιάδη (Αθήνα 1956-59), τον André Lhôte και στην Ecole des Beaux-Arts με τον M. Brianchon (Παρίσι 1959-60). Έχει κάνει δεκαπέντε ατομικές εκθέσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη (1968-2016). Από το 1960 έχει συμμετάσχει σε περισσότερες από εκατό ομαδικές εκθέσεις (Ελλάδα) συμπεριλαμβανομένων των Πανελληνίων (1960-1987), και την 3ème Biennale des Jeunes (Paris, 1963) και La peinture Grecque 1968–88 (Brussels 1988), Ελληνική Προεδρία, Βρυξέλλες 2003.
Έργα της υπάρχουν στην Εθνική Πινακοθήκη, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Υπουργείο Πολιτισμού, Υπουργείο Αιγαίου, Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών, Μουσείο της πόλεως των Αθηνών, Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών-Α.Π.Θ., Μουσείο Νεοελληνικής Τέχνης‒Ρόδος, Πινακοθήκη Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης Καλαμάτας, Πινακοθήκη Δήμου Αγρινίου, Δημοτική Πινακοθήκη Ηρακλείου Κρήτης, Πινακοθήκη Δήμου Αθηναίων κλπ.)
Το Αρχείο της Τζούλιας Ανδρειάδου, βρίσκεται στο ISET (Ινστιτούτο Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης) και στο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ (Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο – Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης). www.andriadou.gr