Σε έτρωγε μέρες η περιέργεια. Οι ήχοι δυνάμωναν, έγιναν αναγνωρίσιμοι, σε
είχαν εξοικειώσει με όλες τις κοντινές σου παρουσίες. Οι χροιές πλέον ακούγονταν
φίλιες με μια ενθουσιώδη ανυπομονησία, σαν να περίμεναν κάτι σπουδαίο να
συμβεί. Από εικόνα τίποτα. Καταλάβαινες, όμως, πως και γι’αυτό ασχολούνται όλοι
αυτοί που άκουγες κι ότι η τελική του λύση είναι θέμα χρόνου. Όχι ότι επιζητούσες
κάποια αλλαγή, αφού το περιβάλλον που βρισκόσουν ήταν τέλειο κι ενέπνεε απόλυτη
ασφάλεια, αλλά είχες μεγαλώσει αρκετά και ο χώρος ήταν φανερά μικρός πια για να σε
χωρέσει. Κάποια στιγμή οι νηφάλιοι χτύποι που άκουγες εντάθηκαν αρκετά,
δημιουργώντας ένα πρωτόγνωρο, επικίνδυνο μείγμα φόβου κι ανησυχίας. Και ξάφνου
μία σφοδρή, παρατεταμένη -σαν αιώνιος εφιάλτης- θεομηνία ξεκίνησε· έξω, ο
μεταφορέας βόγκαγε υποφέροντας και μεταδίδοντας πανικό στους πάντες κι εσύ,
τρομοκρατημένος και πιεσμένος ασφυκτικά, φώναζες από μέσα να σταματήσει αυτή η
παράνοια, ώσπου ο κρατήρας εξερράγη και μέσα από ένα μικρό σελάγισμα βρέθηκες σ’
έναν αφιλόξενο, εκτυφλωτικό χώρο με πολικό κρύο. Ξέσπασες με μία δυνατή,
πρωτόβγαλτη κραυγή αγανάκτησης που δεν αντιμετωπίστηκε με την πρέπουσα
κατανόηση και σοβαρότητα, αφού όλοι γέλασαν. Πάντως αργότερα έμελλε να πάρεις την
εκδίκησή σου και μάλιστα κατ’ επανάληψη όταν ανακάλυψες πως αυτή η τσιρίδα,
επρόκειτο για κάποιο τουλάχιστον διάστημα να είναι το πιο δυνατό σου όπλο.
Τραυματική η εμπειρία της γέννησής σου, ευτυχώς σβήστηκε αμέσως απ’ τη μνήμη.
Όλα πάντως, έδειχναν να γίνονται για κάτι πραγματικά μεγάλο κι ανεξήγητο.
Μεγάλη ανακούφιση και χαρά για τους πάντες, εκτός από σένα. Η παγωμένη
ατμόσφαιρα που έκανε χιλιάδες καρφίτσες να τρυπούν ανελέητα το δέρμα σου, σε λίγη
ώρα έτσι όπως σε φάσκιωσαν κι αφού σε μετέφεραν σε νέο, πολύ θερμότερο χώρο, έγινε
αφόρητος καύσωνας. Η άσπρη υγρή τροφή απ’ το στήθος του γεννήτορα καλή αλλά λίγη,
το υποκατάστατο συμπλήρωμα μια αηδία που σου έφερνε ανακατωσούρα, εμετό κι
έναν οξύ πόνο στο στομάχι που έκανε ακατόρθωτο το λατρεμένο, τον γαλήνιο ύπνο
που απολάμβανες στο προηγούμενο περιβάλλον. Τα ηχητικά κύματα ανεμπόδιστα τώρα
και ξεκάθαρα, σε ξεκούφαιναν με μια εκνευριστική επιμονή απαιτώντας να
ανταποκριθείς, να δώσεις σήμα ότι καταλαβαίνεις, κι εσύ απαντούσες ουρλιάζοντας και
ζητώντας απεγνωσμένα βοήθεια.
Και κάποια στιγμή άνοιξες τα μάτια…Μετά τη σύντομη θολούρα, άρχισε η βελτίωση· οι
ήχοι ταίριαξαν απόλυτα με τις εικόνες δίνοντας σχήμα και μορφή στις οικείες φωνές.
Χαρούμενα πρόσωπα προς κάθε κατεύθυνση! Όλοι έδειχναν τρελά ευτυχισμένοι εκτός…
από κείνη την παράξενη φάτσα εκεί στη γωνία· σκοτεινός, μυστηριώδης, το χαμόγελό
του διαφορετικό, με κάποιο απροσδιόριστο νόημα.
Δεν τον ξαναείδες από τότε παρά μόνο μερικές φορές στον ύπνο σου, σχεδόν έξω από το
πλάνο στην άκρη του ονείρου, σαν σκιά άξαφνης συννεφιάς που απλώνεται
γρήγορα στο αίθριο πεδίο. Κάποιες φορές νόμιζες ότι τον διέκρινες στους
φθινοπωρινούς περιπάτους με τους γονείς σου να σέρνει προκλητικά τα πόδια του
ανάμεσα στα πεσμένα φύλλα, φέροντας το ίδιο απεχθές μειδίαμα να κλωτσάει με
μίσος τα ξερά κλαδιά, συγχρονιζόμενος με τους κρωγμούς των κορακιών κι άλλες, τον
φανταζόσουν να εμφανίζεται ξαφνικά τρομάζοντας τα φτερωτά παιχνίδια των
περιστεριών στη μεταξοτυπία του Σταθόπουλου* πάνω απ’ το κρεβάτι σου.
Στις πιο ξέγνοιαστες στιγμές, στις παιδικές χαρές, στα πάρτυ με τους μικρούς σου φίλους
ή στις παραλίες -όταν βοηθούσες τον πατέρα σου να φτιάξει το κάστρο σου- για μια
στιγμή ήσουν σίγουρος ότι τον ξεχώριζες κάπου αλλά χανόταν πριν προλάβεις να το
επιβεβαιώσεις. Πέρασαν τα χρόνια κι αυτός ο παράξενος τύπος συνέχισε τη διακριτική,
σχεδόν αόρατη παρουσία, με καρφωμένη την ίδια απαίσια έκφραση στο πρόσωπο.
…
Κάποια στιγμή εξαφανίστηκε. Ήταν ο ανέμελος, ο διευρυμένος χρόνος, τότε που
γνώρισες την Ηρώ κι ο μεγάλος έρωτας διέλυε κάθε σύννεφο· μια ανυπέρβλητη
ενέργεια σφούγγιζε ακατάπαυστα την μούχλα τ’ ουρανού. Πρωτόγνωρα
συναισθήματα και σκιρτήματα έντυναν με νέα, εκθαμβωτικά χρώματα ημέρα
και νύχτα. Άσβεστη, πυρηνοκίνητη φλόγα η κινητήριος δύναμη της αγάπης, η
γλυκιά της θαλπωρή εκμηδένιζε τις αναστολές κι όσο θέριευε η μαγεία, τον
ξέχασες τελείως.
Λίγα χρόνια μετά, το ανθισμένο δένδρο της Ζωής έδεσε τον πρώτο του καρπό κι όλα
σκεπάστηκαν μ’ ένα πρωτόφαντο φως απ’ τις εκτυφλωτικές αυγινές αχτίδες. Στη μέγιστη
στιγμή ευφορίας της άφιξης του γιου σου, νάτος πάλι! Εκεί στη γωνιά του σαν αέναο
γκροτέσκο, το περίεργο χαμόγελο είχε αναβαθμιστεί σε εκνευριστικό γέλιο, ο ήχος του
τριβέλι…Να γελάει, να γελάει, ασταμάτητα ενοχλητικά, λες κι άκουσε κάποιο ηλίθιο
ανέκδοτο. Ύστερα χάθηκε πάλι.
Ο μικρός Ιάσονας στόλιζε τις ώρες· οι απροσποίητες γκριμάτσες του επανέφεραν στο
πρόσωπό σου το αθώο βλέμμα, τα πρώτα θαρραλέα του βήματα προέβαλλαν τον
αναπεπταμένο ωκεανό και ο πρωταρχικός συλλαβισμός ‘’μπαμπά,’’ φούσκωνε το πανί
για το μεγάλο ταξίδι με όλους τους ούριους ανέμους στην πλώρη σου. Οι αφοπλιστικές
του απορίες διέλυσαν τους έωλους προβληματισμούς σου κι ύστερα, με το ξεκίνημα στο
σχολείο ξανακάθισες στο θρανίο δίπλα του, διδάσκαλος και διδασκόμενος μοιράστηκες
τα μυστικά, τις ανησυχίες, τα πρώτα του ερωτικά σκιρτήματα. Η απόλυτη αφοσίωση δεν
άφηνε περιθώρια για στενόχωρες σκέψεις, έπρεπε να σταθείς με όλες σου τις δυνάμεις
δίπλα στο μικρό αυτό ανθρωπάκι που σήμαινε τα πάντα.
…
Δεν κατάλαβες πώς πέρασαν τα χρόνια και ο μικρός μεγάλωσε· έφυγε για σπουδές,
τελείωσε, νοίκιασε δικό του σπίτι μόλις έπιασε δουλειά κι έπειτα από κάποιο διάστημα
σας ανακοίνωσε πως σκοπεύει να παντρευτεί, η κοπελιά του ήταν τριών μηνών έγκυος.
Αφάνταστη η χαρά σου, ανείπωτη ευτυχία, ο κολοφώνας της ύπαρξης, η καταξίωση του
ονείρου! Καινούργια θεϊκά συναισθήματα σε πλημμύρισαν, ανέλαβες να πρετοιμάσεις
την πανηγυρική άφιξη όσο καλύτερα μπορούσες, πήγαινες με τη γυναίκα σου τη νύφη
στον γιατρό, ετοίμασες το παιδικό δωμάτιο, άνοιξες λογαριασμό στην τράπεζα. Και
έφθασε η μεγάλη μέρα, ένας τρομερός μπόμπιρας ήρθε και γέμισε με την
απαστράπτουσα αύρα του όλα τα ρήγματα. Το νόημα της ζωής έπαιρνε σάρκα και οστά.
Τη μέρα της βάφτισης ήρθαν όλοι οι φίλοι, η εκκλησία γέμισε χαμόγελα ευφροσύνης.
Την ώρα που στεκόσουν δίπλα στη κολυμπήθρα με σταυρωμένα τα χέρια και σκανάριζες
τα χαρούμενα πρόσωπα, το βλέμμα σου σταμάτησε πάνω του. Διακριτός πάντα από το
αταίριαστο, το αντιπαθητικό του ύφος, εκεί, στην ίδια γωνιά του, στο κέντρο του
σκοτεινού ημιχορίου, αυτή τη φορά έκδηλα νευρικός σαν παιδί που αδημονεί για το
δώρο του· τη στιγμή που ακουγόταν το όνομά σου από τα χείλη του ιερέα κι όλοι οι
στενοί συγγενείς αγκαλιάζονταν συγκινημένοι, εκείνος άρχισε ασταμάτητα να χτυπιέται,
να ξεκαρδίζεται.
*Περιστέρια: Μεταξοτυπία του Γιώργου Σταθόπουλου.