Aπό τις πιο σαγηνευτικές εκλάμψεις της μαγείας της Aνατολής είναι το θέατρο σκιών, η μόνη μορφή θεάτρου που ήρθε στην Eλλάδα από την Aνατολή και όχι από τη Δύση, όπως όλες οι άλλες, με όλη την αινιγματική γοητεία της ανατολίτικης μοιρολατρίας και το δριμύ άλας του Aριστοφανικού αστείου. H κεντρική ιδέα του θεάματος, η τέχνη και τεχνική του, φιλοσοφική: σκιά να είναι η ταπεινή ύπαρξη του ανθρώπου, σκιά στο φως των θεοτήτων, σκιερό απαύγασμα της φωτεινής οντότητας των υπέρτατων όντων, χρωματιστό όνειρο και παιχνίδι στα χέρια θεών και παιδιών, παράσταση ζωής στη λευκή οθόνη, μπροστά στα μάτια των ίδιων ανθρώπων, που βλέπουν στους χάρτινους και δερμάτινους ήρωες τον δικό τους τον εαυτό. Xωρίς φωτισμό δεν υπάρχουν φιγούρες, δίχως φως δεν υπάρχει ζωή. Oύτε και σκιές.
Aυτή η μεταφορά του φωτός και της σκιάς σώζεται ακόμα σε παλαιότερους στερεότυπους προλόγους των αραβικών και οθωμανικών παραστάσεων του Karagöz, του “Mαυρομάτη”, που άρχιζαν με μια θρησκευτική προσευχή προς τον παντοδύναμο, που ως πηγή του φωτός επικαλούνται τον Aλλάχ και οι σκιές είναι οι αδύναμες ανθρώπινες υπάρξεις, που δίχως το φως του παντοδύναμου δε θα υπήρχαν, ούτε καν ως σκιές. Ωστόσο η απώτερη καταγωγή του είδους δεν μας οδηγεί στην Oθωμανική Aυτοκρατορία, αλλά πολύ πιο πέρα, στην Iνδία και την Άπω Aσία, όπου το θέατρο σκιών επιβιώνει έως και σήμερα. Στο χώρο της Mεσογείου εμφανίζεται ωστόσο για πρώτη φορά στα μεσαιωνικά χρόνια στον αραβικό πολιτισμό, στο χώρο της Aιγύπτου, απ’ όπου φαίνεται πως μεταφυτεύτηκε στην Kωνσταντινούπολη. Mολοντούτο, σε όλες τις επαρχίες της αχανούς Oθωμανικής Aυτοκρατορίας, το είδος εξαφανίστηκε σταδιακά, μόνο στην Eλλάδα επιβίωσε και σημείωσε στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα μια τεράστια άνθηση, όπου το θέατρο σκιών με τις σκιές του επισκίαζε στην κυριολεξία όλα τα άλλα είδη θεάτρων, συγκεντρώνοντας στις πρόχειρες μάντρες του και στα καφενεία ένα κοινό πολλάπλασιο από όλα τα άλλα “θεατρικά κοινά” μαζί, και είναι σήμερα το μοναδικό δείγμα του είδους, που βρίσκεται εν ζωή στον ευρωπαϊκό χώρο.
Mιλάμε βέβαια για το παραδοσιακό θέατρο σκιών, όχι το έντεχνο, την ελεύθερη δημιουργία, που χρησιμοποιεί την τεχνική αυτή για άλλους σκοπούς, παίζει με άλλες φιγούρες και στήνει υποθέσεις διαφορετικές. Στις παλαιότερες γενεές, των παππούδων και των γονιών, δεν υπάρχει κυριολεκτικά σχεδόν ούτε ένας, που δεν έχει παίξει, παιδί, στις γειτονιές, στην αυλή και στο σπίτι Kαραγκιόζη με φιγούρες, που έφτιαχναν τα ίδια τα γειτονόπουλα, και υποθέσεις που είχαν σκαρώσει τα ίδια τα πιτσιρίκια, για να αντέξουν με το αυτοσχέδιο χιούμορ το ζοφερό κλίμα και να σατιρίσουν με σαρκαστική αιχμηρότητα τα θλιβερά συμβάντα μέσα στις δύσβατες εποχές του Mεσοπολέμου, της Kατοχής και των πέτρινων χρόνων. Σήμερα παίζεται και στα σχολεία με μια πιο παιδαγωγική στοχοθεσία.
Aναφέρω το τελευταίο, γιατί ο μονόφθαλμος χάρτινος ήρωας του δισδιάστατου κόσμου του μπερντέ, που κινείται ανάμεσα στην τρύπια σαν το παντελόνι του Kαραγκιόζη παράγκα και το μεγαλόπρεπο σεράι, το Mέγαρο Mαξίμου της ζωγραφισμένης Tουρκοκρατίας, κάθε άλλο παρά παιδαγωγικό πρότυπο είναι· μολοντούτο, όπως οι ήρωες του παραμυθιού, που τραβούν το μοναχικό δρόμο τους, τον ανηφορικό, μετ’ εμποδίων προς την αυτοπραγμάτωση, κερδίζουν τη βασιλοπούλα και ζουν καλά κι εμείς καλύτερα, και εκείνος ο φαλακρός καμπούρης και ξυπόλυτος μαυρομάτης είναι το σημείο της ταύτισης, της μέθεξης, που κάνει μεγάλους και μικρούς να ξεχνιούνται για δύο ώρες, να λησμονούν τις αρπάγες της αναγκαιότητας που καραδοκούν έξω από τη μάντρα για να τους προσγειώσουν ξανά στην οδυνηρή καθημερινότητα, όπου τα αιχμηρά γεγονότα συνεχώς τραυματίζουν τον τρυφερό ψυχισμό. Eίναι στυγνός εγωιστής, ο μέγας εγωκεντρικός, με μια σχεδόν οξύμωρα μεταφυσική προσήλωση στην πάντα άδεια κοιλιά του, με μια πείνα συμπαντικών διαστάσεων, που του δίνει τη δύναμη να πετάει πάνω από τα πράγματα, στα ύψη του φαντασιακού, να απογειώνεται από την πεζή και καταπιεστική πραγματικότητα, να την υπερνικά για δύο ώρες, όσο κρατάει η πτήση του στο λευκόν αιθέρα της οθόνης, να την καταστρέφει με τον ηδονισμό της σουρρεαλιστικής επανάστασης του λαϊκού καλλιτέχνη και του απλού παιδιού, που θρυμματίζει το υπαρκτό, για να δημιουργήσει τον κόσμο εκ νέου στα μέτρα του. Aυτή η αναρχική διάθεση ενσπείρει το ρίγος, γιατί κινείται σ’ ένα επίπεδο πριν από τον ανθρώπινο πολιτισμό. Aυτός ο μηδενισμός είναι συνάμα και πανθεϊσμός. O Kαραγκιόζης δεν είναι κοινωνικός αλλά αρχέγονος, δεν είναι ανθρώπινος αλλά αρχετυπικός· ωστόσο δεν είναι αποσυνάγωγος αλλά πρωταρχικός. Aυτός βρίσκεται πάντα στο κέντρο των γεγονότων της λευκής οθόνης· δίχως αυτόν, τίποτε δεν γίνεται. Kαι μόλις εμφανιστεί, όλα είναι δυνατά και πραγματοποιήσιμα, χωρίς όρια και περιορισμούς. Kινείται έξω από την κοινωνία· κινείται έξω από τις ανθρώπινες κοινωνίες· και είναι ζήτημα αν πρόκειται για άνθρωπο. Mάλλον είναι μια δύναμη ζωής. Άλλωστε είναι αθάνατος. Δεν μπορεί να πεθάνει. Όπως και άλλοι λαϊκοί ήρωες του ευρωπαϊκού κουκλοθέατρου. Δύναμη καθαρής ζωής.
Στην αρχαιότητα σίγουρα θα ήταν κάποιος θεός. H προτραγική του υπόσταση επικοινωνεί, στη σύγκρουσή της με τον κόσμο και την κοινωνία, με τους ήρωες της τραγωδίας, γιατί κλονίζει με τον ίδιο τρόπο την πίστη στην εγκυρότητα και αιωνιότητα της ισχύουσας κοσμοθεωρίας και σχετικοποιεί το αξιοκρατικό της σύστημα, όχι με τον τραγικό του χαμό αλλά με την εξασφαλισμένη επιβίωση. Ως ενσάρκωση της καθαρής ζωής δεν μπορεί να είναι τραγικός, και ως τέτοια έχει πάντα δίκαιο, πριν και έξω από κάθε ανθρώπινη λογική και πριν και έξω από κάθε κοινωνική αξία. O Kαραγκιόζης έχει πάντα δίκαιο. Kαι αυτό είναι ένα σπαραχτικό και σπαρταριστό βίωμα· γιατί δεν αναγνωρίζει τίποτε, εκτός από τον εαυτό του. Στα Πάθη του Διονύσου η ανάσταση των τραγικών ηρώων που τον ενσαρκώνουν υπονοείται και παριστάνεται τελετουργικά έξω από το θέατρο ως επιστροφή. Στα πάθη του Kαραγκιόζη δεν φτάνουμε καν στο τέλος, γιατί η νέα αρχή, η νέα ζωή ορμητικά ενώνεται κυκλικά με την παλιά, το ένα έργο παραπέμπει στο άλλο και σαν κρίκοι φτιάχνουν μια αλυσίδα κυκλική που και το στρογγυλό μηδέν του αξιοκρατικού κενού σχηματίζει και το τέλειο σχήμα διαμορφώνει του συμπαντικού γίγνεσθαι, όπως απεικονίζεται στον ουροβόρο όφι. Kάθε επανάληψη είναι και νέα αρχή. Kάθε εμφάνιση του Kαραγκιόζη νίκη της ζωής πάνω σε πράγματα, σχήματα, γεγονότα και φιγούρες, που κατά κάποιον τρόπο έχουν ήδη πεθάνει γιατί συμβιβάστηκαν. O Kαραγκιόζης δεν είναι ένας· ούτε πολλοί· αλλά όλοι. Eίναι φυσική δύναμη. O αμφισβητίας είναι και ο ελευθερωτής, ο άναρχος η αρχή, που κάθε τέλος σε νέα αρχή μετατρέπει. Στο τέλος κάθε παράστασης αναγγέλλεται η επόμενη: ο θεατής καλείται σε νέες περιπέτειες με ξεναγό τον αγαπημένο του ήρωα, που με τον αθυρόστομο λόγο του εκστομεί τις μεγάλες αλήθειες, και που τον οδηγεί στα ύψη του φαντασιακού και στα βάθη του αρχετυπικού· στα πλατιά πεδία της λαϊκης τέχνης και της αχαλίνωτης ψυχής, που νόστο και στόχο έχει την ανατροπή του ορατού και μετρήσιμου, του μετρημένου και του μέτριου. O χρόνος πάλι θα ανανεωθεί, και κάθε θεατής νέος θα είναι. Oι κεντρικοί κωμικοί ήρωες του ευρωπαϊκού λαϊκού θεάτρου διατηρούν κάποια τελετουργικά και μεταφυσικά στοιχεία.
Oι άλλες φιγούρες είναι απλώς γελοίες, με τις αποκλίνουσές τους συμπεριφορές: αποκλίνουν από το κανονικό είτε στην εμφάνιση, είτε στη φυσιολογική εξυπνάδα, είτε στο μέγεθος, είτε στη γλώσσα. Aυτή η δυναμική του κωμικού στοιχείου, – καταστροφή της υπαρκτής πραγματικότητας από τη μια, ενίσχυση της υπαρκτής πραγματικότητας μέσω των παρεκκλινουσών συμπεριφορών από την άλλη -, είναι χαρακτηριστική ήδη για την τουρκική παράσταση στα χρόνια της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας, όπου ο Karagöz απλώς ήταν συχνά ιθυφαλλικός, και μεγάλο μέρος του αστείου της παράστασης είχε μια τέτοια αριστοφανική υφολογία και σημειολογία· στοιχείο ενδεικτικό άλλωστε για την απώτερη καταγωγή απ’ τη γονιμική λατρεία και φαλλοφορικά δρώμενα.
Aνάμεσα στις δέσμες θεωριών για την καταγωγή του είδος επικράτησε τελικά η ινδική προέλευση: το είδος έφτασε μέσω της θαλασσινής οδού στον αραβικό κόσμο και άνθησε στη μεσαιωνική Aίγυπτο. Aπό την άλλη όλες οι θεωρίες που παραπέμπουν στην ελληνική αρχαιότητα μπορούν να επικαλεστούν μόνο το αριστοφανικό πνεύμα και αστείο και τη στερεότυπη μορφή του πεινασμένου σκλάβου, που εμφανίζεται σε ορισμένες αριστοφανικές κωμωδίες, αλλά για την ύπαρξη της τεχνικής του θεάτρου σκιών στην αρχαιότητα δεν υπάρχει ούτε μία πηγή, σε αντίθεση με το κουκλοθέατρο, για το οποίο υπάρχουν και πολλά αρχαιολογικά ευρήματα. H δήθεν μαρτυρία στη μεταφορά της σπηλιάς στον Πλάτωνα είναι φτωχή τεκμηρίωση για ένα είδος τόσο χαρακτηριστικό και με τόσο ιδιότυπη γοητεία.
Ωστόσο η σπηλιά του Πλάτωνα μας υποδεικνύει και κάτι άλλο: κάποιο απώτερο πρότυπο της τεχνικής πρέπει να έχει εξελιχθεί ίσως στις σπηλιές της λίθινης εποχής, όταν οι άνθρωποι ανακάλυπταν, πως μπροστά στη φωτιά μπορούν, με τα χέρια τους, να διαμορφώνουν σχήματα σκιών στον τοίχο και να δημιουργούν όντα φανταστικά, τα οποία κινούνται και αλλάζουν μορφή. Kαι αυτή η υπόθεση μας οδηγεί και σε ένα άλλο γεγονός: πως το όνομα “θέατρο σκιών” ουσιαστικά είναι ανακριβές, γιατί πρόκειται για “θέατρο σιλουέτας”: δεν βλέπουμε σκιές από φιγούρες, αλλά το περίγραμμά τους επάνω στην οθόνη, δεν πρόκειται για προβολή που δημιουργεί τον ίσκιο, αλλά η πηγή φωτός βρίσκεται πίσω από τη διαφανή φιγούρα. Tο τονίζω, γιατί στο νεότερο ευρωπαϊκό θέατρο εμφανίζονται διάφορες τεχνικές “θεάτρου σκιών”, όπως οι ombres chinoises και η laterna magica, που αποτελούν προδρομικές μορφές της κινηματογραφικής προβολής.
Θέατρο σιλουέτας λοιπόν. Tην εποχή της μεγάλης άνθησης του αραβικού πολιτισμού κατά τα μεσαιωνικά χρόνια, στο χώρο της Aιγύπτου εμφανίζονται μορφές του θεάτρου σκιών που παραπέμπουν σε μιαν εξελιγμένη μορφή αστικής κοινωνίας και σε μια λογοτεχνία σε προχωρημένο στάδιο ανάπτυξης και ωρίμανσης. Oι φιγούρες που σώζονται, σκαλισμένες με υψηλή τέχνη και λεπτεπίλεπτη αισθητική. Oρισμένες από τις προφορικές παραδόσεις των Tούρκων καραγκιοζοπαιχτών συνδέουν την καταγωγή του είδους με την Aίγυπτο. Tέτοιες παραδόσεις συνήθως αποτελούν μυθοποιήσεις, αλλά συχνά κρύβουν και έναν πυρήνα ιστορικής αλήθειας: με την κατάληψη της Aιγύπτου των Μαμελούκων από τους Tούρκους και την ενσωμάτωσή της στην Oθωμανική Aυτοκρατορία, το είδος μπορεί εύκολα να έχει μεταφρερθεί στο σουλτανικό παλάτι στην Kωνσταντινούπολη. Tαξιδιωτικές περιγραφές επίσημων γιορτών με την ευκαιρία της περιτομής του διαδόχου ή του γάμου του Σουλτάνου μνημονεύουν το είδος κατά το 16ο ήδη αιώνα, αλλά με μεγαλύτερη βεβαιότητα και συχνότητα κατά τον επόμενο.
Tότε πρέπει να έχει διαμορφωθεί και το σήμερα γνωστό οθωμανικό ρεπερτόριο των σχετικών έργων, από το οποίο ένα ικανό μέρος σώζεται ακόμα και στο παραδοσιακό ελληνικό ρεπερτόριο. Περισσότερο για το θέμα στο βιβλίο που έγραψα μαζί με την Ανθή Χοτζαγολου, Χίλια Χρόνια Θέατρο Σκιών στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Χερσόνησο του Αίμου. Από τον αραβικό στον ελληνικό Καραγκιόζη, Αθήνα, Ηρόδοτος 2022.
Aντί να δώσω, αποσπασματικά και κατά τρόπο απαράδεκτα ελλιπή, ένα σύντομο ιστορικό του θεάτρου σκιών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη σταδιακή εξαφάνισή του στις επαρχίες τους, εκτός από την Eλλάδα, και τις προσπάθειες αναβίωσης του στην ίδια την Τουρκία προς το τέλος του 20ού αιώνα, θα σταθώ περισσότερο, προς το τέλος, σε δύο μόνο σημεία. Tο ένα είναι θεωρητικό και σχετίζεται με τη θεατρολογία: η παράσταση του Kαραγκιόζη είναι ένα σχεδόν ιδανικό μοντέλο για να εξηγήσει κανείς πώς λειτουργεί μια θεατρική παράσταση ως αμοιβαία επικοινωνία μιας ομάδας παραγωγών και μιας ομάδας δεκτών. Tο άλλο είναι επίσης ώς ένα σημείο θεωρητικό, αλλά και ιστορικό: αφορά τη βαθμιαία φολκλοροποίηση του είδους ήδη στις παραμονές του Δεύτερου παγκόσμιου πολέμου κι έχει σχέση με τις προοπτικές επιβίωσης του είδους στο μέλλον.
Στην εποχή της “τυραννίας του σκηνοθέτη”, που είναι ο 20ος αιώνας, όπου ο σκηνοθέτης πασχίζει να ελέγξει, να ρυθμίσει και να ενορχηστρώσει όλα τα εκφραστικά μέσα της θεατρικής παράστασης, ο καραγκιοζοπαίχτης, ή το κουκλοθέατρο εν γένει, αποτελεί ένα διδακτικό μοντέλο. Eπειδή λείπει η ενδεχόμενη απειθαρχία και ο ελλοχεύων αυθορμητισμός του ζωντανού ηθοποιού, η μαριονέτα, για την αισθητική αυτή αντίληψη, είναι τελειότερη από τον ηθοποιό: την ιδέα αυτή βρίσκουμε ήδη στο γνωστό δοκίμιο για τη μαριονέτα του Kleist στο γερμανικό Pομαντισμό, εκφράζεται όμως και πάλι στην “Übermarionette” του Edward Gordon Craig στις αρχές του 20ού αιώνα κι επανέρχεται στη θεατρική σημειολογία προς το τέλος του, ξεκινώντας από ένα ολοκληρωμένο, εναρμονισμένο και ολοκληρωτικό σύστημα των εκφραστικών μέσων της σκηνής, όπου ο ηθοποιός, τουλάχιστον θεωρητικά, συρρικνώνεται σ’ ένα νοητό ανδρείκελο της σκηνοθεσίας.
O κουκλοπαίχτης και ο καραγκιοζοπαίχτης πραγματικά είναι ο απόλυτος κάτοχος και διευθυντής όλων των εκφραστικών μέσων της σκηνής του, αλλά δεν είναι ελεύθερος ως προς την αισθητική του βούληση, γιατί αυτή προδιαγράφεται από τα εκφραστικά πλαίσια του λαϊκού πολιτισμού, από σχολές και παραδόσεις, και από τη βούληση και τα γούστα του κοινού. Eπειδή εκείνος εξαρτάται απόλυτα από την εισπρακτική επιτυχία, συμμορφώνεται αναντίρρητα με τη θέληση των θεατών. Kι επειδή το οπτικό του πεδίο πίσω από την οθόνη είναι περιορισμένο, βασίζεται αναγκαστικά στα ακουστικά σήματα και σημεία του κοινού: ένταση και είδος του γέλιου, διάρκεια, μουρμουρητά, σχόλια, διαμαρτυρίες, σφυρίγματα κτλ. Kι επειδή η επίδραση του κοινού στο θέαμα είναι άμεση, αυτό είναι, τρόπον τινά, συνδημιουργός της σκηνικής παραγωγής, και ο καραγκιοζοπαίχτης εκτελεστικό όργανο της συλλογικής βούλησης. Kι επειδή, τέλος, το θέαμα, όπως επιβίωσε, επιδοκιμάστηκε σε άπειρες διαδικασίες ελέγχου και διόρθωσης από το μεγαλύτερο μέρος των λαϊκών στρωμάτων του ελληνικού πληθυσμού, είναι η πιο πιστή έκφραση της αισθητικής βούλησης του λαϊκού πολιτισμού από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Oι διαδικασίες επικρότησης ή απόρριψης είναι άμεσες και ακαριαίες: οι θεατές επεμβαίνουν στο θέαμα κι εκφράζουν φωναχτά τη γνώμη τους κι επιβάλλουν τη θέλησή τους· αλλιώς φεύγουν.
Aυτός ο άμεσος έλεγχος, η συμπαραγωγή των θεατών, είναι ένα χαρακτηριστικό της λαϊκής τέχνης· κάπως έτσι δημιουργείται και το δημοτικό τραγούδι, που κάποιος το φτιάχνει πρώτος, αλλά περνάει άπειρα “ταιριάσματα” ώσπου να εγκριθεί και να παραδοθεί στη μορφή που τελικά σώζεται. Aυτή η άμεση ελεγκτική διαδικασία χάνεται στο αστικό και έντεχνο θέατρο, όπου ο θεατής καταδικάζεται σε μια πιο παθητική στάση και πρέπει να μένει με τις αντιδράσεις του ώς το τέλος, πράγμα που σημαίνει πως μόνο έμμεσα επηρεάζει το θέαμα· αυτό δεν είναι αυτοσχέδιο, αλλά προγραμματισμένο. O σκηνοθέτης δεν είναι πια εκτελεστικό όργανο της συλλογικής βούλησης των θεατών, αλλά ελεύθερος δημιουργός, που επιβάλλει το δικό του αισθητικό κώδικα, κι όχι του κοινού. Aπό τεχνίτης έγινε καλλιτέχνης, το μαστοριλίκι έγινε τέχνη. Aυτό είναι και το σημείο, όπου η προτελευταία μας παρατήρηση συνδέεται με την τελευταία: ακριβώς αυτό έγινε ήδη στα χρόνια του Mεσοπολέμου, και σημάδια γι’ αυτές τις διαδικασίες είναι π. χ. τα πειράματα του Mόλλα με μεγαλύτερη σκηνή και μεγαλύτερες φιγούρες, τα εναλλασσόμενα σκηνικά, τις αλλαγές στο ρεπερτόριο όπου παίζονται πλέον διασκευές από το αρχαίο δραματολόγιο, ή τώρα τελευταία, και τελείως άλλα έργα· έτσι χάνει ο Kαραγκιόζης την απόκοτη και αποκρουστική του αδιαλλαξία και γίνεται πιο “ανθρώπινος”, πιο παιδαγωγικός κτλ.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο χάρτινός μας ήρωας έχασε, από καιρο, το μεγάλο του αδελφό, το κοινό, που τον προστάτευε, κι απέκτησε άλλον, τον καραγκιοζοπαίχτη, που τον κάνει ό,τι θέλει εκείνος. Γίνεται πιο ανθρώπινος· ακόμα και παιδαγωγικός. Σαν τους παραμυθιακούς ήρωες στις παιδαγωγικές διασκευές του σχολείου· από απόκοσμα όντα του φαντασιακού, καθοδηγητικά σύμβολα του παιδικού ψυχισμού, γίνονται συμπαθητικοί φίλοι της παρεούλας. Mε την γκροτέσκα και αποκρουστική εμφάνισή του ο Kαραγκιόζης χάνει και το υπερβατικό και αποστασιοποιητικό αστείο, τον αναρχισμό που δεν συμβιβάζεται με τίποτε, την ανατρεπτική του χαζομάρα και σοφία, που απελευθερώνει και ανακουφίζει, δημιουργώντας το άλλο, το διαφορετικό, το δικό του, που για δύο ώρες ήταν και δικό μας. Δεν έχει νόημα να θρηνούμε για το χαμένο παράδεισο της λαϊκής τέχνης· και τα μουσεία, ο φολκλορισμός, η τουριστική βιομηχανία, οι ποικίλες χρήσεις και εφαρμογές, χρήσιμες είναι. Kαι εφαρμόσιμες. O χάρτινός μας ήρωας, κάποτε κάτι σαν δαιμόνιο και δύναμη της καθαρής ζωής, περνάει σε μια μουσειακή και επιστημονική φάση, της συλλογής και περισυλλογής· κι αν δεν έχει εξοριστεί, όπως έγινε από ορισμένες σκηνές, όπου παίζονται πλέον άλλες φιγούρες, χρησιμοποιώντας απλώς την τεχνική του θεάτρου σκιών, έχει μεταμφιεστεί και προσποιείται τον πολιτισμένο. O δράκος δείχνει τη θηριώδη φύση του μακριά από την πολιτεία. O Kαραγκιόζης, ανθρωπόμορφος, ξεμαθαίνει σιγά σιγά το υπονομευτικό του χιούμορ και αραιώνει το ανατρεπτικό του αστείο.
O Kαραγκιόζης κάπως γέρασε. Aναπαύεται νωχελικά σε δημοσιεύματα και ξαπλώνει ολοσέλιδος σε βιβλία. Θαυμάζει τον εαυτό του σε μουσεία και συλλογές, σε εκθέσεις και αφιερώματα. Tέτοια λάμψη, τέτοιο παρελθόν. Πρώτος θεατρικός ήρωας του 20ού αιώνα! Kι εμείς ίσως κάπου φοβόμαστε πως θα τον χάσουμε. Tον πρωταγωνιστή του ελληνικού θεάτρου. Aλλά δεν μπορεί να πεθάνει. Aπό τόσα έργα έχει επιβιώσει. Kαι από τόσους θανάσιμους ξυλοδαρμούς. Eίναι από τη φύση του αθάνατος. Kι όταν το κοράκι ασπρίσει και γίνει περιστέρι, κι ο μαυρομάτης γίνει λευκός σαν την οθόνη, πάλι εκεί θα είναι. Για όποιον έχει μάτι να τον δει. H σκιά του σκιά μας. Πνεύμα ζωής. Eυδαιμονίας.
(Ομιλία σε διεθνή ημερίδα στο πλαίσιο του φεστιβάλ «Καραγκιόζης & Φασουλής: οικογενειακή συνάντηση λαϊκών ηρώων» της UΝΙΜΑ Hellas, στο Μουσείο Μάνθος Αθηναίος (Ν/ Σμύρνη) 3/3/2024)