Η Λογοτεχνία και γενικότερα, η Τέχνη –από τη γένεσή τους– αναλαμβάνουν έναν σημαντικό παρεμβατικό ρόλο στη σύγχρονη κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, υιοθετώντας άλλοτε έναν συγκαταβατικό τόνο, κι άλλοτε έναν απολύτως κριτικό και ανατρεπτικό. Είναι οι ακούραστοι παρατηρητές που επιχειρούν να προσδώσουν τη δική τους, προσωπική πινελιά στο δαιδαλώδες παζλ των καίριων γεγονότων της εποχής τους.
Το δυτικό πρότυπο ζωής (θεμελιωμένο στην πρόσκτηση υλικών αγαθών και στα μεγαλειώδη επιτεύγματα της τεχνολογίας) έχει αλλοιώσει σημαντικά το τοπίο της ανθρώπινης διαβίωσης, που άλλοτε εμπνεόταν και υπάκουε στους θεμελιώδεις κανόνες της Φύσης. Σταδιακά, η ατομική συνείδηση προτάχθηκε της συλλογικής, παραμερίζοντας το κοινό καλό και την αρμονική συμβίωση μεταξύ των ανθρώπων.
Η σύγχρονη δυτική κοινωνία –συστηματικά– ομαδοποιεί τους πολίτες, επιβάλλοντας συγκεκριμένα πρότυπα κοινής συμπεριφοράς, στην προσπάθειά της να τους χειραγωγήσει. Είναι δε χαρακτηριστική η περίπτωση της πολιτικής της Χούντας των Συνταγματαρχών στη χώρα μας, η οποία υιοθέτησε την αδελφοκτονία, στρέφοντας τον στρατό εναντίον εξεγερμένων πολιτών· διασπείροντας έτσι τον τρόμο και την παθητικότητα σε όποιον τολμούσε να αντισταθεί στις αυταρχικές και απάνθρωπες τακτικές της.
Σε αυτή την κοινωνία της αδράνειας, της καταστολής ατομικής βούλησης παρατηρείται μία αυξανόμενη έλλειψη ευαισθησίας και αλληλεγγύης. Η πλειοψηφία των ατόμων δεν αναλογίζεται τον περιορισμένο κύκλο της ανθρώπινης ζωής και δρα με έναν τρόπο αυταρχικό και υπεροπτικό· αγνοεί τα ανθρώπινα δικαιώματα και κυρίως, αυτά της ζωής και της ευζωίας όλων των πλασμάτων, χωρίς να έχει ηθικούς φραγμούς, προκειμένου να εξυπηρετήσει ίδια συμφέροντα. Σε μια κοινωνία απόλυτου καπιταλισμού, συγκεντρωτισμού, κομφορμισμού και εγωκεντρισμού κυριαρχεί η απουσία συναδελφικότητας και ενσυναίσθησης για τα προβλήματα και τις οδύνες του άλλου. Ακόμη και ο θάνατος συναδέλφου, ομότεχνου ή φίλου είναι κάτι που διαταράσσει προσωρινά την καθημερινότητα, ανακινεί τα θολά νερά της ρουτίνας, μέχρις ότου, σύντομα, όλα να ξεχαστούν και να ξαναβρούν τον μονότονο ρυθμό τους.
Στην παρηκμασμένη πολιτισμικά εποχή, ελάχιστοι ευαισθητοποιούνται από τον ανθρώπινο πόνο, που απορρέει από την κοινωνική ανισότητα, τις φυλετικές διακρίσεις, την έμφυλη βία, τις εγωκεντρικές διαθέσεις φιλόδοξων ατόμων. Σε αυτή την αλλοιωμένη κοινωνική δομή εμφανίζεται έλλειψη ταυτότητας του ατόμου και τελικά, της ίδιας της ύπαρξης.
Ωστόσο, υπάρχουν ευτυχώς και άτομα με ευαισθησίες, με ενσυναίσθηση. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές στον χώρο της Λογοτεχνίας και γενικότερα, της Τέχνης – παραδοσιακών προασπιστών των ανθρωπιστικών ιδεωδών. Έστω κι αν οι εκπρόσωποί τους θεωρούνται για την εποχή τους ρομαντικοί, αφελείς ή και παλιομοδίτες. Άνθρωποι που παρατηρούν τα γεγονότα, στιγματίζονται από αυτά, εμμένουν στο παγερό άγγιγμά τους, αδυνατώντας να τα ξεπεράσουν. Άνθρωποι που προσκολλώνται στο παρελθόν και σε όλα τα στοιχεία που το πλαισιώνουν.
Αντικείμενα, ήχοι, μυρωδιές, παλιές κατοικίες που παραμένουν αγέρωχες –μολονότι τραυματισμένες από τον ισοπεδωτικό χρόνο–, φαντάσματα του παρελθόντος επανέρχονται πεισματικά και διεκδικούν εκ νέου τη θέση τους διαμέσου του ανθρώπινου δίαυλου, που θα τους οδηγήσει στο φως· σε έναν αγώνα εξουδετέρωσης του σκότους, της αφάνειας, της ανυπαρξίας.
Αυτή η μειοψηφία των ατόμων που δεν έχει αποποιηθεί την αληθινή της φύση, ανασυνθέτει με υπομονή το παζλ των αναμνήσεων, αναβιώνοντας έτσι το μακρινό παρελθόν· εκεί όπου οι ανθρώπινες σχέσεις είχαν αληθινή αξία και η ζωή κάθε πλάσματος είχε πρωταρχικό ρόλο· εκεί όπου το συλλογικό όφελος κυριαρχούσε του ατομικού και η ανθρώπινη συνδιαλλαγή χαρακτηριζόταν από ειλικρίνεια· εκεί όπου οι κοινωνικοί ρόλοι είχαν μια ουσιαστική σημασία και δεν ήταν τεχνητοί.
Αυτοί οι άνθρωποι (με πρωτεργάτες τους εκπροσώπους της Λογοτεχνίας και γενικά της Τέχνης), ξεχασμένοι από τον χρόνο, βυθισμένοι στο παρελθόν και στις ξεπερασμένες πλέον (σύμφωνα με την άποψη της σύγχρονης υλιστικής κοινωνίας), παλιές αξίες, με τη διαφοροποιημένη τακτική και ηθική τους, επιχειρούν να ταρακουνήσουν, να αφυπνίσουν τη συνείδηση των πολλών που οδεύουν προς την ασημαντότητα και στον μηδενισμό, μεταβαλλόμενοι σε παθητικές απρόσωπες μαριονέττες των ισχυρών. Ίσως, να είναι και η τελευταία ελπίδα μιας κοινωνίας παρηκμασμένης πολιτισμικά, που παραπαίει συνειδητά –κρυμμένη κάτω από το πέπλο της υποτιθέμενης πολιτισμικής ανόδου–, πριν οδηγηθεί σε ολοκληρωτικό τέλμα· στην απόλυτη καταστροφή, στη βαρβαρότητα, στην αναλγησία και στην παντελή έλλειψη ενσυναίσθησης. Μιας κοινωνίας εχθρικής απέναντι στον ίδιο τον άνθρωπο, όπου μόνον η ατομική ζωή και το ίδιο συμφέρον έχουν αξία, ενώ ο θάνατος συνανθρώπων και ζώων περνά σαν μια φευγαλέα κινηματογραφική σκηνή που χάνεται οριστικά από το πλάνο και οδηγείται στη λήθη.
Κατά καιρούς, παγκοσμίως, πολλοί συγγραφείς και καλλιτέχνες εξέφρασαν την απόγνωση και την οργή τους ενάντια σε ολοκληρωτικά καθεστώτα, που απομυζούσαν και καταδυνάστευαν τον λαό: «Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει» δήλωσε ο Έλληνας ποιητής Γιώργος Σεφέρης για τις πολιτικές αυθαιρεσίες της Χούντας των Συνταγματαρχών (28.03.1969).
Σε αυτόν τον αγώνα κατά της Δικτατορίας και με εμφανές αντιστασιακό τόνο συστρατεύτηκαν πολλά λογοτεχνικά περιοδικά με κείμενα σπουδαίων λογοτεχνών. Τέτοια έντυπα ήταν: το «Τραμ» και η «Διαγώνιος» στη Θεσσαλονίκη, η «Δοκιμασία» στα Ιωάννινα και η «Συνέχεια» και οι «Σημειώσεις» στην Αθήνα. Η ωμότητα αυτού του καθεστώτος της στρατιωτικής Δικτατορίας στην Ελλάδα (1967-1974)[1] αποδόθηκε από τους συγγραφείς διαμέσου είτε της πολιτικής αλληγορίας, είτε της άμεσης καταγραφής. Ο Γιώργος Χειμωνάς στα έργα του Γιατρός Ινεότης (1971)[2] και Ο Γάμος (1974), σε ένα βαρύ πολιτικό κλίμα, αναφέρεται εμμέσως στις αυθαίρετες στερήσεις της ελευθερίας. Ο Θανάσης Βαλτινός, στο διήγημά του με τίτλο Ο Γύψος (που περιελήφθη στο συλλογικό έργο με τίτλο Δεκαοχτώ Κείμενα, εκδ. «Κέδρος», Αθήνα 1970)[3], υιοθετεί την αλληγορία για να αποδώσει την ατμόσφαιρα τρομοκρατίας και λογοκρισίας που απέπνεε αυτό το καθεστώς.
Αλλά και μετά το τέλος της Χούντας, πολλοί συγγραφείς εξακολουθούν να αποτυπώνουν αυτή τη σαθρή δομή της κοινωνίας, διαμέσου της πολιτικής αλληγορίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το έργο Διηγήματα της δοκιμασίας (1978) του Χριστόφορου Μηλιώνη όπου εκεί κυριαρχεί μια αίσθηση ασφυξίας και πανικού.
Η οδυνηρή πραγματικότητα της επταετίας 1967-1974 περιγράφεται από τους συγγραφείς και διαμέσου της άμεσης καταγραφής των γεγονότων. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Κωστούλας Μητροπούλου με το μυθιστόρημά της Έγκλημα ή 450 ημέρες (1972), όπου αναφέρεται ευθέως στην τυραννική δομή των κυβερνήσεων των πραξικοπηματιών. Μάλιστα, πολλοί λογοτέχνες εκφράζουν και προσωπικές εμπειρίες από αυτό το καθεστώς, αφού οι ίδιοι υπήρξαν θύματα που βασανίστηκαν από αυτό. Ο Περικλής Κοροβέσης στο έργο του Ανθρωποφύλακες (1969) αναφέρεται στα βασανιστήρια που υπέστη ο ίδιος στις φυλακές της δικτατορίας.
Πολλοί καλλιτέχνες, μεταξύ αυτών και ο σπουδαίος συνθέτης Μίκης Θεοδωράκης –μέσα από το κελί του στον Ωροπό, με επαναστατικά τραγούδια– επιχειρούν να αφυπνίσουν τον λαό και να του υποδείξουν τον δρόμο προς την ελευθερία. Μάλιστα, τα μηνύματα του μουσικοσυνθέτη τυγχάνουν ευρείας απήχησης και στο εξωτερικό, συσπειρώνοντας προοδευτικές ομάδες συγγραφέων και καλλιτεχνών (Ντμίτρι Σοστακόβιτς, Άρθρουρ Μίλερ, Λώρενς Ολίβιε, Υβ Μοντάν).
Κατά τον 19ο αιώνα, στη Γαλλία, ο Emile Zola (1840-1902), συγγραφέας, ο πιο σημαντικός εκπρόσωπος της λογοτεχνικής σχολής του Νατουραλισμού και παράγοντας ανάπτυξης του θεατρικού Νατουραλισμού, διαμέσου των έργων του, επιχειρεί μια καυστική κριτική κατά των συντηρητικών και υποκριτικών ομάδων της εποχής του, που απορρίπτουν –για λόγους ηθικολογίας– τα άτομα του περιθωρίου (π.χ. Nana, 1880), ενώ παραμένουν απαθείς στις απάνθρωπες συνθήκες ζωής που βιώνει η πλειονότητα του γαλλικού πληθυσμού (π.χ. Germinal, 1885).
Τον 17ο αιώνα, ο Γάλλος συγγραφέας Molière [Jean-Baptiste Poquelin], με έναν τόνο σατιρικό και απολύτως καταγγελτικό, χαρίζει στο κοινό του το θεατρικό έργο Tartuffe, ou l’Imposteur (1664) [Ταρτούφος ή ο Απατεώνας] όπου βάλλει ευθέως κατά της θρησκοληψίας του αφελούς λαού και της υποκρισίας του ανώτατου κλήρου που εκμεταλλεύεται την αμάθειά του.
Στον καλλιτεχνικό χώρο, ο Ισπανός ζωγράφος Pablo Picasso, διαμέσου του κορυφαίου και γιγαντιαίου πίνακα Guernica (1937), καταγγέλλει τις εγκληματικές ενέργειες του Ισπανού δικτάτορα Franco κατά του λαού –κατά τον εμφύλιο ισπανικό πόλεμο–, καθώς επίσης και την ωμότητα του πολέμου.
Αλλά και στον αιώνα που διανύουμε, πόλεμοι και πανδημίες, ως απολύτως ολέθρια συμβάντα, δεν πέρασαν απαρατήρητα από τους καλλιτέχνες, οι οποίοι προέβησαν σε μία εικαστική αναπαράσταση τόσο των ίδιων των γεγονότων, όσο και των συνεπειών που αυτά προκάλεσαν. Σε κεντρικούς δρόμους των μεγαλουπόλεων σκιαγραφήθηκαν σκηνές της σκληρής πολυετούς πραγματικότητας, με λεπτομερείς περιγραφές.
Με τον τρόπο αυτό, η Λογοτεχνία και γενικότερα, η Τέχνη επιχειρούν να προβληματίσουν το κοινό και να το αφυπνίσουν από τον λήθαργο της αδράνειας και της έλλειψης ελευθερίας, παρεμβαίνοντας σε καίρια γεγονότα της εποχής. Προσπαθούν να ανατρέψουν αυτή τη σαθρή δομή της κοινωνίας, έτσι ώστε το άτομο να αποκτήσει εκ νέου το αληθινό του πρόσωπο, να ταυτιστεί με τη συλλογική συνείδηση και να επαναπροσδιορίσει τις αληθινές αξίες της ζωής.
[1] Οι συντελεστές αυτού του απολυταρχικού καθεστώτος αντιλήφθηκαν εγκαίρως τον κίνδυνο που διέτρεχε το καθεστώς τους από τις φιλελεύθερες φωνές του πνευματικού χώρου. Για τον λόγο αυτό, σε μία προσπάθεια φίμωσης και απόκρυψης της αλήθειας, από την πρώτη στιγμή έβαλε στο στόχαστρο τους εκπροσώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών, διαμέσου της λογοκρισίας, της απαγόρευσης βιβλίων και έργων, αλλά και συλλήψεων και βασανιστηρίων.
[2] Το έργο αυτό του Γ. Χειμωνά (που διατηρεί ένα καθαρά αντιδικτατορικό πνεύμα) περιλαμβάνεται στο συλλογικό βιβλίο δεκαοκτώ αξιόλογων λογοτεχνών με τίτλο Δεκαοχτώ Κείμενα, εκδ. «Κέδρος», Αθήνα 1970.
[3] Την επιμελώς διασφαλισμένη από τους δικτάτορες σιωπή και την προσπάθεια διατήρησης απόλυτου ελέγχου επιχειρούν με τόλμη να διαταράξουν σημαντικοί λογοτέχνες της εποχής, που ασφυκτιούν με αυτό το κλίμα καταστολής, χαρίζοντας στο προοδευτικό κοινό τους το 1970 ένα συλλογικό έργο 18 κειμένων με ανατρεπτικό χαρακτήρα. Σε αυτό το έργο συνέβαλλαν οι Γ. Σεφέρης, Μ. Αναγνωστάκης, Ν. Αναγνωστάκη, Αλ. Αργυρίου, Θ. Βαλτινός, Λ. Κασδαγλή, Ν. Κασδαγλής, Αλ. Κοτζιάς, Τ. Κουφόπουλος, Μ. Κουμανταρέας, Δ. Ν. Μαρωνίτης, Σπ. Πλασκοβίτης, Ρ. Ρούφος, Τ. Σινόπουλος, Κ. Τσιτσέλη, Στρ. Τσίρκας, Θ. Δ. Φραγκόπουλος, Γ. Χειμωνάς. Οι ίδιοι οι συγγραφείς αναφέρουν στον πρόλογο του βιβλίου: «Επιχειρούμε να επαναλάβουμε, με τον εκφραστικό μας τρόπο ο καθένας, την πίστη μας σε κάποιες θεμελιακές αξίες, με πρώτη ανάμεσά τους το δικαίωμα της ελεύθερης πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας, που δεν θα παύσουμε να διεκδικούμε και που συνδέεται αναπόσπαστα με το σεβασμό της γνώμης και της αξιοπρέπειας όλων ανεξαίρετα δημιουργών, αλλά και κάθε ανθρώπου» (βλ. σχετικά Πρόλογο του έργου Δεκαοχτώ Κείμενα, εκδ. «Κέδρος», Αθήνα 1970).