You are currently viewing Βαλεντίνη Καμπατζά: Μίσος   
Men who endure loneliness. Fail at work. A person who has trouble. Think alone. No solution found. Think about your problem. No one helps.

Βαλεντίνη Καμπατζά: Μίσος  

Μεσημέριαζε και το μικρό αγόρι δεν είχε διάθεση να επιστρέψει στο σπίτι. Περιπλανιόταν στα στενά σοκάκια και διαρκώς απομακρυνόταν από τη γειτονιά. Βγήκε στο χωματόδρομο, που ανηφόριζε προς τα βόρεια προάστια χαραγμένος παράλληλα με τη ροή του ποταμού. Πλησίασε και στάθηκε στην κορυφή της όχθης. Κοίταξε κάτω. Ο Κηφισός, ένα αδιαμόρφωτο ρυάκι εκείνη την εποχή, αργοκυλούσε νωχελικά το λιγοστό νερό του ανάμεσα σε βράχους και κλαριά. Από την απέναντι όχθη, κατηφόριζε προς τον Πειραιά ένας δεύτερος χωμάτινος δρόμος, παράλληλος με τον πρώτο, που συντρόφευε τον ποταμό κατά τη μακρά διαδρομή του προς τη θάλασσα. Εκείνη την ώρα, δεν φαινόταν πουθενά η παρουσία κάποιου ανθρώπου ή οχήματος. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Μια ησυχία παγερή, ανατριχιαστική. Ένιωσε σαν να βρισκόταν σε μια πόλη ακατοίκητη, εγκαταλελειμμένη· μια πόλη δίχως ζωή, νεκρή.

Ακολουθώντας το μονοπάτι, που μόλις ξεχώριζε ανάμεσα στις πέτρες και τους φουντωτούς θάμνους, άρχισε απρόθυμα να σκαρφαλώνει στο ανάχωμα που ορθωνόταν πάνω από το δρόμο. Πλησιάζοντας προς την κορυφή, στάθηκε για να πάρει ανάσα. Γύρισε και κοίταξε κάτω. Το ποτάμι, πλαισιωμένο από τους δύο χωματόδρομους, διέσχιζε μία μεγάλη περιοχή με εκτάσεις ακάλυπτες και ύστερα, αρκετά πιο κάτω, περνούσε μπροστά από παράγκες και χαμηλά σπιτάκια, για να χαθεί απότομα σε μια στροφή, πίσω από πυκνά ψηλότερα κτίρια και συστάδες δέντρων.

Σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε πέρα, προς το βάθος του ορίζοντα. Από το σημείο όπου βρισκόταν, η Αθήνα φαινόταν τόσο διαφορετική… Έμοιαζε γαλήνια, ειρηνική – ελεύθερη. Από εκεί ψηλά, εκείνη τη στιγμή, ο μικρός Πέτρος ένιωσε κι εκείνος ελεύθερος!

Χαμήλωσε το κεφάλι και γύρισε, για να συνεχίσει την ανάβαση προς την κορυφή. Πρόσεξε έναν πλατύ βράχο, που κρεμόταν πάνω από το γκρεμό. Πλησίασε και κάθισε στην άκρη του, με τα πόδια κρεμασμένα στο κενό. Το μυαλό του είχε κιόλας αρχίσει να ταξιδεύει πίσω στο χρόνο. Όχι στο πολύ μακρινό παρελθόν· μόλις λίγους μήνες πριν. Τότε, που ο ίδιος και ο αδελφός του ζούσαν μια ζωή, όχι φυσικά απαλλαγμένη από το φόβο και τις στερήσεις, αλλά γεμάτη από την αγάπη και τη στοργή των γονιών τους. Τότε, που ονειρεύονταν μια ζωή απαλλαγμένη από την απειλητική παρουσία των κατακτητών και ένα καλύτερο μέλλον. Ένα μέλλον, που δυστυχώς λίγο αργότερα θα αποδεικνυόταν για όλους τους ιδιαίτερα δυσοίωνο και σκληρό, όταν –απροσδόκητα και με διαφορά λίγων μηνών– τα παιδιά θα έχαναν και τους δύο γονείς τους και θα έμεναν μόνα.

Πρώτα έχασαν τον πατέρα τους. Σκοτώθηκε από τους Γερμανούς, λίγο καιρό μετά την εδραίωση της τυραννικής παρουσίας τους στην Αθήνα. Πέθανε ακαριαία, όταν δέχτηκε κατάστηθα μία ριπή πολυβόλου, την ώρα που έστριβε στη γωνία του δρόμου όπου βρισκόταν το σπίτι τους. Οι σφαίρες που τον είχαν βρει δεν προορίζονταν για εκείνον. Προέρχονταν από μία γερμανική περίπολο που καταδίωκε έναν πατριώτη – κάτι που συνέβαινε συχνά εκείνη την εποχή. Ο πατέρας τους είχε την ατυχία να βρεθεί τη λάθος στιγμή στο σημείο όπου οι διώκτες είχαν παγιδεύσει τον διωκόμενο. Οι δύο άνδρες σωριάστηκαν ταυτόχρονα νεκροί, ο ένας δίπλα στον άλλον, λίγα μόλις μέτρα μακριά από την πόρτα της μικρής αυλής.

Και αμέσως μετά –θες από τον καημό της, θες από τις κακουχίες– αρρώστησε βαριά και μέσα σε λίγο καιρό έσβησε και η μητέρα τους. Κι έτσι, έμειναν οι δυο τους· εκείνος με τον αδελφό του το Μιχάλη. Ο Μιχάλης ήταν έξι χρόνια μεγαλύτερος – κόντευε τα δεκαέξι. Είχαν και μία μικρότερη αδελφή –τη Φωτούλα– αλλά ο ίδιος δεν είχε πολλές αναμνήσεις από αυτή, αφού είχε πεθάνει μωρό. Άλλον κοντινό συγγενή δεν είχαν, εκτός από μία θεία – πρώτη εξαδέλφη του πατέρα τους. Η θεία τους ήταν χήρα, αλλά δεν είχε αποκτήσει δικά της παιδιά. Όταν έχασαν τους γονείς τους, τους λυπήθηκε και τους πήρε να ζήσουν μαζί της.

Όσο όμως και αν ήθελε κι εκείνη να συμπαρασταθεί στα δύο ορφανά, το μόνο που μπορούσε να τους προσφέρει απλόχερα ήταν η αγάπη της και η σπιτική θαλπωρή, αφού και η ίδια –όπως σχεδόν όλοι όσοι ζούσαν τότε στην υπό γερμανική κατοχή Αθήνα– υπέφερε από την έλλειψη βασικών αγαθών διατροφής. Η καθημερινότητα πλέον αποτελούσε για τους περισσότερους έναν αδιάκοπο αγώνα επιβίωσης. Οι κατακτητές ήταν αδίστακτοι, χωρίς κανένα έλεος για τους ανθρώπους κάθε ηλικίας που υπέφεραν από ασιτία· ανθρώπους σκελετωμένους, εξαθλιωμένους, που καθημερινά έβλεπες να περιφέρονται στους δρόμους –σαν ζωντανά φαντάσματα– ή να σκαλίζουν απελπισμένα τα σκουπίδια, μήπως ανακαλύψουν υπολείμματα τροφής· ανθρώπους, που ξαφνικά κατέρρεαν και έσβηναν αβοήθητοι στα πεζοδρόμια.  Και –σε απόλυτη απαξίωση της ανθρώπινης ζωής– τα άψυχα κορμιά τους αφήνονταν εκτεθειμένα εκεί, μέχρι το επόμενο πρωί, που θα έβγαιναν τα κάρα, για να στοιβαχτούν το ένα επάνω στο άλλο και να απομακρυνθούν, ώστε να πάψουν να αποτελούν μάρτυρες της φρικτής πραγματικότητας.

Ο αδελφός του ο Μιχάλης έτρεχε όλη μέρα, για να εξασφαλίσει τροφή. Άλλες φορές τα κατάφερνε, άλλες όχι. Συχνά έπρεπε να περπατήσει ώρες ολόκληρες, για να φτάσει στα περιβόλια που βρίσκονταν έξω από την πόλη και να βρει κάποιο χορταρικό. Όταν δεν έβρισκε τίποτα, χρειαζόταν να δώσει πραγματική μάχη με τα άλλα εξίσου πεινασμένα και απελπισμένα παιδιά· για να προλάβει ν’ αρπάξει μερικές σάπιες πατάτες ή φλούδες που πετούσαν οι Γερμανοί στους κάδους έξω από τα μαγειρεία τους.

Αναστέναξε. Το βλέμμα του στάθηκε στα χαμηλά σπιτάκια που βρίσκονταν απέναντι, κοντά στους λόφους. Θυμήθηκε ότι πέρυσι, τέτοιον καιρό, σε κάτι λόφους σαν κι αυτούς ανέβαινε κι εκείνος με τους φίλους του, για να πετάξουν χαρταετό. Κι ύστερα κατηφόριζαν όλοι μαζί με τραγούδια και χαρούμενες φωνές, συχνά παραβγαίνοντας στο τρέξιμο μέχρι το σπίτι. Κι εκεί τους περίμενε στην πόρτα η μητέρα τους, με μια ζεστή αγκαλιά και το τραπέζι στρωμένο με το φτωχικό τους φαγητό.

Και ξαφνικά, μέσα σε λίγους μόλις μήνες, όλα αυτά έμοιαζαν τόσο ξένα, τόσο μακρινά… Η ζωή, όπως την είχε γνωρίσει μέχρι τότε, είχε χαθεί οριστικά· και μαζί της είχαν χαθεί και οι αγαπημένοι του γονείς, όπως και οι περισσότεροι από τους παιδικούς του φίλους – άλλοι από φυματίωση, άλλοι από πείνα, άλλοι από πυρά των Γερμανών.

Αλλά πλέον, ούτε και ο ίδιος θύμιζε σε τίποτε εκείνο το χαμογελαστό, ευτυχισμένο αγόρι, που μεγάλωνε ανέμελα με την αγάπη των οικείων του. Τώρα όλα ήταν τόσο διαφορετικά… Η γειτονιά του, η πόλη του έμοιαζαν ξένες. Όχι· τίποτε πια δεν θα μπορούσε να είναι ποτέ το ίδιο, όπως παλιά. Στους δρόμους δεν θα συναντούσε πια ξανά χαρούμενα πρόσωπα, τα μπαλκόνια των σπιτιών δεν θα τα έβλεπε στολισμένα με λουλούδια και χρώματα… Όχι, αυτή η πόλη που τώρα απλωνόταν μίζερη και εχθρική μπροστά του δεν μπορούσε να είναι η Αθήνα που είχε τόσο αγαπήσει… Η πόλη, που σε κάθε γωνιά της αντηχούσαν χαρούμενες παιδικές φωνές και τραγούδια, η πόλη με το αγιόκλημα και τα γιασεμιά. Αυτή η πόλη που τώρα απλωνόταν κάτω από τα πόδια του, έμοιαζε να ασφυκτιά τυλιγμένη μέσα σ’ ένα δηλητηριώδες νέφος· και ήδη ανέδυε μία απαίσια οσμή θανάτου!

Στ’ αυτιά του τώρα δυνάμωνε εκείνος ο γνώριμος, εφιαλτικός ήχος. Ο ήχος που προκαλούσαν τα ρυθμικά βήματα των γερμανών στρατιωτών όταν εμφανίζονταν στο δρόμο και περνώντας με τον αέρα του κατακτητή, χτυπούσαν τις βαριές τους μπότες πάνω στις πλάκες. Απειλητικά, με όλη τους τη δύναμη· σαν να ήθελαν να τις συνθλίψουν. Και μαζί τους, σαν να ήθελαν να συνθλίψουν όποιον βρισκόταν μπροστά τους – κι αυτόν τον ίδιο!..

Ο απότομος θόρυβος που προκλήθηκε από την εξάτμιση της στρατιωτικής μηχανής που εμφανίστηκε ξαφνικά ψηλά στον χωματόδρομο, δίπλα στην όχθη του Κηφισού, ήχησε στ’ αυτιά του σαν ριπή πολυβόλου. Έμοιαζε με τη ριπή που είχε σκοτώσει τον πατέρα του… Έσφιξε τα δόντια. Δεν ήθελε να κλάψει, όμως από τα μάτια του άρχισαν να κυλούν ποτάμι τα δάκρυα. Ασυναίσθητα το χέρι του έπιασε μια πέτρα που βρισκόταν δίπλα του. Έκλεισε την παλάμη του και άρχισε να τη σφίγγει με όλη του τη δύναμη. Το βλέμμα του θόλωσε – έγινε κατακόκκινο. Κοίταξε τη μηχανή που πλησίαζε από κάτω και τότε πρόσεξε το πολυβόλο που κρεμόταν περασμένο στον ώμο του γερμανού στρατιώτη. Ήταν ένας από αυτούς… Μπορεί να ήταν και ο ίδιος που είχε σκοτώσει τον πατέρα του, σκέφτηκε.

Και με τη σκέψη αυτή, το αγόρι τινάχτηκε επάνω αυτόματα, σαν ελατήριο. Πνιγμένο στα δάκρυα και χωρίς να σημαδέψει, με μια απότομη κίνηση εκσφενδόνισε την πέτρα που κρατούσε προς τη μεριά του μοτοσικλετιστή, διοχετεύοντας μαζί της όλο το συσσωρευμένο μίσος για ό, τι αυτός εκπροσωπούσε για το ίδιο κατά τη δεδομένη χρονική στιγμή.

Η πέτρα βρήκε τον οδηγό στο κεφάλι και τον αιφνιδίασε. Ξαφνιασμένος και ζαλισμένος ίσως από το χτύπημα, έστριψε απότομα το τιμόνι προς τα αριστερά, χάνοντας τον έλεγχο της μηχανής. Η μηχανή ξέφυγε από το δρόμο, κατρακύλησε και κατέπεσε από μεγάλο ύψος στην κοίτη του ποταμού, καταπλακώνοντας τον οδηγό της και προκαλώντας έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Παγιδευμένος στα συντρίμμια και μέσα στο σύννεφο σκόνης που είχε δημιουργηθεί, ο οδηγός δεν φαινόταν να σαλεύει καθόλου. Κι ύστερα, τίποτα. Ησυχία· μια παγερή ησυχία.

Ο φοβερός ήχος που προκάλεσε κατά τη συντριβή της η μοτοσικλέτα επανέφερε το παιδί απότομα στην πραγματικότητα. Τρομαγμένο και το ίδιο από το κακό που είχε προκαλέσει μέσα σε μια στιγμή με τη συγκεκριμένη παρορμητική πράξη του, άρχισε να κατηφορίζει τρέχοντας σαν τρελό το στενό μονοπάτι. Σε ελάχιστο χρόνο κατέβηκε στο δρόμο και πριν το αντιληφθεί κανείς, γλίστρησε και χάθηκε μέσα στο πρώτο στενό που συνάντησε μπροστά του. Λαχανιασμένο έφτασε στη γειτονιά του και έτρεξε να κλειστεί στο σπίτι. Όμως δεν τόλμησε να πει κουβέντα για ό τι είχε γίνει, ούτε στη θεία ούτε στον αδελφό του.

Το επόμενο πρωί που ξύπνησε, δεν είδε τον Μιχάλη. Υπέθεσε πως θα είχε βγει –όπως συνήθιζε– από νωρίς, για να ψάξει για τροφή. Δεν τους είχαν μείνει πια παρά μερικές λαχανίδες και η θεία του είχε ήδη βάλει το νερό να βράζει, για να τις μαγειρέψει.

Έφτασε μεσημέρι και ο Μιχάλης δεν είχε επιστρέψει. Δεν ανησύχησαν· σκέφτηκαν πως δεν θα είχε καταφέρει να βρει τίποτε μέσα στην πόλη και πως θα είχε τραβήξει για τις εξοχές.

Ξαφνικά, αντιλήφθηκαν από μακριά να γίνεται μια ασυνήθιστη φασαρία, που γρήγορα προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση και στη δική τους γειτονιά. Βαριά φορτηγά ακούστηκαν να πλησιάζουν με ταχύτητα και να σταματούν απότομα στην κοντινή πλατεία. Κι ύστερα, δεκάδες στρατιώτες άρχισαν να κατεβαίνουν βιαστικά και να ξεχύνονται με ποδοβολητά στους γύρω δρόμους. Άγριες φωνές, χτυπήματα, πόρτες που άνοιγαν βίαια –μαζί με κλάματα και απελπισμένες ικεσίες γυναικών– αντηχούσαν ολόγυρα. Και μετά, ένας δυνατός και γρήγορος βηματισμός από μπότες στρατιωτών που έτρεχαν στον κεντρικό δρόμο, μαζί με αυστηρές εντολές και βρισιές στα γερμανικά, ήρθαν για να ολοκληρώσουν την ατμόσφαιρα τρόμου και πανικού που είχε δημιουργηθεί κατά τα τελευταία λεπτά. Κι έπειτα, το ίδιο ξαφνικά όπως είχαν εμφανιστεί, τα φορτηγά άρχισαν και πάλι να ξεκινούν και να απομακρύνονται, προκαλώντας δαιμονισμένο θόρυβο. Μέχρι που, κάποια στιγμή, έπαψαν να ακούγονται. Και τότε απέμεινε μονάχα ένας γενικευμένος θρήνος – ένα κοινό μοιρολόι, που βγαίνοντας από τα στόματα όλων των γυναικών και δυναμώνοντας διαρκώς, αντηχούσε παντού, σε κάθε γωνιά της γειτονιάς.

Μόλις άκουσε τα φορτηγά να ξεμακραίνουν, η θεία του, που όλη αυτή την ώρα προσπαθούσε να καταλάβει τι γινόταν κρυφοκοιτάζοντας μέσα από μια σπασμένη γρίλια, σηκώθηκε. Έτρεξε στην εξώπορτα και μισανοίγοντάς την επιφυλακτικά κοίταξε έξω, προσπαθώντας να καταλάβει τι συνέβαινε. Δεν είδε κάποια κίνηση. Αποφάσισε να βγει στο δρόμο. Φεύγοντας, πρόσταξε το αγόρι να παραμείνει μέσα μέχρι να βεβαιωθεί ότι ήταν ασφαλείς, και γλίστρησε έξω γεμάτη αγωνία. Όμως το αγόρι, μόλις βεβαιώθηκε ότι η θεία του δεν το έβλεπε, έτρεξε στην αυλή και στάθηκε πίσω από τη σιδερένια πόρτα. Κρυφοκοίταξε μέσα από μια χαραμάδα. Τόσο στο δρόμο, όσο και στις αυλές ή μπροστά από τις πόρτες των σπιτιών που έχασκαν ορθάνοιχτες, παντού έβλεπε γυναίκες· μόνο γυναίκες. Μόνες ή με μωρά παιδιά στην αγκαλιά και άλλα μεγαλύτερα πιασμένα από τα φουστάνια τους, όλοι μαζί να κλαίνε και να χτυπιούνται.

Η θεία του –τρελή από αγωνία– έτρεξε προς το σπίτι της γειτόνισσάς τους, της κυρά-Ρήνης, που την είδε να είναι πεσμένη κάτω, έξω από την αυλόπορτά της και να θρηνεί γοερά. Ο Πέτρος, που παρακολουθούσε από μακριά, είδε τη θεία του να σκύβει, να την αγκαλιάζει. Αλλά δεν μπορούσε να ακούσει τη συνομιλία τους. Βγήκε στο δρόμο και άρχισε να κάνει μερικά βήματα προς το μέρος τους.

Ενώ πλησίαζε, ξαφνικά είδε τη θεία του να πετάγεται επάνω τσιρίζοντας και αμέσως μετά να κλαίει γοερά. Από τις μισές κουβέντες της άλλης γυναίκας που μπορούσε τώρα ν’ ακούσει, δεν άργησε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Είχαν στήσει, έλεγε, χθες ενέδρα οι αντιστασιακοί σε έναν γερμανό στρατιώτη που περνούσε με τη μηχανή από τον δρόμο δίπλα στον Κηφισό και το βράδυ τον βρήκαν οι δικοί του μέσα στο ποτάμι νεκρό. Έτσι οι Γερμανοί, σε αντίποινα και προς παραδειγματισμό, ήρθαν κοντά στη γειτονιά τους και μάζεψαν μέσα από σπίτια, καφενεία, αλλά και από κάθε δρόμο γύρω από το σημείο του συμβάντος όποιον άντρα ηλικίας από δεκαπέντε χρονών και πάνω έβρισκαν μπροστά τους. Δεν είχαν αφήσει κανέναν! Τους είχαν φορτώσει όλους στα φορτηγά και τους πήγαιναν στον τόπο του συμβάντος για να τους εκτελέσουν. Συνεχίζοντας, η γυναίκα είπε ότι μερικά στενά πιο κάτω είχαν βρει και είχαν πιάσει και τον γιο της, τον Παναγιώτη, την ώρα που επέστρεφε μαζί με το Μιχάλη. Το δικό τους Μιχάλη – τον αδελφό του!

Η θεία του, μόλις αντιλήφθηκε τον Πέτρο να στέκεται κάτωχρος στο δρόμο, έτρεξε προς το μέρος του, τον άρπαξε και τον έσφιξε στην αγκαλιά της, χωρίς να πάψει να θρηνεί απαρηγόρητα. Εκείνος δεν αντέδρασε· έμοιαζε παγωμένος. Κάποια στιγμή προσπάθησε να ψελλίσει κάτι, όμως η φωνή του δεν έβγαινε. Ένιωθε σαν να του είχαν περασμένο στο λαιμό έναν βραχνά και του τον έσφιγγαν τόσο δυνατά, που δεν μπορούσε ούτε να ανασάνει. Μόνο στα μάτια του –εκείνα τα σβηστά, ορθάνοιχτα μάτια– αντιφέγγιζε η συντριβή. Και πίσω της, διακρινόταν ο τρόμος· ο τρόμος που ένιωσε όταν συνειδητοποίησε ότι ήταν αυτός ο ίδιος που είχε συντελέσει –με την αυθόρμητη πράξη του– στην τραγική απώλεια του μοναδικού προστάτη του, του αγαπημένου του αδελφού!

Και εκείνη ακριβώς τη στιγμή, αυτή η εφιαλτική επαφή του με την οδυνηρή πραγματικότητα εκδηλώθηκε μέσα από μια δυνατή, αλλόκοτη κραυγή, που βγήκε ξαφνικά από μέσα του και αντήχησε σε κάθε γωνιά της φτωχικής γειτονιάς· και ήταν τόσο ανατριχιαστική, που έμοιαζε με το τελευταίο, πονεμένο ουρλιαχτό ενός θανάσιμα πληγωμένου ζώου.

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.