Γλωσσολογία και λογοτεχνική κριτική
Mε τη χορηγία της Βουλής των Ελλήνων οι ερευνητές του Κέντρου Βυζαντινών και Νεοελληνικών Μελετών της Γρανάδας παρουσιάζουν στη σειρά δημοσιευμάτων του Κέντρου έναν τόμο με 36 μελέτες του γνωστού γλωσσολόγου Χριστόφορου Χαραλαμπάκη, οι οποίες αφορούν τη νεοελληνική λογοτεχνία.
Δεν είναι η πρώτη φορά που το Κέντρο αυτό της όμορφης Γρανάδας στην Ιβηρική Χερσόνησο συμβάλλει ενεργά στον επιστημονικό χώρο και τον πνευματικό βίο της χώρας, καλύπτοντας θέματα από το Βυζάντιο έως τη σύγχρονη Ελλάδα και την Κύπρο. Έτσι π. χ. δημοσίευσαν το 2015 ηλεκτρονικά ένα συγκεντρωτικό τόμο με δικά μου μελετήματα για τον Καραγκιόζη σε διάφορες γλώσσες (Β. Πούχνερ, Μελέτες για το θέατρο σκιών στη Μεσόγειο και τα Βαλκάνια, επιμ. Μ. Μορφακίδης, Π. Παπαδοπούλου, Granada, Centro de Estudios Bizantinos, Neogriegos y Chipriotas 2015 [Βιβλιοθήκη του Ελληνικού Θεάτρου Σκιών 2], σελ. 652) και το 2016 τα πρακτικά ενός διεθνούς συνεδρίου στην Αθήνα με θέμα το Θεατρο Σκιών (Μ. Μορφακίδης, Π. Παπαδοπούλου, Eλληνικό Θέατρο Σκιών, Άυλη πολιτιστική κληρονομιά (προς τιμήν του Βάλτερ Πούχνερ), Γρανάδα 2016, σελ. 861).
Αυτή τη φορά συγκεντρώνονται μελετήματα από την ερευνητική δράση σχεδόν μισού αιώνα του συντάκτη του εμβληματικού Χρηστικού Λεξικού της Νεοελληνικής Γλώσσας της Ακαδημίας Αθηνών (2014), Χριστόφορου Χαραλαμπάκη, το οποίο είχε εντυπωσιακά θετική, ακόμα και θριαμβευτική απήχηση διεθνώς, και τώρα μας αποκαλύπτεται ένας άλλος Χαραλαμπάκης, ο οποίος κινείται με ευαισθησία και διεισδυτικότητα, θα έλεγα ως επιστήμονας-ποιητής, στα όρια εκείνα, όπου η γλωσσολογία αγγίζει πλέον την λογοτεχνική κριτική.
Η επιστήμη της γλώσσας, τόσο η γενική και θεωρητική γλωσσολογία όσο και η ιστορική και συγκριτική, συνήθως δεν έχει ως επίκεντρο των πολλών ενδιαφερόντων της την αισθητική ανάλυση και αποτίμηση λογοτεχνημάτων, αν και μερικές φορές ασχολείται και με θέματα υφολογίας, λεξιλογίου, συντακτικού, τεχνοτροπιών κτλ. Ως επιστήμη είναι φειδωλή στην διατύπωση αισθητικών κρίσεων και συνήθως ουδέτερη ως προς την αξιολόγηση επιδόσεων. Με αυτό το σκεπτικό ο άνα/ανά χείρας τόμος, ο οποίος μπορεί να εκληφθεί και ως συγγραφικό πόνημα από την αντίθετη πλευρά, της λογοτεχνικής κριτικής με τα εργαλεία της επιστημονικής γλωσσολογίας, παρουσιάζει όλως ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Παίρνω αφορμή από την εμπνευσμένη laudatio της Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού, Η ‘εφαρμοσμένη’ διαλεκτική επιστήμης και ‘ποίησης’ στο έργου του Χριστόφορου Χαραλαμπάκη, που εκφωνήθηκε σε επιστημονική ημερίδα προς τιμήν του, την οποία διοργάνωσε ο Σύνδεσμος Φιλολόγων Λευκάδας στις 4 Νοεμβρίου 2023, δημοσιεύτηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2024 στο Διάστιχο (https://diastixo.gr/epikaira/apopseis/21873-efarmosmeni-dialektiki-epistimis-poiisis-haralampaki 5 Φεβρ. 2024) και εστιάζει ακριβώς σε αυτή τη διάσταση, η οποία επισκιάζεται συνήθως από το τεράστιο λεξικογραφικό του έργο, αλλά και από αυτό της συστηματικής διερεύνησης των ελληνικών διαλέκτων, ιδιωμάτων και ντοπιολαλιών (βέβαια, από μια άποψη, και η ιδιόλεκτος ενός ποιητή ή πεζογράφου, εφόσον έχει αναγνώσεις και υφίσταται δημιουργικές αφομοιώσεις από άλλους, μπορεί να γίνει «ντοπιολαλιά» σε έναν ορισμένο κύκλο καλλιτεχνών). Η δική μου συνεισφορά στην παρουσίαση του επιστήμονα-ποιητή Χαραλαμπάκη εστιάζει κάπως λεπτομερέστερα στον συγκεκριμένο τόμο, που επιμελήθηκαν οι αγαπημένοι συνάδελφοι νεοελληνιστές στην Ισπανία.
Με τον Χριστόφορο με συνδέουν και προσωπικά βιώματα, όχι μόνο λόγω της συνύπαρξής μας σε κάμποσα συνέδρια φιλολογικά και λαογραφικά στο εξωτερικό και στην Ελλάδα, καθώς και στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης, τη στεγασμένη σε μια παλιά Τεχνική Σχολή στα Περιβόλια Ρεθύμνου, όπου μοιραστήκαμε, τη δεκαετία του 1980 και για κάμποσα χρόνια, και το ίδιο μικρό γραφείο και βλεπόμασταν καθημερινά.
Προσηνής, εργατικός, σεμνός, φιλοσοφημένος και με χιούμορ, με τα πολλαπλά ενδιαφέροντά του σκόρπισε τις ανακοινώσεις και τα μελετήματά του σε πολλά επιστημονικά και επιμορφωτικά περιοδικά αλλά και στον Τύπο. Αυτά εκδόθηκαν και σε συγκεντρωτικούς τόμους: Νεοελληνικός λόγος (1992, 1999, 2012), Γλωσσαλγήµατα (1997), Κρητολογικά μελετήματα. Γλώσσα – Λογοτεχνία – Πολιτισμός (2001, που παρουσίασα και στο εξωτερικό Südost-Forschungen 63/64, 2004/2005, 663-664), Γλωσσική και λογοτεχνική κριτική (1998). Βλ. επίσης Γλώσσα και εκπαίδευση (1994), Το γλωσσικό ζήτηµα (2019) κτλ.
Το βιβλίο, μετά από σύντομο πρόλογο, όπου επισημαίνεται, κάπως αυτοβιογραφικά, η άμεση σχέση του με τον προφορικό πολιτισμό της ορεινής Κρήτης καθώς και το γεγονός ότι το 1983 στράφηκε για πρώτη φορά από τις λεξικογραφικές και διαλεκτολογικές του μελέτες προς τη μελέτη της γλώσσας και το ύφος νεοελλήνων λογοτεχνών (μάλιστα με την ευκαιρία των 100 χρόνων από τη γέννηση του Καζαντζάκη), χωρίζεται σε δύο μέρη: Α. Ποίηση και διάλεκτος, με δύο μεγάλες μελέτες “Ο ρόλος της διαλέκτου στη σύγχρονη κυπριακή ποίηση” (1998) και “Η δίγλωσσία και η πολυγλωσσία στην ποίηση” (2002), αναλύοντας συγκεκριμένα τις περιπτώσεις του Δ. Κακαβελάκη και του Β. Ιντζίδη, και καταλήγοντας σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα.
Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου καλύπτεται από το δεύτερο μέρος: Β. Από τη θεωρία στην πράξη: ερμηνευτικές δοκιμές, όπου τα υπόλοιπα 34 μελετήματα θα μπορούσαν να χωριστούν σε παλαιότερους λογοτέχνες και (σχεδόν) σύγχρονους· η αλληλουχία των κεφαλαίων δεν ακολουθεί τη χρονολογική σειρά δημοσίευσης (την οποία σημειώνουμε σε παρένθεση). Ξεκινά χρονολογικά με τον “εθνικό ποιητή” της Κύπρου του 19ου αιώνα Βασίλη Μιχαηλίδη (“Η γλώσσα και το ύφος του Βασίλη Μιχαηλίδη”, 2017), όπου δίνεται έμφαση στην ποιητική του ιδιόλεκτο (νεολογισμούς, υφολογικά μέσα)· κάθε κεφάλαιο τελειώνει και με ενδεικτική βιβλιογραφία. Συνεχίζει με τον Παπαδιαμάντη (“Η γλώσσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και η σημερινή γλωσσική πραγματικότητα”, 2001), όπου κριτικάρονται οι προσπάθειες μεταγλώττισης των έργων του στη δημοτική, ένα βάναυσο εγχείρημα που αφαιρεί κάθε νοστιμιά από την πεζογραφία του· αναλύεται και το παλιότερο λεξιλόγιό του με τις ερμηνευτικές δυσκολίες που παρουσιάζει. Ακολουθεί ο Παλαμάς: “Η νεολογική δεινότητα του Κωστή Παλαμά” (2006, 2009), ειδικά για τους νεολογισμούς ως εκφραστικό και υφολογικό μέσο και την περιπαικτική πολυσημία τους. Συνεχίζει με τον Δροσίνη (“Παρατηρήσεις στη γλώσσα του Γεωργίου Δροσίνη”, 2001), ύστερα με τέσσερα μελετήματα για τον Καζαντζάκη και την ιδιότυπη γλώσσα του (“Κ., ο επιφωνηματικός” 2001, “Ο Κ. και η φιλοσοφία της γλώσσας” 2005, “Η γλώσσα και το ύφος του Συμποσίου του Ν. Κ.” 2009, “Το γλωσσικό ύφος του Κ.” 2007), και με τον Κωνστ. Τσάτσο (κυρίως την ποίησή του, 2009).
Στο θεματικό πλαίσιο της παλιότερης λογοτεχνίας συγκαταλέγεται και μια ομιλία-μάθημα στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου “Η γλώσσα του Γιώργου Σεφέρη και του Οδυσσέα Ελύτη” (2012, δημοσιεύτηκε και στα Θέματα Λογοτεχνίας). Ειδικά σε αυτό το κεφάλαιο γίνεται φανερό, πως η βιβλιογραφία παραπέμπει συχνά και σε άλλα μελετήματα του Χαραλαμπάκη με παρεμφερή θεματολογία, τα οποία δεν έχουν συμπεριληφθεί στον τόμο αυτό. Για τον Σεφέρη υπάρχει και άλλη ομιλία που πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου (2018), με την ευκαιρία της αναγόρευσης του Χαραλαμπάκη σε επίτιμο διδάκτορα του ιδρύματος. Και μετά από ένα άρθρο για τον Κωστή Φραγκούλη (Ανταίος), λαϊκό ποιητή της Κρήτης (2010), ακολουθούν δύο μελέτες για τον Πρεβελάκη (2011, 2018), το δεύτερο μάλιστα για τον Πρεβελάκη μεταφραστή (με επιτακτική προτροπή να εκδοθούν και οι αδημοσίευτες μεταφράσεις του).
Στο σημείο αυτό πρέπει να παρατηρηθεί πως σε πολλά από τα άρθρα του Χαραλαμπάκη εντοπίζονται και κριτικές παρατηρήσεις, διορθώσεις και παρεμβάσεις σε ελληνικές μεταφράσεις ξένων λογοτεχνημάτων. Αυτό είναι ένα πλέγμα προβληματισμών, με το οποίο πρέπει σοβαρά και κάπως μεθοδευμένα να ασχοληθεί η κοινότητα των Ελλήνων λογοτεχνών: η λογοτεχνική μετάφραση – ως θεωρητική συζήτηση της μεταφρασεολογίας και ως πρακτική εφαρμογή στο πεδίο: επιτεύγματα και διαστρεβλώσεις, προχειρότητες και παραπτώματα. Μια κάπως συγκροτημένη συζήτηση και κριτική υπάρχει μόνο στην ενδογλωσσική μεταφορά της αρχαίας τραγωδίας στις σύγχρονες προσπάθειες απόδοσής της, αλλά εκεί είναι βέβαια ιδιάζουσες οι δυσκολίες και διαφορετικές οι πιθανές στρατηγικές εύρεσης κάποιων κατά προσέγγιση λύσεων. Ο Χαραλαμπάκης δεν διστάζει να προβεί και σε κριτικές επεμβάσεις και στην πρόταση δικών του λύσεων για την λογοτεχνική απόδοση νοημάτων, υφολογιών, ρυθμών κτλ.
Ακολουθεί μια ερμηνευτική προσέγγιση του ποιήματος του Ελύτη “Παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατο” (2000), που σε εγχειρίδιο της δημοτικής εκπαίδευσης έχει λογοκριθεί, παραλείποντας μια ολόκληρη στροφή με “τολμηρές” εκφράσεις και εικόνες. Συχνές είναι οι αναφορές στις παιδαγωγική διαδικασία της διδαχής της λογοτεχνίας στην μέση εκπαίδευση. Και η ουσιαστική γνωριμία των μαθητών με την γοητεία της ποίησης, πέρα από το δασκαλίστικη εξήγηση “Τι ήθελε να πει ο ποιητής”, είναι πράγματι ένα από τα φλέγοντα θέματα που θα έπρεπε να απασχολήσει την εκπαιδευτική κοινότητα, και μάλιστα στο πλαίσιο των μαθημάτων της τέχνης γενικότερα (μουσική, ζωγραφική, θέατρο).
Το άλλο τμήμα του δεύτερου μέρους του βιβλίου, για την πιο σύγχρονη ποίηση, όπου κυριαρχούν εντονότερα οι περιστασιακές ενασχολήσεις του Χαραλαμπάκη με την λογοτεχνία και εμφανίζονται και ονόματα λιγότερα γνωστά, θα μπορούσε να ξεκινήσει με το άρθρο του για τη γαλλόφωνη ποίηση της Μαριάννας Κεφάλα-Delamotte και τη συλλογή “Η οδυνηρή αφθονία της ζωής” (Oh! Fier monde nouveau, 2002), όπου προτείνει σε ορισμένα σημεία με κριτικό τρόπο και διαφορετικές εκδοχές της μεταγλώττισης. Σε δεύτερο άρθρο του για την πολύ ενδιαφέρουσα ποιήτρια ασχολείται με την ανάλυση της γνωστής εμβληματικής συλλογής Παλίντονος αρμονίη “Η θεμελίωση μιας νέας διαλεκτικής ομοφωνίας” (2004, 2006, έχει μεταφραστεί και στα γερμανικά και τα αγγλικά). Από τις λίγες φωνές με θετική κοσμοαντίληψη στον νέο αιώνα (βέβαια πριν ακόμα από τις αλλεπάλληλες ψυχρολουσίες ενός νέου πιο δυστοπικού κόσμου).
Ακολουθούν άρθρα για “Το θεατρικό και ταξιδιωτικό έργο της Κλεοπάτρας Πρίφτη” (2001), ψυχής του Μουσείου Καζαντζάκη στην Κρήτη, “Η γλώσσα του Παύλου Μάτεσι: Ματιές στο θεατρικό του έργο” (2004, με αναφορά στο έργα Η Βουή, Περιποιητής φυτών, Η τελετή, Το φάντασμα του Ραμόν Νοβάρο και Ενοικιάζεται φύλακας άγγελος) με σημαντικές και διεισδυτικές παρατηρήσεις για την προφορικότητα του θεατρικού λόγου, για υφολογία και λεξιλόγιο, το χιούμορ και τα λογοπαίγνια. Συνεχίζουν οι μελέτες με τρία άρθρα για την ποίηση του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανού [Χαρκιανάκη] (2005, 2009), το τρίτο με διδακτικές προσεγγίσεις σε δώδεκα ποιήματά του (2020) με μια ανάλυση της μεταμοντέρνας ποίησης του Χανιώτη ποιητή Δημήτρη Κακαβελάκη (2020) και ένα άρθρο για τον κορυφαίο Κύπριο ποιητή Κυριάκο Χαραλαμπίδη (2010).
Αλλά ο Χαραλαμπάκης ασχολήθηκε και με συγγραφικά έργα θετικών επιστημόνων, όπως ένα εκτενές άρθρο ως προλογικό σημείωμα σε βιβλίο του Χρήστου Μασσαλά, καθηγητή Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Μηχανικής (2008) ή για την ποίηση του συντοπίτη του, γνωστού ψυχίατρου Μανώλη Πρατικάκη, μάλιστα με δύο μελέτες εξαιρετικής αισθητικής λεπτότητας: “Η γλώσσα του Μ. Π.” (1996) και “Λεπτοφυείς υφάνσεις λόγου: Ματιές στην τέχνη και την τεχνική της ποίησης του Μανόλη Πρατικάκη” (2004). Μια ιδιαίτερα γοητευτική αναλυτική ξενάγηση στον μαγικό κόσμο της ανθρώπινης ψυχής και τις αντανακλάσεις της στον ποιητικό λόγο. Και ποιος είπε ότι οι θετικές επιστήμες και οι τέχνες του λόγου είναι διαφορετικοί πνευματότοποι;
Και η αφοσίωση σε επιστήμονες-λογοτέχνες συνεχίζεται: “Το στρατόπεδο του Γιάννη Φίλη” (2003), μυθιστόρημα του 2000, και η ποιητική συλλογή Αρχάριος Οδυσσέας (2003) του ηλεκτρολόγου-μηχανολόγου με πρωτότυπες συμβολές στην επιστήμη των συστημάτων και των βιομηχανικών παραγωγών με υπολογιστές. Τα τελευταία μελετήματα του τόμου αφορούν την Κύπρια ποιήτρια και μυθιστοριογράφο Ευρυδίκη Περικλέους-Παπαδόπουλου και το έργο της Ως αληθώς. Η ζωή της Χαρίτας Μάντολες (2019), τα διηγήματα του Γιώργου Ρεπούση (αδημοσίευτο), το συνολικό ποιητικό έργο του Αντώνη Φωστιέρη (2021) στην έκδοση των Απάντων το 2021 από τον Καστανιώτη, το άρθρο “Η ποίηση ως αντίδοτο της αλλοτρίωσης: το Μώλυ του Αντώνη Μακρυδημήτρη” (2018) και “Η γοητεία της απέριττης γραφής του Μάκη Τσίτα” (2021) για το έργο Πέντε στάσεις, που κινείται ανάμεσα σε δραματικό έργο και πεζογράφημα. Ειδικά με τα τελευταία αυτά άρθρα, αλλά και με το σύνολο του συγκεντρωτικού αυτού τόμου, η μετάβαση από την επιστημονικά τεκμηριωμένη ανάλυση στη λογοτεχνική κριτική έχει ολοκληρωθεί.
Απλώς, εν είδει επιλόγου ας λεχθεί, πως δεν είναι αντίθετες εκδοχές μιας ερμηνευτικής και αναλυτικής διαδικασίας του φιλολογικού σχολιασμού, ο οποίος χειρίζεται, ανάλογα με τη φύση του κειμένου και τη συγκεκριμένη σκοποθεσία, διάφορες εκφάνσεις μιας ολόκληρης δέσμης από μεθοδολογίες ανίχνευσης, περιγραφής και ανάλυσης. Αυτή είναι άλλωστε και η εμπειρία του υπογράφοντος στο πεδίο της εφαρμογής, αυτήν αποκόμισα και στη συγγραφή του βιβλίου H λεπτουργός. Επιστήμη και μύηση στο ποιητικό έργο της Παυλίνας Παμπούδη, Αθήνα 2021.
Ο τόμος αυτός, του οποίου τη θεματική ευρύτητα και τον πλούτο των στρατηγικών ανάλυσης και σύνθεσης είναι αδύνατο να αποδώσει κανείς σε λίγες σελίδες – και πέρα από αυτό το σύγγραμμα είναι ένα χάρμα ανάγνωσης, γιατί ο συγγραφέας του δεν αρνείται και δεν αποσιωπά τον προσωπικό παράγοντα που τον οδήγησε πολλές φορές, και περιστασιακά, στη συγγραφή των αναφερόμενων μελετών, – εν τέλει πείθει πως δεν είναι μόνο οι κριτικοί λογοτεχνίας, λογοτέχνες συχνά οι ίδιοι, και ερασιτέχνες ή επαγγελματίες φιλόλογοι, αλλά και οι γλωσσολόγοι, που είναι καθ’ όλα νομίμως εντεταγμένοι και προορισμένοι να ασχολούνται συστηματικά με την ποίηση και την λογοτεχνία, γιατί εκεί η γλώσσα φτάνει στα άκρα της και αποβάλλει, εν μέρει ή εν όλω, τη χρηστική της και επικοινωνιακή της λειτουργικότητα. Οι λέξεις δεν είναι μόνο σημασίες και σημαίνοντα, έννοιες και νοήματα, αλλά έχουν αυθυποστασία και αισθητικές ποιότητες, όπως μορφή, ήχο, χρώμα, οσμή και γεύση. Και η επικοινωνιακή τους λειτουργικότητα εδώ γίνεται πιο βιωματική. Το τι σημαίνει ένα ποίημα, δεν είναι το πρώτο ζητούμενο.
Παρά ταύτα ο Χαραλαμπάκης ως γλωσσολόγος ξεκινά από το γεγονός, ότι η γλώσσα αρχικά είναι προφορική και το ποίημα απαγγέλλεται, έστω βουβά διαβάζοντας. Τα παραγλωσσικά σημεία είναι εγγεγραμμένα και στον ποιητικό λόγο. Και γι’ αυτό τον λόγο τον ενδιαφέρει και η μη-λεκτική επικοινωνία, η γλώσσα του σώματος. Έχει γράψει μια εμβληματική μελέτη για τη «Γλώσσα των μελισσών» (μελισσοκόμος ήταν ο πατέρας του στο ορεινό χωριό της Ιεράπετρας που μεγάλωσε). Κι έχει γράψει και μια μελέτη για τη σφυριχτή γλώσσα συνεννόησης στο ορεινό αρβανιτοχώρι Ντιά (ή Αντιά) στο νομό Καρύστου («A case of whistled speech from Greece», Themes in Greek linguistics, First International Conference on Greek Linguistics, Reading 16-18.9.1993, Current Issues in Linguistic Theory, τόμος 117, Amsterdam 1994, 389-396). Υπάρχουν βέβαια και άλλοι κώδικες μυστικής συνεννόησης. Και να μην ξεχάσουμε τη γλώσσα των χειρονομιών, χωρίς την οποία η λεκτική συνομιλία δεν νοείται (βλ. τώρα Β. Πούχνερ, “Μορφές μη λεκτικής επικοινωνίας: Χειρονομίες και μιμική”, Τελεστικότητα και φαντασιακό στον προφορικό πολιτισμό της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συγκριτική Βαλκανολογία Γ΄, Θεσσαλονίκη 2024, 34-40 με περαιτέρω βιβλιογραφία, υπό έκδοση).
Όπως παρατήρησε ο πατριάρχης της ελληνικής λαογραφίας στον 21ο αιώνα, Μιχάλης Μερακλής, σπουδαίος και ακαταπόνητος κριτικός λογοτεχνίας, πως ο λαϊκός πολιτισμός στο σύνολό του, παρά την ένδεια και τον ανελέητο αγώνα της επιβίωσης, διακρίνεται από μια ουσιαστική “ποιητικότητα”, η οποία αξίζει πολλαπλώς να γίνει αντικείμενο επιστημονικής έρευνας και ερμηνείας, έτσι και ο Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, ως συστηματικός και καταξιωμένος γλωσσολόγος, μύστης κι εκείνος της γοητείας του λαϊκού πολιτισμού σε όλες τις εκφάνσεις του, έθεσε στόχο να διαφωτίσει τα συστατικά στοιχεία, τις δομές σύνθεσης και τις στρατηγικές έκφρασης, τις επικοινωνιακές λειτουργίες και τις αισθητικές αξίες αυτής της “ποιητικότητας” σε έντεχνα γλωσσικά συνθέματα προφορικής και γραπτής προέλευσης. Η ψυχική και πνευματική ιδιοσυστασία ενός λαού βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη γλώσσα του και την καλλιέργειά της και η γλώσσα είναι, σε διαχρονικό και συγχρονικό επίπεδο το πιο εξελιγμένο, σύνθετο και αποτελεσματικό σύστημα επικοινωνίας που έχουν οι κοινωνίες της υφηλίου.