Ο καλός θεός
Γύρισε τα φύλλα του βιβλίου με τη σκέψη του
με το μπαστούνι χτύπησε την αλλαγή της ώρας
σταμάτησε τη σκιά ενώ ο ήλιος προχωρούσε
έκανε τον πλάτανο να πυκνώσει τη φυλλωσιά
ρίζωναν τα πόδια του στο μαλακό το χώμα
άντλησε χυμούς από το σώμα της μάνας γης
τα άσπρα του μαλλιά δημιούργησαν ανέμους
η ευσυγκινησία του έκανε άστατο τον καιρό
το βλέμμα του άνοιξε άνθη σήκωσε μίσχους
η φωνή του μουσική στα λαρύγγια των πτηνών
με το χέρι του ζωγράφισε την ευτυχία στον αέρα.
Δεν κάθεται πάντα στον κήπο του· τώρα λείπει.
Όταν αρρωστούλης είναι, οι ψυχές μαραίνονται
ξαπλωμένο στο παράσπιτο, τον σφίγγει η ανημποριά
μέσα στο κρύο σώμα του λάμπει η θετική σκέψη
από τη στενόχωρη καπνοδόχο ξεχειλίζει η αγάπη
για το περιβόλι που φύτεψε και μόνο του αυξάνει
με τη δύναμη που του έδωσε και τώρα δεν σταματά.
Όλα καλά, όλα σωστά, τώρα δεν με χρειάζονται πια.